Η κυβέρνηση της Ν.Δ. που συνεχώς προκαλεί τον ελληνικό λαό, με τα έργα της σε βάρος του καθώς το σύνολο της πολιτικής της υπηρετεί το κεφάλαιο και την υψηλή κερδοφορία του, πέτυχε ένα ακόμα στόχο της. Να οδηγήσει τον λαό στον πάτο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) όσον αφορά την αγοραστική του δύναμη για τις ετήσιες αποδοχές ανά μισθωτό. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Κομισιόν (στοιχεία Eurostat) η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων για το εννιάμηνο του 2025 είναι η τελευταία στην Ε.Ε. Είμαστε πλέον κάτω και από τη Βουλγαρία και συνεπώς δεν είναι μακριά η περίοδος που θα πιάσουμε τον «απόλυτο πάτο» ως τελευταίοι (από την προτελευταία θέση τα προηγούμενα χρόνια έως και 2024) στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε σταθερές μονάδες αγοραστικής δύναμης. Η αρνητική αυτή εξέλιξη, της χαμηλότερης αγοραστικής δύναμης των μισθών στην Ε.Ε, είναι ένα καθαρό αποτέλεσμα της πολιτικής της κυβέρνησης Ν.Δ.
Τι σημαίνει η έννοια της αγοραστικής δύναμης. Αφορά την ποσότητα των αγαθών που ένας εργαζόμενος μπορεί να αγοράσει (πραγματικός μισθός) με τον μισθό που λαμβάνει από την εργασία του (ονομαστικός μισθός). Οι παράγοντες που επηρεάζουν την αγοραστική δύναμη είναι το ύψος των μισθών σε συνδυασμό με τις μεταβολές τους (αυξήσεις ή ακόμα και μειώσεις όπως έγινε με τα μνημόνια) σε σύγκριση με τη μεταβολή των τιμών σύμφωνα με το πραγματικό κόστος ζωής. Ουσιαστικά η αγοραστική δύναμη είναι ένας δείκτης που καταγράφει την πραγματική οικονομική κατάσταση και θέση στην κοινωνία ενός εργαζόμενου και της οικογένειάς του.
Συνεπώς η πολιτική της κυβέρνησης της Ν.Δ. οδήγησε τον ελληνικό λαό στον πάτο της Ε.Ε. όσον αφορά την πραγματική του οικονομική κατάσταση και αυτό φυσικά έγινε, καθώς έχουμε αύξηση του ΑΕΠ, για να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που διαφήμισε ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης στην πρόσφατη (7/10/2025) Γ.Σ. του ΣΕΒ «στηρίζουμε τις επιχειρήσεις και αυτό φαίνεται στα κέρδη σας»!
Στον πίνακα που δημοσιεύουμε (είναι αναπαραγωγή από το διαδίκτυο) φαίνεται ότι σε ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης με την Κύπρο στο 100 η Ελλάδα είναι στο 76 και η Βουλγαρία που μας προσπέρασε είναι στο 81. Κάτω από το 100 είναι μόνο 6 χώρες της Ε.Ε. με την Ελλάδα τελευταία.
Κούφια λόγια για αυξήσεις
Η εξέλιξη αυτή αποδεικνύει πόσο «κούφια» είναι τα λεγόμενα από την κυβέρνηση για τις αυξήσεις στους μισθούς και ακόμα χειρότερα για τις συντάξεις, για τις οποίες οι μέσες αυξήσεις συνολικά είναι πολύ χαμηλότερες από τις ονομαστικές αυξήσεις των μισθών. Η κυβέρνηση μιλά για αυξήσεις οι οποίες εκ του αποτελέσματος αποδεικνύουν ότι δεν καλύπτουν τον πραγματικό πληθωρισμό που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι. Όταν στέγαση, τρόφιμα, θέρμανση, ηλεκτρικό, ιατρικές δαπάνες βρίσκονται στα ύψη, πολύ πιο πάνω από το μέσο πληθωρισμό (Δείκτη Τιμών Καταναλωτή) είναι προφανές ότι ο κόσμος φτωχοποιείται όταν οι ονομαστικές αυξήσεις βρίσκονται στα όρια του ΔΤΚ. Εάν μαζί με αυτά ληφθούν επιπλέον υπόψη για τη σύγκριση με τις άλλες χώρες της Ε.Ε.: α) η διαφορετική κατάσταση που επικρατεί σε αυτές όσον αφορά και τους ρυθμούς αύξησης των μισθών διαχρονικά σε σχέση με τον πληθωρισμό, β) οι τρόποι που οι κυβερνήσεις τους αντιμετωπίζουν την κερδοσκοπία στην αγορά, συγκριτικά με την ανικανότητα ή την άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης να πάρει ουσιαστικά μέτρα στον συγκεκριμένο τομέα και γ) τα διαχρονικά διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας (συνολικά χαμηλό διαχρονικά ποσοστό επενδύσεων και πλήρης ανεπάρκεια επενδύσεων στον παραγωγικό τομέα με έμφαση στους τομείς και κλάδους αιχμής) που έχουν σαν αποτέλεσμα να είμαστε ουραγοί και στην αύξηση της παραγωγικότητας στην Ε.Ε., τότε καταλήγουμε σαν αποτέλεσμα των επιλογών και των πολιτικών της κυβέρνησης τον πάτο της Ε.Ε., όσον αφορά την αγοραστική δύναμη και φυσικά την οικονομική κατάσταση του λαού.
Η κυβέρνηση και οι υποστηρικτές της ισχυρίζονται ότι δεν μπορούν να δοθούν αυξήσεις στους μισθούς γιατί δεν το επιτρέπει η παραγωγικότητα της εργασίας. Ενδεικτικά ο κ. Στουρνάρας σε πρόσφατες δηλώσεις του είπε: «Όταν οι επενδύσεις υστερούν, σημαίνει ότι υστερεί η παραγωγικότητα και τα πραγματικά εισοδήματα, υπάρχει αλληλουχία.» Για να συνεχίσει παρακάτω με την αυθαίρετη σκέψη που έχει το νόημά της προκειμένου να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα: «Αν αυξήσουμε 30% τον μισθό αύριο, θα χρεοκοπήσουμε. Θέλω να πω, δεν μπορείς να αυξάνεις τους μισθούς σε μια χώρα αν δεν αυξάνεις πρώτα την παραγωγικότητα». Κανείς δεν ζήτησε αύξηση 30% των μισθών. Όμως οι μισθοί δεν είναι λογικό να αυξάνονται στα όρια ή κάτω από τον γενικό πληθωρισμό και με αυτό τον τρόπο να χειροτερεύει συνεχώς το βιοτικό επίπεδο αφού την ίδια στιγμή αυξάνονται θεαματικά τα επιχειρηματικά κέρδη και παράλληλα να ανθεί η κερδοσκοπία με αιχμή τα βασικά είδη λαϊκής κατανάλωσης και τις συνθήκες ζωής (στέγαση, ρεύμα κ.λπ.). Όσον αφορά δεν το θέμα των επενδύσεων ο κ. Στουρνάρας δεν μας είπε ποια είναι η αιτία που δεν αυξάνονται στον απαιτούμενο βαθμό για να αυξηθεί η παραγωγικότητα. Τα επιχειρηματικά κέρδη με την παρούσα κυβέρνηση γνωρίζουν την υψηλότερη απόδοσή τους εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Κομισιόν ο δείκτης κερδών επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα είναι μακράν ο υψηλότερος στην Ε.Ε., έχοντας σημειώσει ραγδαία αύξηση από το 2019 έως και σήμερα και συνεχίζει. Παράλληλα οι πάσης φύσεως επιδοτήσεις βρίσκονται ιστορικά στο υψηλότερο σημείο τους μέσω των ευρωπαϊκών προγραμμάτων (Ταμείο Ανάκαμψης, ΕΣΠΑ 2021-2027 κ.λπ.). Συνεπώς δεν λείπουν ούτε τα κέρδη ούτε οι επιδοτήσεις και όμως οι επενδύσεις υστερούν και ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες μικρότερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Παρασιτισμός
Οι απαντήσεις σε αυτά σε αυτά τα θέματα της έλλειψης των επενδύσεων και της χαμηλής παραγωγικότητας βρίσκονται στη φύση του παρασιτικού ελληνικού κεφαλαίου, στην ανάλογη συμπεριφορά του ξένου κεφαλαίου που επενδύει καθαρά κερδοσκοπικά στην Ελλάδα και συνεπώς στη δομή της ελληνικής οικονομίας όπως αυτή διαμορφώθηκε ιστορικά από τις τάσεις αυτές και επιδεινώνεται τα τελευταία χρόνια, αφού προηγούμενα με τα μνημόνια δεν λύθηκε κανένα διαρθρωτικό πρόβλημα όσον αφορά την παραγωγική της συγκρότηση.
Έτσι καταλήγουμε σε ένα μοντέλο οικονομίας όπου έχουμε: α) πολύ χαμηλό εργατικό κόστος ειδικά από την περίοδο των μνημονίων και μετά. Ενδεικτικά ο κατώτατος μισθός ξεπέρασε το επίπεδο του 2011 μόλις το 2024, β) πολιτικές συνεχούς μείωσης του εργατικού κόστους από την πλευρά της κυβέρνησης που ικανοποιεί κάθε αίτημα της εργοδοσίας στο πλαίσιο της πλήρους κατάργησης κάθε εργατικής κατάκτησης, γ) επιδοτήσεις και κίνητρα για μια σειρά από αντιπαραγωγικές ή δευτερεύουσας σημασίας παραγωγικές δραστηριότητες, που δεν βοηθούν να αλλάξει η δομή της ελληνικής οικονομίας. Επενδύσεις σε εκτατικό τουρισμό, εστίαση, καφέ, αναψυχή κ.λπ. και όχι σε άμεσα παραγωγικές δραστηριότητες, δ) ακραία κερδοσκοπία στην αγορά αγαθών (βασικά είδη, σούπερ μάρκετ, ρεύμα, καύσιμα) και υπηρεσιών (βλέπε τράπεζες, μεγάλες μονάδες ιδιωτικού τομέα υγείας κ.λπ.). Όλα αυτά οδηγούν στην έκρηξη των κερδών και φυσικά στη συνεχή αναδιανομή του εισοδήματος σε επίπεδο κοινωνίας, σε βάρος της εργασίας και υπέρ του κεφαλαίου.
Τα αποτελέσματα αυτής της κατάστασης την τελευταία επταετία, σύμφωνα με την τελευταία (2025) ετήσια έκθεση του ΙΝΕ-ΓΣΣΕ «Η ελληνική οικονομία και απασχόληση»: Στην περίοδο 2019-2023 το σύνολο των πραγματικών μισθών αυξήθηκε κατά μόλις 130 εκατ. ευρώ (αυτή μπορούμε να πούμε ότι ήταν η διανομή υπέρ των εργαζόμενων από την αύξηση της παραγωγικότητας!). Την ίδια περίοδο η αύξηση του πραγματικού εισοδήματος από μη μισθωτή εργασία ήταν 2,6 δισ. ευρώ και η αύξηση από τοποθετήσεις και διανομή επιχειρηματικών κερδών έφτασε τα 4,5 δισ. ευρώ. Σε αυτό το πλαίσιο συνεχίστηκε η πορεία της ελληνικής οικονομίας και το 2024-2025 με αποτέλεσμα να φτάσουμε στο σημείο που αναφέραμε. Η αγοραστική δύναμη του Έλληνα μισθωτού είναι πλέον η χαμηλότερη σε όλη την ΕΕ.