Για την υποστροφή της λαϊκής διαθεσιμότητας
του Νίκου Λάιου
Ανάμεσα στην εποχή της μεγάλης λαϊκής διαθεσιμότητας, που κορυφώθηκε τα χρόνια 2010-2012, και στο σήμερα υπάρχει μια μακρά παρεμβολή: η υποστροφή της διαθεσιμότητας, η μετατροπή της σε ανάθεση και η ολική απόσυρσή της με τη διάψευση των ελπίδων. Η πορεία αυτή αποτελεί αποφασιστικό στοιχείο για την κατανόηση του συσχετισμού δυνάμεων και των δυνατοτήτων πολιτικής παρέμβασης.
Σήμερα ζούμε σε μια περίοδο εντελώς διαφορετική από αυτή την πλευρά. Πολύ πιο δύσκολη. Σωματεία, συνδικάτα, κόμματα, οργανώσεις, συλλογικότητες έχουν υποτροπιάσει στην προηγούμενη κατάσταση. Άρνηση συμμετοχής, ανάθεση, διάσπαση, κυριαρχία του ατομικού αιτήματος έναντι του κεντρικού, μονομανία με τις υλικές πλευρές και άρνηση των οραματικών. Ολοένα μεγαλώνει ένα φοβισμένο «να τα βρούμε» με το αφεντικό, τη διοίκηση κ.λπ., μια τάση να μην διαταραχθούν ισορροπίες τρόμου, ακόμα και όταν καλύπτονται από «υπερεπαναστατικές» εκφορές.
Μπορεί κάποιος να διακρίνει σήμερα τι σημαίνει Γενική Συνέλευση σε ένα σωματείο; Τι σημαίνει προετοιμασία μιας απεργίας; Τι σημαίνει υπεράσπιση στην πράξη μιας συλλογικής σύμβασης ή όσων θραυσμάτων έχουν μείνει από αυτές; Τι σημαίνει συμμετοχή και τι πρωταγωνιστικότητα; Τι σημαίνει θέτω ένα κεντρικό αίτημα και με αφορά;
Όποιος κινείται συνδικαλιστικά στους εργασιακούς χώρους και προσπαθεί στα αλήθεια να κινητοποιήσει ανθρώπους γύρω από ιδέες και στόχους, όποιος αλήθεια προσπαθεί να τους εμπνεύσει να συμμετέχουν σε συλλογικές προσπάθειες κάθε επιπέδου, γίνεται αποδέκτης στάσεων και συμπεριφορών που μεταφράζονται σε ένα: «Να μας λέτε και ευχαριστώ που είμαστε μέλη και δίνουμε τις συνδρομές μας. Και τώρα πάρτε το αίτημά μου».
Και οι διαδηλώσεις έχουν ξανά έντονο κομματικό και παραταξιακό χαρακτήρα. Οι απεργίες προκηρύσσονται από τη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ μετά από πίεση του ΠΑΜΕ, για «να μετρηθούμε μεταξύ μας». Μετά την Πρωτοχρονιά παραδοσιακά θα κάνουν κινητοποιήσεις οι αγρότες. Με ποιο υποδεκάμετρο θα μετρηθεί η αγωνιστικότητα;
Η αποτυχία της «διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ» φέρνει κινητοποιήσεις ακόμα και εκεί που ποντάρει και χειρίζεται η κυβέρνηση. Βγήκαν στο δρόμο οι συμβασιούχοι στους ΟΤΑ μετά την απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου η οποία αποκλείει ουσιαστικά τη δυνατότητα παρατάσεων στις συμβάσεις των 15 χιλιάδων συμβασιούχων, που είχαν προβλεφθεί σε νόμους του Κατρούγκαλου, ενώ απαγορεύει και την πληρωμή τους για όσα χρόνια κρίνεται ότι οι συμβάσεις τους παρατάθηκαν παράνομα. Οι μη συμβασιούχοι εργαζόμενοι στους ΟΤΑ θα κινηθούν και πώς; Τι θα όριζαν σαν επιτυχία αυτή τη στιγμή; Οι αποδέκτες των υπηρεσιών των ΟΤΑ, υπάρχει κάποια περίπτωση να κινηθούν και αυτοί;
Υπάρχει, τέλος πάντων, το στοιχείο της απειλής πουθενά σήμερα; Ή έχει μετατεθεί «στον Κούλη» που θα εφαρμόσει ό,τι δεν θα εφαρμόσει η σημερινή κυβέρνηση που ψηφίζει τα μέτρα;
«Άφρονες επιλογές ακραίων». Η φράση βρισκόταν στο Δελτίο Τύπου της ΓΣΕΕ που κράτησε τη γνωστή, απαράδεκτη στάση στο δημοψήφισμα. Αυτή η ΓΣΕΕ προκηρύσσει τις απεργίες. Και έχει γαλουχήσει γενιές συνδικαλιστών, κάθε απόχρωσης κι από τις κορυφές μέχρι τις βάσεις. Αυτοί, εν πολλοίς, σηκώνουν με ηρωικές κραυγές τον «σταυρό» της ανάθεσης και αποδέχονται τον ρόλο του τέτοιου ηγέτη απέναντι σε εργαζομένους που δεν τους έχουν σε εκτίμηση, αλλά τους έχουν ανάγκη για να λύσουν κάποιο προσωπικό θεματάκι, να κάνουν ένα ατομικό βηματάκι χωρίς να πολυνοιάζονται για τα υπόλοιπα.
Δεν αρκεί, λοιπόν, μόνο η διαπίστωση ότι έχουν υποχωρήσει τόσο σε μαζικότητα όσο και σε ποιότητα τα στοιχεία του οργανωμένου μαζικού κινήματος. Η κατάσταση είναι πιο σύνθετη και απέχουμε πολύ απ’ το να τη διαβάσουμε σε όλες τις πτυχές της.
Το μνημονιακό καθεστώς αποικίας βαστά 7 χρόνια και υπολογίζει για τον εαυτό του άλλα 98 χρόνια. Κάνει αυτό τον υπολογισμό κατανοώντας ότι δεν υπάρχει εκείνο το κάτι τι σαν διάχυτο πνεύμα που διαπερνούσε τη λαϊκή διαθεσιμότητα και είχε αγκαλιάσει μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Έχει υποχωρήσει σε μεγάλο βαθμό και η κατάσταση πνευμάτων που υπήρχε σε διάφορους χώρους όπου το φιλότιμο των εργαζομένων τούς έσωσε από την πλήρη κατάρρευση. Δεν έχει εξαφανιστεί το φιλότιμο, αλλά τα πράγματα έχουν γίνει πιο σκληρά, πιο «κανονικά», συνήθως πιο ατομικά. Η ελπίδα μπας και αλλάξει κάτι ακυρώνεται συνεχώς, εμποδίζοντας πολύ την απάντηση στα ερωτήματα: «Σε τι να βάλω πλάτη;», «γιατί να δουλέψω περισσότερο;» ή «για ποιόν να δουλέψω;», ή «γιατί να σωθεί και μη κλείσει ένας δημόσιος οργανισμός ή μια μικρομεσαία επιχείρηση, αφού αργά ή γρήγορα θα τα κλείσουν ή θα τα αγοράσουν τσάμπα;».