Η Γεωργία Χιόνη μιλά στον Δρόμο. Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο

Το σύντομο αφήγημα της Γεωργίας Χιόνη, Αδικιά, μας ταξιδεύει πίσω στο χρόνο για να διηγηθεί, με το δικό της τρόπο, μια αληθινή ιστορία που συνέβη στη Θάσο το 1880. Μια ιστορία που διέσωσε η προφορική παράδοση και για την οποία δεν υπήρξε γραπτή μνεία… Ένα ολόκληρο χωριό, με επικεφαλής τους προεστούς και με τις ευλογίες της εκκλησίας οδηγεί έναν αθώο σε μια δίκη-παρωδία. Οι πραγματικοί υπεύθυνοι της δολοφονίας ενός Τούρκου ναύτη, επικαλούμενοι τη… σωτηρία του χωριού, βρίσκουν ως ιδανικό θύμα έναν ορφανό εργάτη. Η συγγραφέας με λιτό τρόπο καταφέρνει να μας μεταφέρει το κλίμα της εποχής, να μιλήσει με καθαρότητα, χωρίς  να καταφεύγει σε έναν εύκολο καταγγελτικό λόγο. Η παλιά αυτή ιστορία μάς δίνει τα υλικά να σκεφτούμε και κάποια πράγματα για το σήμερα. «Πέρασαν τόσα χρόνια/ και μόνο αφέντης άλλαξε», που λέει και το τραγούδι…

 

Τι σε έκανε να επιστρέψεις στο παρελθόν και να μας αφηγηθείς την (αληθινή) ιστορία της Αδικιάς; Βρίσκεις πως έχει μια δική της επικαιρότητα;
Την ιστορία της Αδικιάς την άκουσα για πρώτη φορά το 1984, από τον πατέρα μου. Σε εκείνον τη διηγήθηκε ένας δάσκαλος, ο Νίκος Αργυρίου, που την είχε αποτυπώσει το 1958 σε ένα σύντομο διήγημα τεσσάρων σελίδων και του οποίου οι γονείς ήταν μάρτυρες στο συμβάν. Η Αδικιά, δηλαδή η ιστορία του άτυχου Μακέδου, επηρέασε το χωριό της Καλλιράχης (Θάσου) βαθιά, αφού οι μανάδες το αφηγούνταν στα παιδιά τους για δεκαετίες, αντί για παραμύθια. Θυμάμαι πως κι εμένα μου είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση. Πώς ένα χωριό σιωπηλά συνωμότησε. Πώς κατάφερε να ρίξει το φταίξιμο στον μοναδικό που δεν έφταιγε, για να γλιτώσουν οι πραγματικοί φταίχτες. Ένας Τούρκος, ναύτης βασιλικού πλοίου, θέλησε να μπει σε χορό Ελλήνων. Αυτό θεωρήθηκε μεγάλη προσβολή. Ο γιος του παπά τον προκάλεσε κι όταν ο Τούρκος ζήτησε το λόγο για να αποκατασταθεί η προσβολή, το χωριό, με σιωπηλή αποδοχή, μετατράπηκε σε δήμιο, αφού όλοι οι παρευρισκόμενοι λιθοβόλησαν τον Τούρκο μέχρι θανάτου. Όταν έγινε έρευνα, έριξαν το φταίξιμο στον Μακέδο, που όμως δεν βρισκόταν εκεί. Οι προεστοί φρόντισαν να δωροδοκήσουν τα μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου που θα τον δίκαζε, για να είναι έτσι η καταδίκη του σίγουρη. Μία ιστορία περί μη ηθικής που έγινε το 1880. Μία ιστορία που επαναλαμβάνεται ανά τις δεκαετίες, γιατί η αδικία είναι φαινόμενο διαχρονικό, φαινόμενο παρελθόν αλλά και παρόν, παλιό αλλά και τόσο επίκαιρο. Η ιστορία μας διδάσκει την τάση που έχουν οι άνθρωποι, για ίδιον όφελος, να αδικούν τους άλλους, πάθος που είναι συνυφασμένο με την ανθρώπινη φύση. Η αδικία είναι, δυστυχώς, κομμάτι της καθημερινότητάς μας. Και τα πάθη των ανθρώπων δεν έχουν τελειωμό, μας λέει ο Παπαδιαμάντης. Δυστυχώς.

Έχεις μια ιδιαίτερη αγάπη για την πατρίδα σου, τη Θάσο, δεν διστάζεις όμως να βάλεις και το νυστέρι σου στο παρελθόν…
Η Αδικιά είναι ένας φόρος τιμής στον τόπο μας και την ιστορία μας. Αγαπώ τον τόπο μου και η Θάσος αποτελεί σημείο αναφοράς στα περισσότερα έργα μου. Εξάλλου, πιστεύω ότι αν δεν κοιτάξουμε πίσω, δεν μπορούμε να πάμε μπροστά. Ο πατέρας μου είναι ιστορικός και η αγάπη για την ιστορία έγινε τρόπος ζωής. Ψάχνουμε στο παρελθόν γιατί θέλουμε να μάθουμε, να βγάλουμε συμπεράσματα και να συγκρίνουμε. Να δούμε τι έγινε και τι θα έπρεπε να έχει γίνει. Γιατί το παρελθόν είναι ο καλύτερός μας δάσκαλος.

Τον ήρωα της Αδικιάς τον θυσιάζουν -παρά τη θέλησή του- επικαλούμενοι το «γενικό καλό». Πώς θα ήθελες εσύ να έχει τελειώσει αυτή η ιστορία;
Στην Αδικιά ένα χωριό συνωμοτεί και ρίχνει -τεχνηέντως- το φταίξιμο στον μοναδικό αθώο. Το άδικο μετατρέπεται διά μαγείας σε κοινωνικά δίκιο και ανεκτό. Παρόμοιες ιστορίες επαναλαμβάνονται. Η κοινωνία που θα θέλαμε να ζούμε, όπου οι άδικοι θα τιμωρούνται παραμένει ουτοπία. Στην ουτοπική κοινωνία θα καταδικαζόταν ο πραγματικός φταίχτης. Από το 1984 που άκουσα την ιστορία έως και σήμερα νιώθω τα ίδια συναισθήματα για τον Μακέδο. Λύπη και απογοήτευση γι’ αυτόν το άτυχο νέο που του στέρησαν τη ζωή και την αξιοπρέπειά του.     

Πόσο δύσκολο είναι για έναν συγγραφέα να ζει και να εργάζεται «εκτός Αθηνών»; Δεν περιορίζει αυτό τις δυνατότητες για την προώθηση του έργου του;
Στην Αθήνα ζούσα για αρκετά χρόνια. Στην πρωτεύουσα κάποια πράγματα, σίγουρα, είναι πιο εύκολα για κάποιον που μένει μόνιμα (π.χ. επαφές, βιβλιοπαρουσιάσεις). Τώρα πλέον δεν μένω μόνιμα, αλλά λόγω δουλειάς  κατεβαίνω αρκετά συχνά. Ευτυχώς οι νέες τεχνολογίες έχουν διευκολύνει σήμερα πολύ την επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων.  

Προτιμάς «περιφερειακούς» εκδοτικούς οίκους. Αποτελεί αυτό δική σου επιλογή;
Με τις εκδόσεις ΑΛΔΕ άρχισε κατά τύχη η συνεργασία μας το 2008. Και, ναι, ήταν δική μου επιλογή. Από τότε μέχρι σήμερα έχω εκδώσει με τις εκδόσεις ΑΛΔΕ και τα τέσσερά μου μυθιστορήματα. Η συνεργασία μας είναι πάρα πολύ καλή. Σαφώς και ένας μεγάλος και γνωστός εκδοτικός οίκος έχει συγκριτικά πλεονεκτήματα σε διάφορους τομείς, όπως π.χ. διαφήμιση, διανομή, αναγνωστικό κοινό, αυτό όμως δεν πρέπει να αποτελεί εμπόδιο εισόδου αγοράς για άλλους ενδιαφερόμενους. Να σημειώσω, ότι παρ’ όλο που ο εκδοτικός οίκος δεν συγκαταλέγεται στους πιο μεγάλους, τα μυθιστορήματά μου πηγαίνουν πολύ καλά και το αναγνωστικό κοινό ανταποκρίνεται πολύ θετικά. Σίγουρα η κρίση δημιουργεί επιπρόσθετες δυσκολίες, καθώς υπάρχουν εκδοτικοί οίκοι που έχουν ήδη κλείσει και ο κόσμος αγοράζει λιγότερο. Το βιβλίο, όμως, πιστεύω δεν θα χάσει ποτέ την αξία του. Ο εκδοτικός οίκος της Αδικιάς (Εκδόσεις Νιραγός) εμπίπτει στην κατηγορία του «περιφερειακού», αφού έχει έδρα του τη Θάσο. Με τις εκδόσεις αυτές συνεργάζομαι εδώ και χρόνια, μια που εκεί δημοσιεύονταν σατιρικά μου σκίτσα, καθώς επίσης και εκδόσεις ιστορικών μελετών της Θασιακής Ένωσης Καβάλας. Σε αυτό το πνεύμα έγινε και η έκδοση της Αδικιάς, λόγω τοπικότητας, αφού φέτος εορτάζουμε τα εκατό χρόνια από την απελευθέρωση της Θάσου και τα ογδόντα από την ίδρυση της Θασιακής Ένωσης Καβάλας.

Πολύ διαφορετικό το δεύτερο βιβλίο σου, που κυκλοφόρησε το 2011. Μια αλήθεια/ χίλια ψέματα. Θα μπορούσε να είναι και ο τίτλος βιβλίου για τους Έλληνες πολιτικούς! Είναι, όμως, μια ερωτική ιστορία. Γιατί θα πρότεινες σε κάποιον να το διαβάσει;
Πριν από καιρό, ένας καλός φίλος μου είχε πει ότι «οι σχέσεις των ανθρώπων είναι σχέσεις εξουσίας». Δεν το είχα σκεφτεί με αυτόν τον τρόπο ποτέ, ειδικά αναφορικά με τη σχέση ενός ζευγαριού. Με προβλημάτισε. Άρχισα να το ερευνώ. «Η ύπαρξη εξουσίας ισοπεδώνει οποιαδήποτε μορφή σχέσης» ήταν η αντίθετη απάντηση. Τελικά τι ισχύει; Με αυτήν την προβληματική προσπαθώ να ασχοληθώ στο μυθιστόρημα. Αυτό, από τα μέχρι τώρα σχόλια, περνάει, νομίζω, στον κόσμο. Είμαι πολύ χαρούμενη γιατί αναγνώστες μου έχουν πει ότι αποκόμισαν πολλά από το βιβλίο. Όσο για τους Έλληνες πολιτικούς, όντως, αυτός θα ήταν ένας από τους πολλούς τίτλους βιβλίων που θα μπορούσαν να γραφτούν σχετικά.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!