του Τριαντάφυλλου Σερμέτη
Είναι πασιφανές ότι ο δυτικός πολιτισμός, ο πολιτισμός των τελευταίων τριών αιώνων, ο πολιτισμός του Διαφωτισμού, το πνευματικό κίνημα που κυριάρχησε σε όλο τον δυτικό κόσμο, διανύει το ιστορικό τέλος του. Είναι γνωστό ότι στον Μεσαίωνα, μια εποχή που προηγήθηκε του Διαφωτισμού, υπήρξε η λεγόμενη κυριαρχία του Θεού. Η κυριαρχία του Θεού σήμαινε ότι οι άνθρωποι ετεροπροσδιορίζονταν, δηλαδή υπήρχε ετερονομία, που ετούτο σήμαινε ότι όλα περιστρέφονταν γύρω από τον Θεό, ο οποίος καθόριζε τα πάντα στη ζωή των ανθρώπων και κατά συνέπεια η ζωή αποκτούσε νόημα μέσα από την πίστη στον Θεό. Η μετάβαση από το φεουδαρχικό πολιτικό σύστημα που διαιώνιζε την κοινωνική ανισότητα, την αδικία και την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, στην αντιπροσωπευτική κοινοβουλευτική δημοκρατία αποτέλεσε, από τον Διαφωτισμό και έπειτα, το σημείο αναφοράς για την ισότητα, την κοινωνική δικαιοσύνη και τη μη ταξική διάκριση των πολιτών. Μετά τη Γαλλική Επανάσταση και την εγκαθίδρυση του πνευματικού κινήματος του Διαφωτισμού, ο Θεός αποτινάσσεται και επέρχεται ο αυτοκαθορισμός της ανθρώπινης ύπαρξης που εκφράζεται με την αυτονομία του ανθρώπου. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, ο άνθρωπος έχει την αίσθηση ότι αυτός μόνος του με το λόγο και τη σκέψη του, δίχως υπερβατικές δυνάμεις, διαθέτει τη δυνατότητα να καταφέρει τα πάντα, δηλαδή, με άλλους λόγους, δεν υπάρχει η χρεία του Θεού για τον καθορισμό της ζωής· διότι αυτός ο κυριαρχικός, αφηρημένος, εξουσιαστικός Θεός καταπίεζε τους ανθρώπους, με συνέπεια να τον εξοβελίσουν από τη ζωή τους. Επιτέλους ο άνθρωπος, ελεύθερος πλέον, έγινε κύριος του εαυτού του και με την ανάπτυξη της επιστήμης θα υπήρχε πρόοδος δίχως όρια. Αυτή η Μεγάλη Υπόσχεση της απεριόριστης προόδου, με κύριο χαρακτηριστικό την κυριαρχία επί της φύσης, συνίσταται στην ύπαρξη υλικής αφθονίας για όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους από την αρχή της βιομηχανικής επανάστασης. Ο άνθρωπος μπήκε στο δρόμο που θα τον έκανε ανώτερο ον και θα έπαιρνε τη θέση του μέχρι τότε θεού. Από τη στιγμή που οι φεουδαρχικές αλυσίδες είχαν πια σπάσει, ο καθένας θα μπορούσε να εκπληρώσει όλες τις επιθυμίες από την απεριόριστη βιομηχανική παραγωγή, η οποία θα διαχεόταν σιγά σιγά σε όλα τα μέλη της κοινωνίας και όχι μόνον στην ανώτερη τάξη.
Η σκέψη, όταν αποσυνδέεται από το πνεύμα και γίνεται απόλυτος ορθολογισμός προς υλιστική μόνον κατεύθυνση, εξαντικειμενοποιεί και εργαλειοποιεί τα πάντα και άρα όλα γίνονται χρηστικά, προς όφελος μόνο του άπληστου εγωκεντρισμού. Τούτο, αναπόδραστα, οδηγεί στην καταστροφή του ανθρώπινου είδους
Από τον 17ο αιώνα η ιδέα της ευδαιμονίας άρχισε να παίρνει τη μορφή της υλικής ικανοποίησης. Ευτυχισμένος είναι εκείνος που κερδίζει για να έχει. Το τρίπτυχο απεριόριστη παραγωγή, ανεμπόδιστη επιθυμία και απέραντη ελευθερία ήταν το νέο καθεστώς του πολιτιστικού παραδείγματος του Διαφωτισμού. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο της υλιστικής ευτυχίας γεννήθηκε και ο κομμουνισμός, που η αντίληψή του για μια νέα κοινωνία και έναν νέο άνθρωπο γρήγορα μετέβαλλε την αντίληψη ότι το φτωχό προλεταριάτο οικουμενοποιημένο θα μεταβαλόταν σε έναν νέου τύπου αταξικό αστό, που θα απολάμβανε εξίσου την υλιστική επιθυμία να ευτυχεί καταναλώνοντας τα αγαθά, τα παραγόμενα από το ίδιο, της βιομηχανικής παραγωγής. Το πάθος της επιθυμίας και κατοχής υλικών αγαθών θα οδηγήσει στον 20ο αιώνα σε μια ατέρμονη ταξική πάλη. Ο άνθρωπος προσδιορίζει το Είναι μέσα από το Έχει, εφόσον η ύλη κυριαρχεί αποκλειστικά στο πλαίσιο του πολιτισμού του Διαφωτισμού. Επομένως, η επιθυμία της κατοχής δημιουργεί την έννοια της απληστίας με συνέπεια η ταξική πάλη, στο πλαίσιο τούτο, να είναι αιώνια και άρα οι πόλεμοι να είναι αναπόφευκτοι. Απληστία και ειρήνη είναι αντίθετες έννοιες. Μέχρι τον Μεσαίωνα η οικονομική συμπεριφορά καθοριζόταν από ηθικές αρχές. Ο εγωκεντρισμός που εμφανίστηκε, λόγω της απεριόριστης επιθυμίας, αποσύνεδεσε την ηθική από την οικονομία. Το οικονομικό σύστημα έγινε αυτόνομο, με συνέπεια η οικονομική ανάπτυξη να είναι ανεξάρτητη από τον άνθρωπο. Επομένως, το ερώτημα τι είναι καλό για τον άνθρωπο μετατοπίστηκε και μετατράπηκε στο τι είναι καλό για την ανάπτυξη του συστήματος. Τούτο συνέβηκε στον καπιταλισμό, αλλά αργότερα και στο κομμουνιστικό σύστημα. Αυτό, βέβαια, δικαιολογούνταν εύκολα, αφού θεωρήθηκε φυσικό ο άνθρωπος να είναι εγωκεντρικός, άπληστος και ιδιοτελής, επομένως ό,τι είναι καλό για το σύστημα είναι καλό και για τον άνθρωπο. Άρα, αν κάποιος δουλεύει για να αναπτυχθεί μια εταιρεία ή για να αναπτυχθεί ένα κράτος, το υλικό κέρδος που θα έχει ο ίδιος ατομικά είναι υποβοηθητικό στο να ταυτίζεται το οικονομικό σύστημα με τον άνθρωπο. Οι κοινωνίες που δεν λειτουργούσαν ατομικά, εγωκεντρικά και με ιδιοτέλεια θεωρήθηκαν ότι είναι πρωτόγονες και απλοϊκές. Ο άνθρωπος καταγωγικά, λόγω του φόβου και της ανασφάλειάς του, επιθυμούσε εξαρχής να καθυποτάξει τη φύση, αλλά από τον Διαφωτισμό και πέρα τα προαναφερόμενα χαρακτηριστικά του αναπτύχθηκαν λόγω της αυτονόμησής του στο νέο πολιτιστικό πλαίσιο του Διαφωτισμού σε αυτοκαταστροφική πορεία. Η επιθυμία της κατακυριάρχησης στη φύση, μέσω της βιομηχανίας και της επιστήμης, έκανε τον άνθρωπο να την αντιμετωπίσει ως εχθρό και να είναι απέναντί της και όχι μέρος αυτής όπως πραγματικά είναι.
Η διάψευση της μεγάλης υπόσχεσης, λοιπόν, προσδιορίζεται, πέρα από τις βασικές οικονομικές αντιθέσεις της βιομηχανοποίησης, από παράγοντες της ανθρώπινης φύσης που επιβλήθηκαν από το κίνημα του Διαφωτισμού και είναι ότι α) ο σκοπός της ζωής είναι η εκπλήρωση απεριόριστων επιθυμιών και ότι β) για να ικανοποιηθούν οι επιθυμίες αυτές, υλικών προδιαγραφών, απαραίτητο στοιχείο του ατόμου είναι η απληστία, ο εγωκεντρισμός και ο ατομικισμός, άρα εξορισμού όλοι οι υπόλοιποι είναι ανταγωνιστές. Και τούτο είναι φυσικό, διότι αυτό θα μας οδηγήσει στην αρμονία. Αν, δε, αυτή η ευδαιμονία επιτευχθεί με απεριόριστη παραγωγή και άρα απεριόριστη κατανάλωση σε όλους τους ανθρώπους ανεξαιρέτως, τότε θα μας οδηγήσει στην αταξική κοινωνία που είναι η ιδανική κοινωνία.
Επομένως, αναφύεται ένα σοβαρό πρόβλημα που επιζητεί άμεση λύση. Αν ο προσδιορισμός της ανθρώπινης ύπαρξης προσδιορίζεται από την κατοχή, αφού στην ύλη μόνο κατοχή μπορεί να υπάρξει, είναι πρόβλημα χαρακτηριολογικό και όχι φυσικό, που αναδεικνύεται από την αρχή του cogito ergo sum (σκέπτομαι άρα υπάρχω). Διότι η σκέψη, όταν αποσυνδέεται από το πνεύμα και γίνεται απόλυτος ορθολογισμός προς υλιστική μόνον κατεύθυνση, εξαντικειμενοποιεί και εργαλειοποιεί τα πάντα και άρα όλα γίνονται χρηστικά, προς όφελος μόνο του άπληστου εγωκεντρισμού. Τούτο, αναπόδραστα, οδηγεί στην καταστροφή του ανθρώπινου είδους.
Στο Β΄ Μέρος επιχειρώ να διερευνήσω εάν υπάρχει δυνατότητα αναστροφής της καταστροφής.