Σεβασμός και διαφύλαξη των συνόρων, υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας. Όταν οι νεοφιλελεύθερες ντιρεκτίβες και τα μνημόνια παρέκαμπταν κυνικά την εθνική σου κυριαρχία, ανεβοκατεβάζοντας τις «εθνικές» σου κυβερνήσεις και διορίζοντας task forces στα υπουργεία σου, δεν σε είδα να ολοφύρεσαι για την «εισβολή». Τώρα που την εθνική σου κυριαρχία την απειλούν, τάχα μου, τα έσχατα αυτά υποκείμενα της οδύνης, βρήκες να ξεσπαθώσεις. Αλλά έτσι ήσουν πάντα. Τσουτσέκι, γλείφτης και προσκυνημένος μπροστά στον ισχυρότερο. Τσαμπουκάς και ψευτονταής μπροστά στον ασθενέστερο. Αν θέλεις να το παίξεις εθνική κυριαρχία και πατριώτης, να αναμετρηθείς με τους ευρωπαϊκούς «θεσμούς» και με τον Ερντογάν. Όχι με τα εξαθλιωμένα αυτά όντα, που η μοναδική τους αμαρτία είναι ότι θέλουν να ζήσουν.
Είμαστε εγκλωβισμένοι. Είμαστε καθολικά ηττημένοι. Και θα ξύνουμε ολοένα και πιο βαθιά τον πάτο της ήττας, όταν για τα μείζονα προβλήματα της εξωτερικής μας πολιτικής εξακολουθούμε να παραπαίουμε ανάμεσα στον ηλίθιο και τον πανηλίθιο. Ο ένας με τον κροκοδείλιο ανθρωπισμό του, την εμετικά υποκριτική ηθικολογία του. Ο άλλος με τον κουτσαβακισμό και την αστυνομοκρατία του. Ο ένας με τον ενδοτισμό και τις γελοίες προφάσεις του απέναντι σε μία πολιτική που ο ίδιος πανηγυρικά εγκαινίασε (ποιος άνοιξε τις «ανοιχτές δομές»; Ποιος ανέχτηκε και υπέθαλψε τις Μόριες;). Ο άλλος, με την πατριδοκαπηλία και το ετοιματζίδικο νταηλίκι του κρατικού ραβδούχου. Κι έρχεσαι τώρα εσύ, να μου κουνήσεις το δάχτυλο και να μου μιλήσεις για εθνική κυριαρχία, για νόμους και για σύνορα. Εσύ, που πρώτος έτρεξες στο σούπερ-μάρκετ και έπεσες στα ζυμαρικά σαν το όρνεο, μην τυχόν και σου τα στερήσει ο κορωναβάιρος. Εσύ, ο υποχόνδριος υστερικός, που φοβάσαι τη σκιά σου και την ανάσα σου, που χέζεσαι πάνω σου μπροστά στην προοπτική μίας γρίπης, ενός πονόδοντου. Εσύ, που τα βάζεις ακόμα και με τον καιρό όταν δεν συμμορφώνεται με τα γούστα σου – έρχεσαι τώρα να μου κάνεις κήρυγμα και να πουλήσεις τσαμπουκά σε έγκυες και σε παιδάκια.
Αλλά δεν φταις εσύ. Φταίνε οι αντίπαλοί σου, που είναι ακόμα πιο απόπατος από σένα. Και πρώτος και καλύτερος εγώ – ο αναρχοάπλυτος αριστερός της διπλανής σου πόρτας· που διαπόμπεψαν την πίστη μου, που πρόδωσαν τις αξίες μου, που εξευτέλισαν την ελπίδα και τα ιδανικά μου. Κι έχω απομείνει μόνος, σε αμήχανη περιδίνηση, μην ξέροντας τι να σου απαντήσω, τι να επικαλεστώ, τι να αντιτάξω στη χυδαιότητά σου, το οποίο να έχει σάρκα και οστά.
Μηδέν, καθολική ήττα. Μακάρι να μπορούσα να γράψω κάτι διαφορετικό, μακάρι να έβλεπα από κάπου φως. Αλλά ο ηλίθιος και ο πανηλίθιος που, καθώς φαίνεται, θα διαφεντεύουν τη ζωή μου μέχρι να κλείσω τα μάτια, έχουν προ πολλού κατεβάσει όλα τα ρολά κι έχουν κλείσει όλους τους διακόπτες.