Πρέπει να είναι κανείς υπερ-αισιόδοξος για να πιστεύει ότι οι αστυνομικοί μπορούν να αλλάξουν νοοτροπία σε συνθήκες ρουτίνας στην υπηρεσία καθεστώτων που βασίζονται στην ανάθεση και την ανισότητα και, μάλιστα, σε εποχές κρίσης και γενικής καθίζησης. Γιατί οι νοοτροπίες αυτές είναι σύμφυτες με το επάγγελμα και έχουν ρίζες σε πολύ σκοτεινές περιόδους και μαύρες καταστάσεις. Η αστυνομία δεν ήταν ποτέ ένα προοδευτικό σώμα μέσα στην κοινωνία. Ήταν πάντοτε σωματοφύλακας των πιο συντηρητικών, αντιλαϊκών και αυταρχικών εξουσιαστικών μηχανισμών. Για την ακρίβεια ήταν στυλοβάτης αυτών των μηχανισμών, κρατικών και παρακρατικών. Εξ ου και η απέχθεια πολύ μεγάλης μερίδας της κοινωνίας για την αστυνομία. Από τα χρόνια της κατοχής, για να μην πάμε πιο πίσω, που δεν αντιτάχτηκε στους ναζί και ταυτίστηκε με τους χίτες, τους δοσίλογους και τους μάηδες, μέχρι τα χρόνια της δικτατορίας, που ανέλαβε με ζήλο να καταπνίξει κάθε δημοκρατική φωνή, η αστυνομία συνδέθηκε με τον τρόμο, την υποτέλεια, το χαφιεδισμό και την καταστολή. Στη μεταπολίτευση, στα πρώτα χρόνια του ΠΑΣΟΚ, φάνηκε μία προσπάθεια ενός στοιχειώδους εκδημοκρατισμού του σώματος, που εξασθένισε σταδιακά καθώς το σύστημα -με τον εκφυλισμό του ΠΑΣΟΚ και την ανασύνταξη της Δεξιάς- ανακτούσε χαμένο έδαφος.
Από τη δολοφονία του Καλτεζά το 1985 μέχρι τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου το 2008, πολλοί από τους νέους με δημοκρατικές πεποιθήσεις που είχαν καταταγεί στο αστυνομικό σώμα σύρθηκαν σε διαδικασίες εκούσιας ή ακούσιας αφομοίωσης. Όταν η χώρα εγκλωβίστηκε στην καταστροφική δίνη των μνημονίων, η ιδεολογία των ακροδεξιών βρήκε εύφορο έδαφος για να καρπίσει. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι αστυνομικοί στο σύνολό τους έχουν αλωθεί από τη Χρυσή Αυγή, αλλά αυτοί που έλκονται από το νεοφασισμό, τον εθνικισμό και το ρατσισμό δίνουν τον τόνο. Οι άλλοι, οι πιο συνετοί, που διατηρούν κάποιο σεβασμό για τους δημοκρατικούς θεσμούς, δεν έχουν το σθένος να αντισταθούν αποφασιστικά σ’ αυτό το καπέλωμα, όχι μόνο λόγω του θράσους και του τσαμπουκά των συναδέλφων τους, αλλά και γιατί είναι κι αυτοί απογοητευμένοι από την απαξίωση των πολιτικών κομμάτων. Η κατάπτωση των πολιτικών ηθών δεν αφήνει κανέναν ανεπηρέαστο. Και αυτή την κατάσταση εκμεταλλεύονται τα πιο ακραία και σκληροπυρηνικά στοιχεία μέσα στην αστυνομία. Η αυθάδης απάντηση «σε όποιον αρέσει» ενός αστυνομικού στην κριτική για την κακοποίηση του ετοιμοθάνατου Ζακ Κωστόπουλου στο πεζοδρόμιο που ψυχορραγούσε, αποτελεί την πιο σαφή απόδειξη για την κατάσταση που κυριαρχεί μέσα στο σώμα. Αστυνομικοί διαποτισμένοι με τα δηλητηριώδη αέρια της Άκρας Δεξιάς και ενθαρρυμένοι από το κλίμα ανασφάλειας και διάλυσης που επιφέρανε οι μνημονιακές πολιτικές στην κοινωνία, τις οποίες εφάρμοσαν οι διαδοχικές κυβερνήσεις υποτιμώντας όχι μόνο την οικονομική καταστροφή, αλλά και όλες τις σοβαρές παρενέργειες που αυτές προκάλεσαν, συμπεριφέρονται σαν ένστολοι κακοποιοί που έχουν εξασφαλισμένη την ατιμωρησία τους.
Κυβερνητική παθητικότητα
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν τόλμησε να σπάσει αυγά. Δεν ενθάρρυνε τις καταχρήσεις εξουσίας, αλλά δεν έκανε και καμιά βαθιά τομή στο σώμα. Οι ακροδεξιοί και οι νταήδες τον βλέπουν σαν διάλειμμα και περιμένουν την επόμενη δεξιά κυβέρνηση για να δώσουν τα ρέστα τους.
Πολύ γρήγορα, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έδειξε ότι δεν είχε σκοπό να αλλάξει τίποτα ριζικά. Επικεντρώθηκε στο να εφαρμόσει με μεγαλύτερη από τη Δεξιά συνέπεια και ταχύτητα τα μνημόνια και να διασφαλίσει τους επαίνους των Ευρωπαίων και ιδίως των Αμερικάνων. Μια βαθιά τομή στην αστυνομία προϋπέθετε μεγάλη προσπάθεια και πολλούς πονοκεφάλους. Η κυβέρνηση δεν ήθελε να εμπλακεί ούτε να έρθει σε ρήξη με νοοτροπίες και κυκλώματα. Απλά τα παρέκαμψε. Και ανέχτηκε μέρος αυτών των πρακτικών. Η ανάθεση αυτού του τόσο κρίσιμου τομέα για την ασφάλεια των πολιτών, τον εκδημοκρατισμό των σωμάτων ασφαλείας, την αναβάθμιση της δικαιοσύνης, την αντιμετώπιση των εγκληματικών συμμοριών, το ξεδόντιασμα των νεοφασιστών και την προστασία της δημοκρατίας, ακόμα και στην Παπακώστα, φανερώνει πόσο συμβιβαστικά αντιμετωπίζει ο ΣΥΡΙΖΑ τα προβλήματα μέσα στην αστυνομία.
Από την αρχή, η κυβέρνηση αχρήστευσε τις πρωτοφανείς δυνατότητες που είχε αποκτήσει για να εκδημοκρατίσει και να εκσυγχρονίσει την αστυνομία. Αφενός γιατί δεν επεξεργάστηκε κανένα τέτοιο σχέδιο, που δεν είναι απλό και δεν θα ήταν καθόλου εύκολο στην υλοποίησή του, και αφετέρου γιατί ακολουθώντας την πολιτική που επέλεξε έχασε ποσοτικά και κυρίως ποιοτικά την κοινωνική υποστήριξη και συνδρομή που είναι απαραίτητη για ένα τόσο σημαντικό εγχείρημα. Ρίχνοντας στα σκουπίδια το φιλολαϊκό πρόγραμμα που ανέδειξε τον ΣΥΡΙΖΑ και εξουδετερώνοντας την κοσμογονική κοινωνική δυναμική που βρισκόταν σε ανοδική εξέλιξη μέχρι το καλοκαίρι του 2015, απώλεσε το ηθικό προσόν που αποτελούσε το μεγαλύτερο ατού της Αριστεράς και κατεβαίνοντας πολλά επίπεδα έδωσε το φιλί της ζωής στα διεφθαρμένα πολιτικά κόμματα που βρίσκονταν σε κατάσταση αποσύνθεσης και συρρίκνωσης. Ευθυγραμμισμένος πλέον ο ΣΥΡΙΖΑ με τις εντολές και οδηγίες των δανειστών και συνταυτιζόμενος όλο και περισσότερο με τα υπολείμματα του παλιού φθαρμένου πολιτικού προσωπικού, έχασε όλα τα πλεονεκτήματα που είχε, χωρίς τα οποία –και να ήθελε- καμία ουσιαστική τομή δεν μπορεί να κάνει στα σώματα ασφαλείας. Από το επίπεδο στο οποίο έχει υποβιβαστεί, δεν μπορεί τίποτα πραγματικά ριζοσπαστικό να πραγματοποιήσει. Ο ΣΥΡΙΖΑ ηττήθηκε με πολλά αυτογκόλ και ξεδοντιάστηκε με τα ίδια του τα χέρια.
Εγκληματίες και αβανταδόροι
Πώς γίνεται μετά απ’ αυτή τη δολοφονία στη Γλάδστωνος, η οποία έχει μαγνητοσκοπηθεί, έχει ανέβει στο διαδίκτυο, προβάλλεται από τα δελτία ειδήσεων σε όλα τα κανάλια, να μην αντιλαμβάνεσαι τι έχει συμβεί και να υποστηρίζεις κάτι άλλο. Όταν το συμβάν είναι εντελώς σαφές και δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες. Γιατί δεν είναι όπως στα δικαστήρια που εμφανίζονται δέκα αυτόπτες μάρτυρες, οι οποίοι από το σοκ της στιγμής, από τον αιφνιδιασμό και την ταραχή, ή από το πνευματικό και αντιληπτικό τους επίπεδο, αφηγούνται ο ένας μετά τον άλλο με ένα διαφορετικό τρόπο το ίδιο περιστατικό που έχουν παρακολουθήσει και οι δέκα, δυσχεραίνοντας τις ανακριτικές αρχές και τις δικαστικές. Ναι, αυτό μπορεί να συμβεί και το έχει ερμηνεύσει η εγκληματολογία. Αλλά όταν έχεις πολλά βίντεο τα οποία έχουν καταγράψει απ’ όλες τις γωνίες όλο το συμβάν, τι ακριβώς έχει γίνει, από ποιους και πώς, αυτή η «μαρτυρία» είναι αναμφισβήτητη. Είναι όπως γίνεται με το VAR στα γήπεδα για τα πέναλτι. Στις περιπτώσεις αυτές, μιλάει η τεχνολογία. Δεν μπορεί να λες έχω άλλη άποψη για τα πραγματικά περιστατικά, αν δεν πουλάς τρέλα. Γι’ αυτό όλα έχουν ένα όριο. Από τη στιγμή που το ψέμα σου, η διαστρέβλωση σου, η εθελοτυφλία σου ή και η ανικανότητα σου να αντιληφθείς το πραγματικό και το αληθινό, εκδηλώνεται δημόσια και επιφέρει αποτελέσματα, αρχίζουν και οι ευθύνες σου.
Ούτε μπορείς να βγαίνεις και να λες, καλά του κάνανε οι δύο κρετίνοι που λιντσάρανε το παιδί και οι αστυνομικοί που χτυπούσαν έναν σωριασμένο στο έδαφος, ανίκανο να κινηθεί, ετοιμοθάνατο άνθρωπο! Να το γράφεις στο facebook, να στέλνεις τουίτ, να το περνάς με άμεσο ή έμμεσο τρόπο στον Τύπο, να βγαίνεις στα κανάλια της τηλεόρασης και να το υποστηρίζεις με τα λόγια ή με τη στάση σου. Σε μία πολιτισμένη κοινωνία, θα υποστείς τις συνέπειες, από την απλή ή έντονη αποδοκιμασία μέχρι την αστική και ποινική ευθύνη. Δεν έχεις δικαίωμα να εκθειάζεις το έγκλημα και δη το ειδεχθές. Θα πρέπει να υποστείς την κατακραυγή των συμπολιτών σου, να διωχθείς ποινικά από την πολιτεία και να αποζημιώσεις το θύμα, τους οικείους του και κάθε έναν που πλήττεται από το ανοσιούργημα σου.
Ακόμα και η ανοχή σ’ αυτά τα φαινόμενα, πέρα από το ότι ενθαρρύνει τους εγκληματίες, πέρα από το ότι καλύπτει δολοφόνους, αποδιαρθρώνει και καταρρακώνει εντελώς την κοινωνία. Δηλαδή, χάνεται ο μπούσουλας. Χάνονται τα κριτήρια. Προκαλείται μια τρομερή σύγχυση ανάμεσα στο καλό και το κακό. Στο σωστό και το λάθος. Στο δίκαιο και το άδικο. Και από τη στιγμή που θα χαθεί αυτός ο μπούσουλας, που είναι το μίνιμουμ στο οποίο πρέπει κανείς να συμφωνεί για να υπάρχει και να λειτουργεί προς όφελος των μελών της η κοινωνία, επέρχεται αποσύνθεση και ασυδοσία, που πάντα εξυπηρετεί την εξουσία και τις μαφίες. Όταν λειτουργούν οι κοινωνίες, με συμφωνημένες αρχές και αξίες, ακόμα και ο κακοποιός, αυτός που ληστεύει ή σκοτώνει, έχει συνείδηση της κακότητας της πράξης του. Σε μία κοινωνία η οποία χάνει αυτό το μπούσουλα, που δεν υπάρχει πια αυτό το μέτρο, αυτός που κάνει ένα έγκλημα μπορεί να θεωρεί ότι δικαιούται να το κάνει. Και από κοντά, να παρασιτούν αυτοί που από μισανθρωπισμό, φανατισμό και διαταραχή, τον σιγοντάρουν. Κάθε κοινωνία που το ανέχεται αυτό, παρακμάζει και σαπίζει.