Σκέφτηκα να αποχαιρετήσω το χρόνο που φεύγει με μια ιστορία. Με τον Σωκράτη Μαντζουράνη

Μ’ ένα «παραμύθι», αν έτσι σας είναι πιο βολικό αν και τώρα που «το κοριτσάκι με τα σπίρτα» έγινε τραγική πραγματικότητα, ποιος να τολμήσει να συναγωνισθεί τη ζωή με ένα παραμύθι.
Τέλος πάντων.
Πάμε στη Μυτιλήνη πολλά χρόνια πίσω, παραμονές Πρωτοχρονιάς του ’53 ή ’54,δεν είμαι σίγουρος.
Ήταν ένας διαβολόκαιρος, παγωνιά και βροχή.
Παιδάκι εγώ γύρω στα οκτώ, βοηθούσα τέτοιες μέρες στο μπακάλικο τον πατέρα μου.
Εκείνο το βράδυ αφού σκουπίσαμε και κλειδώσαμε τις καπάντζες, φορτώνεται ο Μαρίνος δυο ζεμπίλια και ξεκινάμε για το σπίτι.
Όμως βλέπω πως παίρνουμε άλλο δρόμο, τραβάμε κατά τη Λαγκάδα μεριά.
– Λάθος δρόμο πήραμε…
– Προχώρα.
Φτάνουμε στο Πλάτανο, ο Μαρίνος κοντοστέκεται, αφήνει κάτω από μια σκαλίτσα τα ζεμπίλια και μου λέει σιγανά:
– Άντε τώρα γρήγορα σπίτι.
Ρώτησα «γιατί αφήσαμε τα πράματα τέτοια ώρα εκεί μπαμπά;» και μου απάντησα ξερά:
– Ήταν παραγγελιά. Τα χρωστούσα και το ξέχασα. Περπάτα…
Παραήταν σοβαρός ο πατέρας και δεν ρώτησα τίποτα άλλο.
Πέρασαν περίπου δέκα χρόνια τέλειωνα το γυμνάσιο, πάλι γιορτές, τα σχολειά κλειστά και είπαμε με τη Χρυσούλα να πάμε το βραδάκι μια… βόλτα στη φύση.
Μας πιάνει μια βροχή, καρεκλοπόδαρα έριχνε, τρεχάλα να προφυλαχθούμε εμείς και χωνόμαστε σ’ ένα καφενέ εκεί στην Αλυσίδα, κοντά στις Πόρτες.
Μας καλοδέχτηκε με χαμόγελο ο καφετζής, κατάλαβε τις δυσκολίες της αγάπης ο άνθρωπος και παράγγειλα και δυο γκαζόζες για να ανταποδώσω τη φιλοξενία.
Τέλειωσε ο χαλασμός, πάω να πληρώσω ο… άρχοντας, μα πού φράγκο στην τσέπη.
– Θείο, λέω στον καφετζή, ξέρεις… τα ξέχασα τα λεφτά, θα πάω να στα φέρω, δεν είμαι μπατακτσής.
– Τίνος είσαι μουρό ’μ;
– Του Μαρίνου, του μπακάλ’ στ’ Κουμιδιά.
Κοντοστάθηκε ο άνθρωπος, υπομειδίασε, με πιάνει από τον ώμο και μου λέει:
– Άντε πηγαίνετε, πληρωμένα είναι.
-Από ποιον;
-Απ’ του πατέρα σ’. Πέτου και χαιρετίσματα.
-Από ποιόν;
-Απ’ τον καφετζή του Σκούφου. Ξέρ’ αυτός.
Γύρισα σπίτι και είπα τα καθέκαστα στο πατέρα μου, ζητώντας και εξηγήσεις μια και ποτέ δεν τον είχα δει τον άνθρωπο στο μαγαζί ή στις παρέες μας.
Ο Μαρίνος σχεδόν πρόθυμα, άρχισε να μου εξηγεί.
Ο τελευταίος αντάρτης του ΔΣΕ του νησιού ήταν ο Σκούφος και παραδόθηκε μαζί με το σύντροφό του τον Αχλιόπιτα ανήμερα της γιορτής για την απελευθέρωση της Μυτιλήνης, 9 Νοέμβρη του ’55.
Κάποιος είχε παραγγείλει στο Μαρίνο πως είχαν ανάγκη για τρόφιμα και άλλα απαραίτητα οι αντάρτες και αυτός ήταν ο λόγος που εκείνη τη βραδιά του ’53 ξεστρατίσαμε από τη συνηθισμένη μας πορεία για το σπίτι και αφήσαμε στο δρόμο τα ζεμπίλια.
– Καλά μωρέ πατέρα, εσύ πώς μπλέχτηκες σ’ αυτά; Εσύ δεν είσαι κομμουνιστής, δεν τους πολυσυμπαθείς κιόλας.
– Άσε τι είμαι. Άμα βγεις στη ζωή, ό,τι και να διαλέξεις, όποιο δρόμο και να πάρεις, πάντα να σέβεσαι και να στηρίζεις αυτούς που παλεύουν για τα ονείρατα του κόσμου.
Το ζηλεύω τούτον τον καιρό τον Μαρίνο.
Ζηλεύω αυτή τη πίστη του στη «δύναμη του ονείρου», αυτή την εμπιστοσύνη του στους γνήσιους μαχητές των λαϊκών οραμάτων, ζηλεύω τη τύχη του να έχει ελπίδα.
Αλήθεια λέω, δεν ξέρω τι φταίει και δεν ξεστρατίζουμε «από τη γνωστή διαδρομή προς το σπίτι», τι φταίει και αρνιόμαστε το «ρίσκο» που μας αναλογεί.
Εμείς φταίμε ή εκείνοι οι «παράνομοι» που λιγόστεψαν ή μήπως το «όνειρο» που έγινε πολιτικός ρεαλισμός;
Ό,τι και να φταίει, μου λείπουν απελπιστικά και ο Σκούφος και ο Μαρίνος.
Μακάρι σε όλους να λείπουν.
Καλή χρονιά να έχουμε!

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!