Του Γιώργου Μαργαρίτη. Στις 3 Δεκεμβρίου 1944 στην Πλατεία Συντάγματος, στη γωνία όπου βρίσκεται το ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία, οι παρατεταγμένοι αστυνομικοί της τότε Αστυνομίας Πόλεων υποδέχθηκαν με πυκνά πυρά την ειρηνική διαδήλωση του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου, του ΕΑΜ, που έφθανε εκεί.

Τα πυρά προέρχονταν και από το κτίριο στη γωνία της Πανεπιστημίου με τη Βασιλίσσης Σοφίας όπου τότε στεγαζόταν η Αστυνομική Διεύθυνση της πόλης – σήμερα το κτίριο αυτό δεν υπάρχει πλέον. Η κοντινή απόσταση και η ένταση των πυρών προκάλεσε μακελειό στις τάξεις των διαδηλωτών. Οι νεκροί ήσαν 27 και οι τραυματίες περισσότεροι από 140.
Στα αμέσως προηγούμενα χρόνια της ναζιστικής κατοχής αυτά τα επεισόδια ήταν σχεδόν συνηθισμένα. Η Αστυνομία Πόλεων ειδικά, επικεφαλής της οποίας ήταν ο Άγγελος Έβερτ, χρησιμοποιούσε πολύ συχνά πραγματικά πυρά για να αναχαιτίζει και να διαλύει τις διαδηλώσεις των οργανώσεων της Αντίστασης, του ΕΑΜ. Στην περίπτωση όμως της 3ης Δεκεμβρίου υπήρχε μία ουσιαστική διαφορά: η χώρα δεν βρισκόταν πλέον κάτω από την εξουσία του Άξονα και λίγες εβδομάδες νωρίτερα ο λαός της πρωτεύουσας είχε γιορτάσει την απελευθέρωσή του από αυτό ακριβώς το αιμοσταγές καθεστώς της Κατοχής.
Ενάμιση μήνα μετά τη 18η Οκτωβρίου, την άφιξη του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου στην Αθήνα και τις δεσμεύσεις που ο ίδιος ανέλαβε στην ομιλία του στην ίδια Πλατεία Συντάγματος, η πολιτική και κοινωνική κατάσταση στη χώρα εξακολουθούσε να είναι ανησυχητικά ανορθόδοξη. Στην ουσία, την πρωτεύουσα και τις μεγάλες πόλεις τις κυβερνούσε η βρετανική στρατιωτική διοίκηση του στρατηγού Σκόμπυ. Το Λονδίνο, από όπου προέρχονταν οι πολιτικοί σχεδιασμοί, βιαζόταν να «εξομαλύνει» την πολιτική λειτουργία στη χώρα, με τον τρόπο φυσικά που καταλάβαιναν ετούτη την «εξομάλυνση» στη βρετανική αυτοκρατορική πρωτεύουσα. Στην ουσία επιζητούσαν την επανάληψη του σκηνικού του 1935, την ανάσταση των παραδοσιακών αστικών κομμάτων και την επαναφορά του θεσμού της ισχυρής βασιλείας, έστω και διαμέσου ενός νέου δημοψηφίσματος. Οι κοινωνικές αλλαγές που είχε φέρει η ενδιάμεση περίοδος δοκιμασιών και αγώνων, απλά αγνοούνταν από το Λονδίνο. Οι οδηγίες που αφορούσαν το μεγάλο κίνημα της Εθνικής Αντίστασης στόχευαν πρώτα στον αφοπλισμό και μετά στην οργανωτική του αποσάρθρωση και υποταγή. Για το σκοπό αυτό ο βρετανικός στρατός επιτρεπόταν να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε μέτρο έκρινε αναγκαίο.
Παρά τις επιμέρους διαπραγματεύσεις και συζητήσεις στο πλαίσιο της κυβέρνησης «Εθνικής Ενώσεως», το βρετανικό σχέδιο προχωρούσε με ημερολογιακή ακρίβεια. Στη διάρκεια του Νοεμβρίου ενισχύθηκαν και συγκεντρώθηκαν στην ελληνική πρωτεύουσα όλες οι στρατιωτικές μονάδες και οι ένοπλοι σχηματισμοί που εχθρεύονταν το ΕΑΜ. Η 3η Ορεινή Ταξιαρχία, η μονάδα που δημιουργήθηκε με τα λίγα τμήματα που παρέμειναν πιστά στον βασιλέα κατά τις επιχειρήσεις του Απριλίου 1944 (3.400 από περισσότερους των 20.000 στρατιωτών), έφθασε στην Αθήνα προερχόμενη από την Ιταλία. Είχε σταλεί με προσωπική εντολή του Άγγλου πρωθυπουργού Τσόρτσιλ στο μέτωπο του Ρίμινι για να «ματωθεί» –κατά τη δικιά του έκφραση– και να αποκτήσει κάποια εύσημα πολεμικής εμπειρίας και δόξας. Μόλις συμπλήρωσε τον προαπαιτούμενο αριθμό των 130 περίπου νεκρών, η μονάδα αποσύρθηκε από το μέτωπο και στάλθηκε στην Αθήνα όπου οργανώθηκε μεγαλοπρεπής υποδοχή της. Το στρατόπεδό της στο Γουδή έγινε αμέσως σχεδόν κέντρο κατάταξης «εθελοντών»: ανάμεσά τους ο επιφανέστερος ήταν ίσως ο Γεώργιος Ράλλης, γιος του κρατούμενου τότε τελευταίου κατοχικού πρωθυπουργού, του Ιωάννη Ράλλη… Ταυτόχρονα το «αφοπλισμένο» προσωπικό των Ταγμάτων Ασφαλείας (των οργανωμένων από τους Γερμανούς ενόπλων αντικομμουνιστικών σωμάτων της «Ελληνικής Πολιτείας», του καθεστώτος της Κατοχής) συγκεντρωνόταν στην Αθήνα ενώ τα μέλη των «εθνικών οργανώσεων –πολλά από αυτά με περγαμηνές δωσιλογισμού– οργανώνονταν σε στρατιωτικές μονάδες και τοποθετούναν σε στρατηγικά σημεία στο κέντρο της πρωτεύουσας.
Μόλις οι προετοιμασίες αυτές συμπληρώθηκαν, ο στρατηγός Σκόμπι ζήτησε με τελεσίγραφο τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ και της Πολιτοφυλακής μέσα στις πρώτες ημέρες του Δεκεμβρίου. Ο αφοπλισμός αυτός, αν και περιελάμβανε όλα τα «εθελοντικά σώματα», θα ήταν ουσιαστικά μονομερής καθώς πέρα από τον υπό διάλυση ΕΔΕΣ (του οποίου τα στελέχη μεταφέρονταν επίσης στην Αθήνα), όλα τα υπόλοιπα ένοπλα σώματα που εχθρεύονταν το ΕΑΜ θα έμεναν ανέπαφα: αυτό αφορούσε τόσο την Ορεινή Ταξιαρχία και τους γύρω από αυτήν εθελοντές όσο και τους «επιστρατευμένους» των «εθνικών οργανώσεων», τη Χωροφυλακή και την Αστυνομία. Ταυτόχρονα, οι δήθεν έγκλειστοι «ταγματασφαλίτες» πυροβολούσαν αρκετά συχνά, με τρόπο ώστε κανείς λογικός παρατηρητής να μην πιστεύει στον «αφοπλισμό» τους.
Το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο απέρριψε το τελεσίγραφο του στρατηγού Σκόμπι, οι υπουργοί του στην κυβέρνηση Παπανδρέου παραιτήθηκαν, και οργάνωσε τη μεγάλη διαδήλωση διαμαρτυρίας την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου. Αυτή ήταν η διαδήλωση που αιματοκυλίστηκε.
Οι συγκρούσεις γενικεύθηκαν από την επόμενη ημέρα, 4 Δεκεμβρίου. Ο ΕΛΑΣ αφόπλισε τα περισσότερα στρατιωτικά τμήματα της πόλης και επιτέθηκε στους ενόπλους της οργάνωσης «Χ» του Γρίβα στο Θησείο. Από εκείνη την ημέρα άρχισε μία σκληρή αναμέτρηση που κράτησε τριαντατρείς ολόκληρες μέρες: η Μάχη της Αθήνας.

Ο ΕΛΑΣ πολέμησε σε αυτή τη μάχη κυρίως με τις δυνάμεις του εφεδρικού ΕΛΑΣ της πρωτεύουσας και του Πειραιά, περίπου έξι χιλιάδες ενόπλους που ανανεώνονταν στη διάρκεια των μαχών – όσο τα υπάρχοντα όπλα και ο κακός εφοδιασμός το επέτρεπαν. Ταυτόχρονα, από την επαρχία ήρθαν στρατιωτικές μονάδες του ΕΛΑΣ, όπως η 2η Μεραρχία της Αττικοβοιωτίας, η 13η Μεραρχία της Στερεάς, στοιχεία της Ταξιαρχίας ιππικού και μονάδες του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου. Η μεταφορά πρόσθετων ενισχύσεων από πιο μακριά δεν έγινε δυνατή καθώς οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ υπέφεραν από ανεπαρκή εφοδιασμό και από την απουσία μέσων μεταφοράς.
Από την άλλη πλευρά, οι Βρετανοί προκάλεσαν την έκπληξη ολόκληρου του κόσμου –συμπεριλαμβανομένης ίσως και της ηγεσίας του ΕΛΑΣ, του ΕΑΜ και του ΚΚΕ– αναλαμβάνοντας, μεσούντος του πολέμου, μία ευρύτατης κλίμακας εκστρατεία ενάντια στον ΕΛΑΣ. Εκτός από τις στρατιωτικές δυνάμεις που ήταν ήδη παρούσες στην πόλη στην αρχή του Δεκεμβρίου (την 2η Ταξιαρχία Αλεξιπτωτιστών, την 23η Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία και στοιχεία ινδικών στρατευμάτων και υπηρεσιών), έστειλαν στην Αθήνα, χρησιμοποιώντας κάθε δυνατό μέσο, την 46η Βρετανική Μεραρχία, την 4η Ινδική Μεραρχία και στοιχεία της 5ης, την 4η Βρετανική Μεραρχία και πρόσθετες μονάδες τεθωρακισμένων. Συνολικά στάλθηκαν στην Ελλάδα εκατό περίπου χιλιάδες Βρετανοί στρατιώτες – ακριβώς διπλάσιοι απ’ όσους είχαν έρθει το 1941 για να βοηθήσουν την μαχόμενη ενάντια στον Άξονα Ελλάδα. Ταυτόχρονα εξόπλισαν και οργάνωσαν στρατιωτικά –ως Εθνοφυλακή– το σύνολο των προερχόμενων από τα Τάγματα Ασφαλείας και τους άλλους δωσιλογικούς σχηματισμούς ανδρών. Στη διάρκεια των μαχών οι Βρετανοί χρησιμοποίησαν αεροπλάνα (καταδιωκτικά Σπιτφάιρ, μαχητικά Μποφάιτερς, αλλά και μέσα βομβαρδιστικά Ουέλιγκτον!) με ρουκέτες, βόμβες και πολυβόλα ενάντια στις θέσεις του ΕΛΑΣ, αλλά και σε τυφλά χτυπήματα ενάντια στις λαϊκές συνοικίες. Το ίδιο έπραξαν και τα πυροβόλα των πολεμικών πλοίων στον Πειραιά ή στο Φάληρο, ενώ ισχυρό πυροβολικό εγκατεστημένο στην Ψυττάλεια πραγματοποιούσε ισχυρούς βομβαρδισμούς στην πόλη. Σε πολλά σημεία οι συγκρούσεις πήραν επική μορφή, όπως στου Μακρυγιάννη, στην Καισαριανή, στου Γκύζη, στην Καστέλλα του Πειραιά ή στη Δραπετσώνα όπου ο ΕΛΑΣ αντιμετώπισε με επιτυχία μεγάλης έκτασης αποβατική επιχείρηση των Βρετανών.
Οι υπερασπιστές του Λόφου της Καστέλλας στον Πειραιά ή του εργοστασίου Φιξ στη Συγγρού (σημερινό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης – υπό ανακατασκευή) σκοτώθηκαν ώς τον τελευταίο υπερασπίζοντας τις θέσεις τους. Την ημέρα των Χριστουγέννων ο ίδιος ο Βρετανός πρωθυπουργός Τσόρτσιλ ήρθε στην Αθήνα για να διαπιστώσει την κατάσταση και να δώσει οδηγίες σε Βρετανούς και Έλληνες ιθύνοντες. Οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν και οι μάχες συνεχίστηκαν ως τις 5 με 6 Ιανουαρίου του 1945, όταν ο όγκος των βρετανικών μηχανοκινήτων αλλά και η εξάντληση των εφοδίων και των πυρομαχικών υποχρέωσαν τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ να εγκαταλείψουν την πόλη και να υποχωρήσουν προς τα βόρεια.
Η ανακωχή που υπογράφηκε τότε οδήγησε στη Συμφωνία της Βάρκιζας ανάμεσα στο ΕΑΜ, το ΚΚΕ και τη νέα κυβέρνηση του αντιβασιλέα Δαμασκηνού και του Νικόλαου Πλαστήρα που είχε στο μεταξύ αντικαταστήσει τον Γεώργιο Παπανδρέου.
Ο αριθμός των θυμάτων της μάχης της Αθήνας είναι δύσκολο να προσδιοριστεί καθότι γύρω από αυτόν στήθηκε ένας πρωτοφανής προπαγανδιστικός σχεδιασμός. Τα πτώματα των θανόντων και σκοτωμένων στη διάρκεια της μάχης είχαν ταφεί σε διάφορα σημεία της πόλης, καθώς δεν ήταν δυνατή η μεταφορά τους σε νεκροταφεία. Την επομένη της λήξης των συγκρούσεων ξεκίνησε μαζική επιχείρηση εκταφής των πτωμάτων αυτών και έκθεσή τους σε κοινή θέα – «προς αναγνώρισιν».
Σχεδόν το σύνολο των εκταφέντων πτωμάτων αποδόθηκε αρχικά σε «σφαγιασθέντες υπό των κομμουνιστών» και πάνω σε αυτό άρχισαν ευθύς αμέσως ποινικές διώξεις ενάντια στους «δημίους», ενάντια σε αγωνιστές του ΚΚΕ και του ΕΛΑΣ δηλαδή. Μερικοί από αυτούς χρεώθηκαν ως και 300 θανάτους έκαστος… Μέσα σε κλίμα γενικής υστερίας πιστώθηκαν ως και εκατό χιλιάδες «αγρίως σφαγιασθέντες» στη δράση του ΚΚΕ. Το «αγρίως» το 1945 αναφερόταν στο μαχαίρι και στο τσεκούρι ενώ λίγα χρόνια αργότερα η μέθοδος σφαγής προσαρμόστηκε, καθώς «ανακαλύφθηκε» από την δεξιά το «κονσερβοκούτι»!!!
Προφανής στόχος αυτής της εκστρατείας ήταν η υπονόμευση και η ακύρωση της οποιασδήποτε συμφωνίας θα υπογραφόταν ανάμεσα στην κυβέρνηση Πλαστήρα και στο ΕΑΜ – ΚΚΕ. Ακόμα και όταν η ιατροδικαστική υπηρεσία τον Μάιο (στην υπηρεσία αυτή επιφανές στέλεχος ήταν ο βασικός ιατροδικαστής της χούντας, ο Καψάσκης, που έβρισκε «φυσιολογικούς» όλους τους θανάτους από βασανιστήρια ή δολοφονίες –Μανδηλαράς, Τσάπμαν κ.λπ.) δήλωσε ότι «μόνο» 1.700 νεκροί μπορούν να αποδοθούν σε εκτελέσεις, η πτωματολογία δεν κόπασε. Εφευρέθηκε μάλιστα το πρόσχημα της «ηθικής αυτουργίας», σύμφωνα με το οποίο οποιοδήποτε μέλος του ΚΚΕ ή του ΕΑΜ μπορούσε να δικαστεί για όποιον πραγματικό ή υποτιθέμενο φόνο έγινε στα Δεκεμβριανά ή την Κατοχή. Κάπως έτσι η Συμφωνία της Βάρκιζας έμεινε κείμενο κενό περιεχομένου και η Ελλάδα μπήκε στο δρόμο προς τον εμφύλιο πόλεμο.

[Αναδημοσίευση]

* Ο Γιώργος Μαργαρίτης είναι καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής και Κοινωνικής Ιστορίας στο ΑΠΘ

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!