Μια «φυσιολογική» εξέλιξη που δεν αξίζειούτε θριαμβολογίες ούτε καταστροφολογίες. Του Κώστα Μελά

Δεν γνωρίζουμε ότι, πράγματι, η περίοδος που άρχισε τον Απρίλιο 2010 (όταν η Ελλάδα δεν μπορούσε να αναχρηματοδοτήσει το χρέος της μετά την άρνηση των αγορών να την χρηματοδοτήσει) κλείνει τώρα, επειδή θα δανειστούμε 2-3 δισ. ευρώ για 5ετία με 5,0% επιτόκιο, ενώ το δημόσιο χρέος είναι 321 δισ. (175,5% του ΑΕΠ). Όμως, με βάση το πώς λειτουργεί το Παγκόσμιο Χρηματοπιστωτικό Σύστημα (ΠΧΣ) θα έλεγα ότι πρόκειται για «φυσιολογική» εξέλιξη η οποία δεν αξίζει ούτε θριαμβολογίες ούτε καταστροφολογίες. Προφανώς η έξοδος επιταχύνθηκε για πολιτικούς λόγους. Αυτό, νομίζω, είναι κοινά αποδεκτό.
Γιατί όμως θεωρώ ότι πρόκειται για μια «φυσιολογική» εξέλιξη στο πλαίσιο του ΠΧΣ; Σύμφωνα με όλες τις πρόσφατες μελέτες, οι χώρες οι οποίες έχουν «στερηθεί» για διάφορους λόγους την πρόσβαση στις χρηματοπιστωτικές αγορές (Χ.Α.) επανέρχονται σε αυτές μετά από περίοδο 3-5 ετών, αφού βεβαίως προβούν σε μια «λελογισμένη» προσαρμογή της οικονομίας τους στις απαιτήσεις των Χ.Α. Η ροή των κεφαλαίων υπακούει σε πλανητικούς παράγοντες και μπορεί, σε πάρα πολλές περιπτώσεις, να είναι απολύτως ακατάλληλη για τις νομισματικές συνθήκες διαφόρων χωρών. Για ορισμένες χώρες μπορεί να οδηγήσει σε υπερβολική πιστωτική επέκταση και σε δημιουργία φούσκας η οποία είναι ο προθάλαμος της κρίσης, και σε άλλες να στερεί τη δυνατότητα πρόσβασης στη διεθνή ρευστότητα, οδηγώντας την επίσης στην κρίση. Η ύπαρξη όμως αυτού του χρηματοπιστωτικού κύκλου αποτελεί, εκ των πραγμάτων, σαφέστατο εξωτερικό περιορισμό και κανείς δεν μπορεί να τον αγνοήσει. Παράλληλα, σημαντικό ρόλο στην επιτάχυνση/επιβράνδυση της «επιστροφής» παίζει η υπάρχουσα προς διάθεση ρευστότητα η οποία χρειάζεται κάπου να τοποθετηθεί ώστε να αποδώσει.

Η ευνοϊκή συγκυρία
Η συγκυρία στις διεθνείς αγορές είναι εξαιρετικά ευνοϊκή. Υπάρχουν πλήθος κεφαλαίων τα οποία επιζητούν υψηλές αποδόσεις με σχετική ασφάλεια λόγω της χαλαρής νομισματικής πολιτικής των κεντρικών τραπεζών αλλά και της απόσυρσης μεγάλου όγκου κεφαλαίων από τις αναδυόμενες αγορές. Υπολογίζονται περίπου σε 9 τρισ. δολάρια τα ομόλογα των αναδυομένων αγορών τα οποία εκποιήθηκαν το τελευταίο έτος. Ήδη στις Χ.Α. «επιστρέφουν» σειρά χωρών που είχαν «πτωχεύσει» τα τελευταία 5-6 έτη. Μεταξύ αυτών αναφέρω το Πακιστάν, ενώ πρόκειται σύντομα να επιστρέψουν: η Παπούα Νέα Γουινέα, το Μπαγκλαντές και το Μπουτάν. Ακόμη και ο Ισημερινός είναι έτοιμος να ζητήσει 700 εκ. δολάρια στο άμεσο μέλλον.
Η απόδοση του ελληνικού ομολόγου είναι πολύ καλή για τους επενδυτές οι οποίοι αισθάνονται, επιπλέον, εξαιρετική ασφάλεια αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι η έκδοση διέπεται από το Αγγλικό Δίκαιο. Παράλληλα, η… έξοδος «είχε προετοιμαστεί καλά», κάτι που με απλά λόγια σημαίνει ότι οι ανάδοχοι θα εξασφάλιζαν τουλάχιστον την κάλυψη μεγάλου μέρους του δανείου. Εξάλλου, η λίστα των αναδόχων επιβεβαιώνει το σενάριο αυτό, αφού ανάμεσα στις έξι τράπεζες που ανέλαβαν την έκδοση, συγκαταλέγονται τέσσερα αμερικανικά ονόματα. Πρόκειται για τις Bank of America Merrill Lynch, Goldman Sachs, JP Morgan και Morgan Stanley.

Τρεις προϋποθέσεις
Η στατική απεικόνιση της κατάστασης που απορρέει από την «ελεγχόμενη έξοδο» στις αγορές κεφαλαίων δεν θα αποκτήσει την πρέπουσα οικονομική σημασία, αν δεν συνοδευθεί από τρεις συγκεκριμένες εξελίξεις:
Η πρώτη αφορά στο κατά πόσον η ασκούμενη οικονομική πολιτική θα αποκτήσει κάποιο βαθμό ελευθερίας, αυτή καθαυτή.
Προφανώς η κυβέρνηση πρέπει να εξηγήσει πού και πώς θα χρησιμοποιήσει τα συγκεκριμένα δάνεια-κεφάλαια.
Η δεύτερη αφορά στο κατά πόσον αυτή η πράξη θα συνοδευθεί από τη σταδιακή επαναφορά των ελληνικών επιχειρήσεων στη θέση του «ευυπόληπτου δανειζόμενου» μειώνοντας ουσιαστικά τον κίνδυνο χώρας και δίνοντας στις ελληνικές επιχειρήσεις τη δυνατότητα αποκατάστασης των «πιστοληπτικών γραμμών» με τις συνεργαζόμενες επιχειρήσεις του εξωτερικού. Με απλά λόγια, θα διευκολύνει στην αύξηση της ανύπαρκτης ρευστότητας της οικονομίας.
Και η τρίτη από τη διατηρησιμότητα της δυνατότητας εξόδου στις αγορές με «λογικό» κόστος χρήματος, κάτι που αναμένεται να σπρώξει προς τα κάτω το κόστος των εναλλακτικών τρόπων δανεισμού (έντοκα δημοσίου).
Σχετικά με την πρώτη, παρ’ ότι θεωρητικά θα μπορούσε να δημιουργηθεί κάποιος βαθμός ελευθερίας, κυρίως ως προς τη χρήση των νέων δανειακών κεφαλαίων, μέχρι σήμερα η κυβέρνηση δεν έχει προβεί σε καμία ανακοίνωση για τη χρήση των συγκεκριμένων κεφαλαίων.
Σχετικά με τη δεύτερη, θα πρέπει να περιμένουμε να δούμε τις συγκεκριμένες αντιδράσεις οι οποίες, όμως, εξαρτώνται και από άλλους σημαντικούς παράγοντες (όπως η μεγέθυνση του ΑΕΠ και πάνω από όλα οι πολιτικές εξελίξεις της χώρας).
Τώρα για την τρίτη, αν υπάρξουν προβλήματα στην πορεία και η χώρα δεν μπορέσει να τα καταφέρει (γεγονός όχι απίθανο), τότε θα χρειαστεί τη στήριξη του ευρωπαϊκού μηχανισμού ESM προκειμένου να βγαίνει στις αγορές μόνο για μικρά ποσά. Υποστήριξη του ESM σημαίνει ότι θα έχουμε μια ανοικτή γραμμή πίστωσης από αυτόν, ώστε να μας χρηματοδοτεί αν και εφόσον δεν μπορέσουμε κάποια φορά να δανειστούμε από τις αγορές. Αυτή η στήριξη, η γραμμή πίστωσης από τον ESM, προϋποθέτει νέο Μνημόνιο και τακτικούς ελέγχους – όπως σήμερα.
Ένα ακόμη σημείο προς προσεκτική αξιολόγηση αποτελεί η επίδραση που θα έχει η έξοδος στις Χ.Α. στην αναγκαία όσο ποτέ αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους της χώρας.
Εν κατακλείδι, καμία πρόσβαση στις Χ.Α. δεν θα λύσει από μόνη της τα σημαντικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. Χρειάζεται η χάραξη οικονομικής πολιτικής που εκμεταλλευόμενη όλους τους προκύπτοντες βαθμούς ελευθερίας να οδηγήσει σταδιακά αλλά σταθερά τη χώρα έξω από το τέλμα που ευρίσκεται.

* Ο Κώστας Μελάς είναι πανεπιστημιακός

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!