Τα γεγονότα δεν είναι ακατάγραπτα. Ούτε το τι ακριβώς συνέβη εκείνη τη νύχτα, ούτε το ποιο ήταν το γεωπολιτικό περίγραμμα, ούτε το τι επακολούθησε. Παρ’ όλ’ αυτά, το όλο «συμβάν», του οποίου το πογκρόμ των ολίγων ωρών της 6ης προς την 7η Σεπτεμβρίου αποτελεί κορύφωση, εγκιβωτίστηκε ιστορικά αφού προηγουμένως του αφαιρέθηκαν ή αμβλύνθηκαν όλες οι ενοχοποιητικές αιχμές που αφορούσαν βασικούς «παίκτες».

Στον ελληνικό Τύπο υπήρξε άμεση κάλυψη, με πολλές συγκλονιστικές φωτογραφίες από τις καταστροφές και μαρτυρικές αφηγήσεις αυτοπτών. Αλλά κι αυτό δεν κράτησε για πολύ. Μέχρι το τέλος του χρόνου το «θέμα» είχε περάσει στις πίσω σελίδες ή αναφερόταν σποραδικά. Στον διεθνή Τύπο, η κάλυψη ήταν μάλλον περιορισμένη. Ούτε οι τρομακτικές καταστροφές εκκλησιών, μνημείων, σκευών και εικόνων ανυπολόγιστης ιστορικής, θρησκευτικής και καλλιτεχνικής αξίας, δεν συγκίνησαν τους Δυτικούς. Οι μεγάλες αμερικάνικες εφημερίδες, με παγκόσμια εμβέλεια και επιρροή, σχεδόν αγνόησαν το «συμβάν» και οι αγγλικές το διαχειρίστηκαν με το γνωστό βρετανικό φλέγμα που ενεργοποιείται κάθε φορά που οι βρετανοί ιθύνοντες βγάζουν την ουρά τους απ’ έξω. Όποιες ανταποκρίσεις αναφέρονταν στις καταστροφές, δεν έθιγαν τη βρετανική ευθύνη.

Από τους Ελλαδίτες υπήρξαν αντιδράσεις με ψηφίσματα καταγγελίας του πογκρόμ που εκδώσανε πολλά δημοτικά συμβούλια, επαγγελματικές ενώσεις, εκπαιδευτικά ιδρύματα κ.ά. Αλλά κι αυτό το κύμα εξέπνευσε συν τω χρόνω. Μόνο για τους Κωνσταντινουπολίτες η πληγή παρέμενε ανοιχτή και οδυνηρή.

Τα κείμενα που περιλαμβάνονται στον τόμο «1955 Σεπτεμβριανά» που διανεμήθηκε μαζί με «Τα Νέα» (8 Σεπτ. 2018), είναι αντιπροσωπευτικά. 300 σελίδες με άρθρα, σχόλια και ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκαν στο «Βήμα» και «Τα Νέα» μεταξύ 6 Σεπτεμβρίου 1955 και 2 Μαΐου 1957, εκθέτουν ανάγλυφα το πολιτικό γίγνεσθαι της εποχής. Οι εφημερίδες τότε έπαιζαν το σημαντικότερο ρόλο στην ενημέρωση.

Βασικοί παράγοντες του «συμβάντος», οι οποίοι στα χρόνια που ακολούθησαν υπέστησαν εξωραϊστική αποφλοίωση, αναδεικνύονται ξεκάθαρα μέσα από τα δημοσιεύματα παρ’ όλο που οι εκφράσεις που χρησιμοποιούνται είναι κατά κανόνα σκοπίμως απονευρωμένες.

 

Η Αγγλία και το Κυπριακό

Ενώ όλοι οι παροικούντες αντιλαμβάνονται το ρόλο της Αγγλίας στη σκηνοθεσία της έντασης, με αιχμή το Κυπριακό ζήτημα, οι πολιτικοί είναι φειδωλοί στις εκφράσεις τους. Κάποιες νύξεις για «βρετανικό δάκτυλο», «υποκρισία» και «συμπαιγνία», «υποδαύλιση» της αναταραχής, «αποικιακή» συμπεριφορά, «συγκάλυψη» των υπευθύνων και «κακοήθη» πολιτική, που περιλαμβάνονται σε ψηφίσματα φορέων, δεν κυριαρχούν στον επίσημο πολιτικό λόγο και χάνονται μέσα στον ωκεανό των λέξεων.

Οι ελληνικές κυβερνήσεις αγγίζουν προσεκτικά την Αγγλία, ενώ δεν αγγίζουν καθόλου τις ΗΠΑ. Και, βέβαια, ουδεμία σκέψη για καταγγελία του βρώμικου ρόλου τους. Ευτυχώς, διάφορες συλλογικότητες λένε –έστω συνοπτικά- τα πράγματα με το όνομά τους, ειδικά για τους Άγγλους. Η Ένωσις Συντακτών Αθηναϊκού Τύπου «στιγματίζει τα τουρκικά εγκλήματα, τα οποία υπεδαύλισεν η Μεγάλη Βρεττανία διότι η Ελλάς διεκδίκησεν υπέρ της Κύπρου το δικαίωμα της αυτοδιαθέσεως». Το ψήφισμα του Δήμου Αθηναίων, με δήμαρχο τον Παυσανία Κατσώτα, μιλάει «για αποτρόπαια εγκλήματα που αμαυρώνουν τον πολιτισμόν και αποκαλύπτουν την συμπαιγνίαν και υποκρισίαν των Άγγλων και Τούρκων» και η ανακοίνωση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος κατηγορεί την Αγγλία, εμμέσως πλην σαφώς: «…το επίκεντρον των προπαρασκευασμένων σχεδίων δια την εκρίζωσιν της Ορθοδοξίας δεν ήτο η Τουρκία, αλλά η χώρα εκείνη η οποία παρουσιάζεται ως εξυπηρετούσα την παγκόσμιον ειρήνην και την ασφάλειαν της Μεσογείου, δια της συνεχίσεως της εις Κύπρον ξενικής κατοχής.» Το άρθρο του Α. Δημάκου, την επομένη των γεγονότων, είναι από τα πρώτα στα οποία επισημαίνεται «η πλεονάζουσα πανηγυρική εκδήλωσις» για την «συγκάλυψιν της πλήρους αγγλοτουρκικής συμπράξεως» κατά την Τριμερή Διάσκεψη του Λονδίνου -που έληξε με το πογκρόμ στην Πόλη- προκαλώντας ικανοποίηση «δια την επιτυχίαν της αγγλικής πολιτικής». Όμως, τη σκηνοθεσία της Τριμερούς, φαίνεται ότι δεν την αντιλήφθηκαν εγκαίρως και δεν την αποδοκιμάζουν οι δύο διαδοχικοί πρωθυπουργοί, Παπάγος και Καραμανλής, και οι υπουργοί Εξωτερικών Στεφανόπουλος και Θεοτόκης.

Ακόμα κι από την μακρινή Κίνα, η «Λαϊκή Ημερησία» κάνει λόγο για «πρωτοβουλία της βρεττανικής διπλωματίας για να εξαναγκασθεί η Ελλάς να δεχθή την παράτασιν του βρεττανικού ζυγού επί του κυπριακού λαού». Αλλά η γαλλική «Ωρόρ» είναι ακόμα πιο σαφής όταν δια του αρθρογράφου της Ανρύ Μπεναζέ καταγγέλλει την βρεττανική μυστική υπηρεσία Ιντέλιτζενς Σέρβις «ως πραγματικόν εμπνευστήν των αποτροπιαστικών ανθελληνικών εκτρόπων της Κωνσταντινουπόλεως και της Σμύρνης». Ενώ η «Φρανς Σουάρ», καλά πληροφορημένη, προαναγγέλλει το σχέδιο της Μ. Βρεττανίας «να απομακρύνη τον Αρχιεπίσκοπον Μακάριον εκ Κύπρου». Το αίτημα που διατυπώνει στο ψήφισμα της η Διοικούσα Επιτροπή του Συλλόγου του Πανεπιστημίου Αθηνών για «διακοπή των διπλωματικών σχέσεων με την Αγγλία και την Τουρκία» που ακούγεται ως λογικό και αναγκαίο μετά από ένα τόσο μεγάλο καταστροφικό γεγονός σε βάρος των Ελλήνων, ήταν εντελώς έξω από τις προδιαγραφές της πολιτικής ηγεσίας, η οποία προσπαθούσε να μπαλώσει την κατάσταση με ρητορείες και ρηματικές διακοινώσεις. Ακόμα και στο άχρωμο Συμβούλιο της Ευρώπης όπου παραπέμφθηκε η υπόθεση για τις τουρκικές ωμότητες, η ελληνική κυβέρνηση δέχτηκε να συμμετάσχει και η Αγγλία με 6 ομιλητές, οι οποίοι μαζί με τους 6 Τούρκους υπερκάλυπταν την ελληνική συμμετοχή.

Οι Αμερικάνοι ένιψαν τα χείρας

Με τους Άγγλους στην επίθεση λόγω Κυπριακού, ο Παπάγος, η κυβέρνηση και ο «Ελληνικός Συναγερμός» δεν έπρεπε να είναι σε κάποιου είδους ετοιμότητα και επιφυλακή; Τι σόι στρατάρχης ήταν; Όχι μόνο γιατί οι μηχανορραφίες των συμμάχων μας ήταν γνωστές τοις πάσι, αλλά και γιατί οι αναμίξεις τους στα εθνικά μας ζητήματα ήταν ήδη μνημειώδεις, έστω κι αν αυτές ήταν προς όφελος της εθνικοφρόνου παρατάξεως που εκπροσωπούσε ο πρόεδρος της κυβερνήσεως. Οι Άγγλοι ανέκαθεν επιβάλλονταν δια του «διαίρει και βασίλευε» ακόμα και μεταξύ «φίλων». Επιπλέον, δεν θα δίσταζαν να κάνουν μια χοντρή νίλα στον Παπάγο από τη στιγμή που είχε κοντραριστεί μαζί τους υπέρ των «Κυπρίων αδελφών» που διεκδικούσαν την αυτοδιάθεσή τους. Βέβαια, ο Παπάγος, που ήταν ο εκλεκτός εν Ελλάδι των Αμερικάνων, θα υπολόγιζε (εσφαλμένα) ότι οι καινούργιοι πανίσχυροι κηδεμόνες θα του παρείχαν μια ομπρέλα προστασίας όχι μόνο απέναντι στους κομμουνιστές, αλλά απέναντι και στους Άγγλους που με κρύα καρδιά παρέδιδαν τα κομμάτια της παγκόσμιας επικράτειας τους στις ΗΠΑ.

Ο Παπάγος ήταν στην εξουσία επειδή οι Αμερικάνοι είχαν καταφέρει με τα αεροπλάνα, τις βόμβες ναπάλμ και όλο τον σύγχρονο πολεμικό εξοπλισμό, συν τους στρατιωτικούς και τα δολάρια που διέθεσαν, να χαρίσουν τη νίκη στον «εθνικό στρατό» που από μόνος του μάλλον δεν θα μπορούσε να νικήσει το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας που ήταν ισχυρός και λαοφιλής έχοντας στις τάξεις του τους ήρωες του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ που αναδείχτηκαν στον αγώνα ενάντια στους φασίστες κατακτητές. Αλλά οι Αμερικάνοι, ελέγχοντας απολύτως και με το ραβδί στο χέρι την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία στην Ελλάδα, την χρησιμοποιούσαν σαν ένα βολικό πιόνι στα γενικότερα σχέδια τους, που συνοψίζονταν σ’ αυτό που αποκλήθηκε Ψυχρός Πόλεμος. Οι Άγγλοι ήταν ο σημαντικότερος εταίρος τους. Και μ’ αυτά τα δεδομένα, ό,τι και να έκανε η Τουρκία εναντίον των Ελλήνων δεν θα ήταν αρκετό για να επιτρέψουν οι Αμερικάνοι να διαταραχτεί η σταθερότητα της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Εξάλλου, η Τουρκία όχι μόνο είχε γεωπολιτικά μεγαλύτερη στρατηγική αξία, αλλά είχε και μια στρατιωτικοπολιτική εξουσία που δεν ήταν διορισμένη –άρα καθυποταγμένη- από τους Αμερικάνους. Οπότε, η Ελλάδα έπρεπε να καταπιεί το πικρό ποτήρι στα γρήγορα, κάνοντας συνεχώς οπισθοχωρήσεις, χωρίς να υπάρχει κανένας να την παρηγορήσει.

Τα δημοσιεύματα της εποχής το επιβεβαιώνουν, όπως το επιβεβαιώνουν όλες οι ενέργειες, οι παραλείψεις μάλλον, των Αμερικάνων. Μάταια περίμενε ο Παπάγος κάποιο υποστηρικτικό ανακοινωθέν από την Ουάσιγκτον που θα του επέτρεπε να ελπίζει σε κάποιες υποχωρήσεις της Τουρκίας, αλλά να του προσφέρει και ένα άλλοθι απέναντι στον ελληνικό λαό για το φιάσκο που είχε υποστεί. «Ουδέν σχόλιον» από τις ΗΠΑ, γράφουν οι εφημερίδες. Το ίδιο και από την πλευρά του ΝΑΤΟ. Όλοι οι σύμμαχοι άφαντοι. Ενώ ο επικεφαλής της τουρκικής αντιπολίτευσης Ισμέτ Ινονού χαρακτήριζε ως παλαιός συνεργάτης του Κεμάλ «συμφοράν για την Τουρκία» ό,τι είχε συμβεί στην Πόλη και τη Σμύρνη, οι ελληνικές εφημερίδες με την πάροδο των ημερών έγραφαν «με θλίψιν ο ελληνικός λαός διαπιστώνει ότι ο αμερικανικός Τύπος δεν ευρήκε μέχρι στιγμής ούτε μίαν λέξιν δια να εκφράσει την συμπάθειαν του προς τα θύματα της βαρβάρου τουρκικής επιδρομής». Το ίδιο προσδοκούσαν και οι πολιτικοί, οι οποίοι ώρα με την ώρα και μέρα με τη μέρα ανέμεναν μια χειρονομία καλής θέλησης από τους «ηγέτες του ελεύθερου κόσμου». «Δεν έπρεπε να είχε διαταχθεί η μεταφορά του εις Σμύρνην Αρχηγείου του ΝΑΤΟ εις άλλην χώραν;» και «πώς ανέχεται ο στρατηγός Γκρούντερ να απειλούνται και να λεηλατούνται αξιωματικοί διαπιστευμένοι στον Οργανισμόν του οποίου προΐσταται;». «Και τι είδους στρατιωτική ηγεσία είναι αυτή η οποία ανέχεται να προπηλακίζωνται και να εξευτελίζωνται οι αξιωματικοί των επιτελείων της;»

Ρητορικά, βέβαια, τα ερωτήματα, γιατί κανένας Αμερικάνος δεν θα έμπαινε στον κόπο να δώσει απαντήσεις στους Έλληνες. Ο τσαλακωμένος στρατάρχης κατάπιε την προσβολή και έγραψε στον Αμερικάνο υπουργό Εξωτερικών Φόστερ Ντάλλες «Η υφ’ υμών γενομένη διαπίστωσις σχετικώς με την αποκατάστασιν της ενότητος της Βορειοατλαντικής Κοινότητος, η οποία είναι η βάσις της κοινής μας ασφαλείας, μας ευρίσκει συμφώνους και έχομεν πλήρη συναίσθησιν της αποστολής και των υποχρεώσεων εις την περιοχήν της Μεσογείου, όπου η Ελλάς έχει επανειλημμένως προσφέρει μεγάλας θυσίας. Δεν λησμονούμεν επίσης και τα όσα οφείλομεν εις τας Ηνωμένας Πολιτείας της Αμερικής, αι οποίαι κατέστησαν εις ημάς δυνατόν να αξιοποιήσωμεν ό,τι το εθνικόν μας συμφέρον και το γενικώτερον συμφέρον του Ελευθέρου Κόσμου απαιτεί.» Γι’ αυτό «αναμένομεν ευλόγως την εκ μέρους της τουρκικής κυβερνήσεως οφειλομένην ηθικήν και υλικήν επανόρθωσιν.» Σχεδόν ενθουσιώδες είναι το απαντητικό γράμμα του πρωθυπουργού της Τουρκίας Μεντερές προς τον Ντάλλες. Σε απλά ελληνικά, του γράφει «πολύ ωραία τα είπες, μεγάλε!», αφού ο Ντάλλες με την κοινή επιστολή του προς Έλληνες και Τούρκους, τους υπενθυμίζει ότι εχθρός είναι ο κομμουνισμός, ότι μας χρωστάτε την ελευθερία σας και επιπλέον «σας παρέχομεν βοήθειαν», γι’ αυτό «αρθήτε υπεράνω των αμέσων διαφορών προς συμφέρον της ενότητος του Ελευθέρου Κόσμου.» Ξερά, στρατιωτικά!

 

Η ευθύνη των ελληνικών κυβερνήσεων

Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Παναγιώτης Κανελλόπουλος και ο υπουργός Εξωτερικών Στέφανος Στεφανόπουλος προσπαθούσαν να υποβαθμίσουν τα γεγονότα και να βρουν διόδους διαφυγής από την ασφυκτική πίεση των καταστάσεων. «Η ελληνική κυβέρνησις… δοκιμάζει βαθείαν κατάπληξιν»! δηλώνει ξημερώματα ο Κανελλόπουλος στους εμβρόντητους δημοσιογράφους ψελλίζοντας κάτι για ένα «ασήμαντον επεισόδιον» στη Θεσσαλονίκη. Αλλά και δυο μέρες αργότερα, στη συνεδρίαση της Νομοθετικής Επιτροπής, περιορίστηκε σε γενικολογίες και ευχολόγια του τύπου «και αν εσημειώθησαν όσα εσημειώθησαν εις βάρος των Ελλήνων εν Τουρκία, το αποτέλεσμα των σημειωθέντων γεγονότων δεν είναι εις βάρος των Ελλήνων. Δεν είναι εις βάρος της Ελλάδος, αλλά είναι εις βάρος της Τουρκίας.»!

Ένας πολιτικός με μόρφωση και εμπειρία δεν μπορεί παρά να είναι σε μεγάλη σύγχυση για να εκστομίζει σε τόσο σοβαρές κρίσεις τέτοιες ασυναρτησίες. Μάλιστα, έκλεισε την ομιλία του λέγοντας ότι «αυτονόητον ήτο εκείνο το οποίον η κυβέρνησις αποφάσισε, να μη μετάσχη η Ελλάς εις το Βυζαντινολογικόν Συνέδριον το οποίο θα γίνει εν Κωνσταντινουπόλει και επίσης να μη μεταβούν εις Κωνσταντινούπολιν οι αρμόδιοι Έλληνες προς συμμετοχήν εις την κοινήν συνεδρίασιν του Νομισματικού Ταμείου και της Διεθνούς Τραπέζης… Η Ελλάς ουδένα προσέβαλεν αλλά και δεν ανέχεται προσβολάς.» (Παρατεταμένα χειροκροτήματα εξ όλης της αιθούσης») Αυτά τα κωμικοτραγικά συμβαίνουν εν Αθήναις την Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 1955.

Αλλά και ο υπουργός Εξωτερικών δεν έχει τίποτα καλύτερο να πει από το ότι η Ελλάδα θα κάνει προσφυγή στον ΟΗΕ και για τα γεγονότα στην Πόλη δηλώνει ότι «η ψυχραιμία με την οποίαν η ελληνική κοινή γνώμη αντιμετωπίζει τα έκτροπα αυτά, αποδεικνύει ότι η ελληνοτουρκική φιλία είχε βαθείας τας ρίζας εις την ελληνικήν ψυχήν.» Άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε, την ώρα που καπνίζουν οι καμένες εκκλησίες, οι περιουσίες είναι διασκορπισμένες στα καλντερίμια, τα σχολεία βανδαλισμένα και κλειστά και οι 100.000 Έλληνες της Κωνσταντινούπολης σε κατάσταση απερίγραπτου σοκ.

Έχει εντωμεταξύ ενημερωθεί και ο βασιλιάς που βρισκόταν σε ταξίδι δημοσίων σχέσεων στη Γιουγκοσλαβία, το οποίο δεν διέκοψε.

Κλινήρης, ο Αλέξανδρος Παπάγος, στις 3 Οκτωβρίου, απαντάει στην επιστολή του Αντνάν Μεντερές, στο ίδιο και ευτελέστερο ύφος από τις δύο ρηματικές διακοινώσεις της ελληνικής κυβέρνησης που έχουν προηγουμένως αποσταλεί στους Τούρκους. «Εσημείωσα μεθ’ ικανοποιήσεως την έκφρασιν της βαθείας θλίψεως της τουρκικής κυβερνήσεως…», έτσι αρχίζει και συνεχίζει «η δια του μηνύματος υμών δημοσία εκδηλωθείσα θλίψις δια τας πράξεις αυτάς, τας οποίας, ως τονίζετε εις το μήνυμά σας, η Τουρκία ζωηρώς αποδοκιμάζει, είναι προωρισμένη να σημειώση θετικόν βήμα εις την αποσαφήνισιν των αμοιβαίων σχέσεων, αίτινες τόσον βαθέως επηρεάσθησαν κατόπιν των απρόκλητων επιθέσεων… Θεωρώ αναγκαίον να τονίσω, συμφωνών και προς το πνεύμα του υμετέρου μηνύματος, ότι παν ό,τι κλονίζει τας μεταξύ των δύο χωρών μας σχέσεις, είναι επιβλαβές δι’ αμφοτέρων τα συμφέροντα και επηρεάζει επιζημίως την αμυντικήν προσπάθειαν των ελευθέρων λαών, ήτις αποβλέπει εις την κατοχύρωσιν της ειρήνης.»

Ο Σοφοκλής Βενιζέλος, πρόεδρος του κόμματος «Φιλελεύθερη Δημοκρατική Ένωση», ο οποίος ήταν αυτός που διαπραγματεύτηκε την ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, το 1951, κατηγόρησε την κυβέρνηση Συναγερμού για «μόνιμη εθνική μειοδοσία». Το ελληνικό πολιτικό σύστημα ήταν για κλάματα. Υποτελές και με την προσοχή του στραμμένη στην συνεχιζόμενη καταστολή των λαϊκών στρωμάτων και δημοκρατικών διεκδικήσεων, ήταν εντελώς ανίκανο να διαχειριστεί τις πολύπλοκες γεωπολιτικές συστοιχίες που διαπερνούσαν την Ελλάδα. Ούτε ο Αλέξανδρος Παπάγος, που απεβίωσε στις 4 Οκτωβρίου, ούτε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής που τον διαδέχθηκε στην ίδια γραμμή πλεύσης, με πρώτο υπουργό Εξωτερικών τον Σπύρο Θεοτόκη, δεν είχαν τα πολιτικά, εθνικά και ιδεολογικά φόντα, για να απεμπλακούν από τα δίκτυα υποτέλειας που δεν άφηναν πολλά περιθώρια για τη διαμόρφωση μιας ανεξάρτητης και προς το συμφέρον όλου του Ελληνισμού πολιτικής.

Κακής ποιότητας πολιτικό προσωπικό

Αυτό φάνηκε και μέσα στις λίγες βδομάδες που ακολούθησαν. Διαπιστώνοντας την δουλικότητα προς τις ΗΠΑ, αλλά και την ατολμία και ολιγωρία της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας, η Τουρκία πέρασε γρήγορα στην αντεπίθεση αναγκάζοντας την ελληνική κυβέρνηση σε συνεχείς υποχωρήσεις. Ούτε ο Ελληνισμός αποζημιώθηκε όπως έπρεπε ούτε το κλίμα στην Πόλη αποκαταστάθηκε κατά τα –υποτίθεται- συμφωνηθέντα μεταξύ των δύο κυβερνήσεων. Η ελληνική πλευρά αρκέστηκε ουσιαστικά στην ικανοποίηση του αιτήματός της για «επανόρθωση της προσβολής σε βάρος της ελληνικής σημαίας και των Ελλήνων στρατιωτικών και διπλωματών στη Σμύρνη» που είχαν διασυρθεί από τον όχλο που πυρπόλησε την ελληνική σημαία, το ελληνικό περίπτερο στη Διεθνή Έκθεση και το ελληνικό προξενείο από το οποίο ο πρόξενος με την οικογένεια του διέφυγαν από την πίσω πόρτα, ενώ λεηλατήθηκαν τα σπίτια τεσσάρων Ελλήνων αξιωματικών. Τα άλλα, το γεωπολιτικό μπλοκάρισμα και ιδίως οι συνέπειες του τρομακτικού πογκρόμ που άλλαξε τον ρου της Ιστορίας του Ελληνισμού, υπερέβαιναν το δείκτη νοημοσύνης του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Η υπόστασή του ήταν εντελώς ανεπαρκής και ακατάλληλη για να διαχειριστεί πολύπλοκες υποθέσεις με μεγάλο στρατηγικό βάθος.

Τέσσερις μήνες μετά τα «Σεπτεμβριανά», o υπουργός Τύπου Γεράσιμος Λύχνος απαντώντας σε ερωτήσεις βουλευτών είχε δηλώσει ότι η εξαγγελθείσα «Μαύρη Βίβλος» που προορίζεται για την ενημέρωση της παγκόσμιας κοινής γνώμης, των κυβερνήσεων και των διεθνών φορέων, για το φοβερό πογκρόμ της Πόλης και τις ευθύνες της Τουρκίας, είναι έτοιμη, αλλά για πολιτικούς λόγους δεν είχε εισέτι αποσταλεί. Και, βέβαια, δεν απεστάλη ποτέ. Ούτε καν στον Αρχιεπίσκοπο Αμερικής που είχε ζητήσει υλικό για να το προωθήσει στα ΜΜΕ και να ενημερώσει την κοινή γνώμη των ΗΠΑ. Τελικά, καταστράφηκαν όλα τα τυπωμένα αντίτυπα. Ο συμβιβασμός και η καθολική αναδίπλωση είχαν συντελεστεί ταχέως.

Ακόμα και οι συλληφθέντες για την προβοκάτσια με τη βόμβα στο τουρκικό προξενείο της Θεσσαλονίκης που αποτέλεσε το έναυσμα για το ξέσπασμα του πογκρόμ της 6ης προς την 7η Σεπτεμβρίου, δεν λογοδότησαν τελικά και ηρωποιήθηκαν στην πατρίδα τους, αφού με βούλευμα απαλλάχτηκαν οι δύο πρόξενοι που αποδεδειγμένα είχαν μεταφέρει τους εκρηκτικούς μηχανισμούς στη Θεσσαλονίκη και ο αυτουργός φοιτητής Οκτάι Εγκίν που είχε ομολογήσει την ενοχή του, αποφυλακισθείς πριν από τη διεξαγωγή της δίκης που είχε αναβληθεί αρκετές φορές λόγω απουσίας βασικών μαρτύρων (!), διέφυγε στην Τουρκία και δικάστηκε ερήμην, ενώ ο συναυτουργός φύλακας του προξενείου Χασάν Ογλού Μεχμέτ έπεσε στα μαλακά αφού «του κατελογίσθη το ελαφρυντικόν της συγχύσεως λόγω βλακείας»!

Το κράτος των «εθνικοφρόνων» και η «ανεξάρτητη δικαιοσύνη» μ’ αυτό τον τρόπο έκλεισαν όπως-όπως αυτό το συγκλονιστικό «επεισόδιο». Το τουρκικό παρακράτος την έβγαλε καθαρή με άλλο ένα έγκλημα. Οι Άγγλοι έμπλεξαν την Ελλάδα και την Τουρκία σε ένα διαχρονικό κουβάρι. Οι Αμερικάνοι έδειξαν πόσο μας προστάτευαν. Οι Ρωμιοί της Πόλης θυσιάστηκαν στο συμμαχικό σφαγείο. Και η Κωνσταντινούπολη δεν συνήλθε ποτέ από το βιασμό της!

 

Στέλιος Ελληνιάδης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!