Με αφορμή την πρόσφατη ανακοίνωση της ρωσικής πρεσβείας στην Τουρκία υπέρ του Κεμάλ Ατατούρκ υπήρξαν ποικίλες τοποθετήσεις όσον αφορά τόσο τη σημερινή σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας όσο και τη διαχρονικότητά της – που κρατάει από τον καιρό του Λένιν και των Μπολσεβίκων. Με τη μαρτυρία του Γιάνη Κορδάτου που δημοσιεύουμε, και με αυτό το σύντομο σημείωμα, θα προσπαθήσουμε να συμβάλουμε στη σχετική συζήτηση επικεντρώνοντας στις διάφορες απόπειρες ιδεολογικοποίησης των εκάστοτε γεωπολιτικών θέσεων και ταυτίσεων, που παραμένουν κραταιές – όχι ως απομεινάρια μιας παλαιότερης εποχής που έχει παρέλθει, αλλά ως απολύτως σύγχρονες και ενεργές πολιτικές επιλογές.
Οι αρχές του 20ού αιώνα αποτελούν ένα ιστορικό σταυροδρόμι τόσο παγκοσμίως όσο και ειδικά για την περιοχή μας. Η αναπόφευκτη παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προμηνύει το τέλος του Ανατολικού Ζητήματος, με το μοίρασμά της στις κρατικές οντότητες που θα την αντικαταστήσουν. Σε αυτό το πλαίσιο δημιουργήθηκαν αρκετές κινήσεις που πάλευαν για τη διαμόρφωση της επόμενης μέρας, η οποία τελικά ήταν το αποτέλεσμα τόσο των συμφερόντων και του ανταγωνισμού των Μεγάλων Δυνάμεων όσο και των «τοπικών» δυνάμεων που δρούσαν στην περιοχή με τις δικές τους επιδιώξεις. Αυτός ο καμβάς γίνεται ακόμα πιο ιδιαίτερος εξαιτίας της εμφάνισης της νεο-επαναστατημένης Σοβιετικής Ρωσίας. Η τελευταία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια διεθνή επέμβαση της Δύσης (συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας) στα εδάφη της, και ταυτόχρονα με έναν εμφύλιο πόλεμο με αμφίβολη έκβαση. Από αυτή την άποψη, η στήριξη που παρέχουν οι Μπολσεβίκοι στους Νεότουρκους και αργότερα στον Κεμάλ δεν αποτελεί κάποιου είδους ιδεολογικά καθορισμένη επιλογή λόγω του τάχα «αστικο-απελευθερωτικού» χαρακτήρα του κεμαλισμού, αλλά μια κίνηση αμιγώς γεωπολιτική, η οποία «επενδύθηκε» ιδεολογικά εκ των υστέρων. Αυτό φαίνεται καθαρά και στην μαρτυρία του Γιάνη Κορδάτου, όπου παρουσιάζεται η διερεύνηση, από μεριάς των Μπολσεβίκων, μιας διαφορετικής στάσης απέναντι στο θέμα.
Αντίστοιχα, η στάση των Μεγάλων Δυνάμεων χαρακτηριζόταν αφενός από την προσπάθεια καταστολής της επανάστασης στη Ρωσία και αφετέρου από την επέκταση της σφαίρας επιρροής της καθεμιάς στον χώρο της θνήσκουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σε αυτό το περιβάλλον αναπτύχθηκε και έδρασε το κίνημα των Νεότουρκων, ένα κίνημα του οποίου διακηρυγμένος στόχος ήταν η κατασκευή μιας νέας τουρκικής εθνικής συνείδησης και μιας νέας ανθρωπογεωγραφίας στον οθωμανικό χώρο, ο οποίος έπρεπε να εκκαθαριστεί από τους μη-μουσουλμανικούς πληθυσμούς στο πλαίσιο ενός δυτικών προδιαγραφών έθνους-κράτους. Τότε, όπως και τώρα, η (νεο-)τουρκική ελίτ, λαμβάνοντας υπόψη τις επιδιώξεις και τους ανταγωνισμούς των Μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχή και εντασσόμενη στις τάδε ή στις δείνα συμμαχίες, προωθούσε το δικό της σχέδιο για τον ρόλο της στην περιοχή.
Αντίθετα, στην περίπτωση της ελληνικής ελίτ δε μπορεί παρά να διαπιστώσει κανείς την χρόνια εξάρτησή της από τις Μεγάλες Δυνάμεις, με αποτέλεσμα την πλήρη αδυναμία να χαράξει ανεξάρτητη εθνική πολιτική. Ο ρόλος της εξαντλείται στο να «εθνικοποιεί» τη γραμμή που παράγεται από τους προστάτες της, και η μόνη ουσιαστική διαφωνία που έχει προκύψει αφορά το ποιοι θα είναι αυτοί. Αυτός είναι και ο λόγος που αντιμετώπιζε τον ελληνισμό της Ανατολής είτε εργαλειακά είτε με πλήρη αδιαφορία, εφόσον η δημιουργία ενός άλλου εθνικού κέντρου του ελληνισμού ήταν αντίθετη με τις αφηγήσεις της, ίσως και με τις γεωπολιτικές της προσδέσεις. Αν το ελληνικό κράτος το επιθυμούσε, θα μπορούσε να σταματήσει τη σοβιετική υποστήριξη στον Κεμάλ, να συνεργαστεί με τις υπάρχουσες χριστιανικές δυνάμεις στην Ανατολή και να παλέψει για τη διατήρηση της παρουσίας του ελληνικού στοιχείου εκεί. Όμως κάτι τέτοιο θα σήμαινε τουλάχιστον κάποιους βαθμούς ανεξαρτησίας απέναντι στις Μεγάλες Δυνάμεις, αλλά και τον επαναπροσδιορισμό της σχέσης του ελληνικού κράτους με τον εξωελλαδικό ελληνισμό – σχέση που είναι προβληματική για δομικούς λόγους από την ίδρυση αυτού του κράτους.
Σήμερα, σε ένα αντίστοιχο ιστορικό σταυροδρόμι, όπου οι Μεγάλες Δυνάμεις ανταγωνίζονται ξανά για την παγκόσμια ηγεμονία, όπου φτιάχνονται ξανά γεωπολιτικές στρατοπεδεύσεις με ψυχρούς και θερμούς πολέμους, και όπου η χώρα μας απειλείται τόσο από την εξάρτησή της στο ευρωατλαντικό στρατόπεδο –που τη σέρνει στην πολεμική αντιπαράθεση με τη Ρωσία– όσο και από την αναβαθμισμένη επιθετικότητα της Τουρκίας, είναι πιο αναγκαίο παρά ποτέ να συγκροτηθεί ένα σχέδιο αναπροσανατολισμού της χώρας προς έναν πόλο ειρήνης και ουδετερότητας. Έναν πόλο αποτελούμενο από χώρες, λαούς και έθνη που δεν θα είναι πια οι χρήσιμοι ηλίθιοι των Μεγάλων, αλλά θα κερδίζουν βαθμούς ανεξαρτησίας παλεύοντας ενάντια στην εντεινόμενη τάση προς τον πόλεμο.
***
Δημοσιεύουμε ένα μέρος από το κεφάλαιο «Η Μικρασιατική Καταστροφή» από τη «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας» του Γιάνη Κορδάτου. Το κείμενο αποτελεί μια σημαντική μαρτυρία του Γιάνη Κορδάτου για τον ρόλο που έπαιξε η πρόσδεση της ελληνικής αστικής τάξης στις Μεγάλες Δυνάμεις και για την αδιαφορία που επέδειξαν οι πολιτικοί εκπρόσωποί της και τα κόμματά της για τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας, ακόμα και όταν η ΕΣΣΔ προσφέρθηκε να βοηθήσει.
«δ»
Η πρόταση των Σοβιετικών και η κατάληξή της
Μια μαρτυρία που καταδεικνύει τον ξεπεσμό της ελληνικής αστικής τάξης και την εγκληματική πρόσδεσή της στις Μεγάλες Δυνάμεις
του Γιάνη Κορδάτου
Τα σκάνδαλα που κάθε μέρα έρχονταν στο φως, κλόνισαν την κυβέρνηση Γούναρη. Τα σκάνδαλα μάλιστα της αλληλογραφίας των γουναρικών παραγόντων με Τούρκους βουλευτές, που συνεννοούντανε κρυφά με τον Κεμάλ και το Σουλτάνο, δημιούργησε μεγάλη πολιτική αναταραχή. Ακόμα και μερικοί γουναρικοί πολιτευτές και βουλευτές αγανάχτησαν. Γι’αυτό ο Γούναρης στις 28 τ’Απρίλη ανέβηκε στο βήμα της Βουλής και ζήτησε ψήφο εμπιστοσύνης. Ύστερα από την ψηφοφορία παραιτήθηκε, γιατί έδωκαν ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση 161 και 160 την καταψήφισαν.
Πριν όμως ιστορήσω το τι έγινε ύστερα από την παραίτηση του Γούναρη, θα εκθέσω κάποια μικρή «ιστοριούλα», που είναι άγνωστη ως τα σήμερα στους πολλούς (1). Στις κρίσιμες αυτές μέρες που περνούσε η Ελλάδα, ήρθε από τη Μόσχα ένας απεσταλμένος της Τρίτης Διεθνούς και του υπουργείου Εξωτερικών και Στρατιωτικών. Είχε διαβατήριο σουηδικό. Έμεινε στο ξενοδοχείο «Ήβη» στην αρχή και ύστερα στο «Πάγγειο». Είχε κατηγορηματική εντολή να συναντήσει το γραμματέα του Σοσιαλεργατικού Κόμματος (Κομμουνιστικού) και μόνον αυτόν. Γραμματέας τότε ήταν ο συντάχτης τούτης της ιστορίας, γιατί ο Ν. Δημητράτος είχε παραιτηθεί ή πιο σωστά παραμεριστεί.
Η ΠΡΩΤΗ συνάντησή μου με το Ρώσο απεσταλμένο έγινε στους «Αέρηδες», στο τέρμα της οδού Αιόλου. Η δεύτερη στην Ακρόπολη και η τρίτη στην Κηφισιά. Ο σοβιετικός απεσταλμένος, αφού μου έδειξε τα διαπιστευτήριά του, που είχαν την υπογραφή Ζηνόβιεφ καθώς και του Τρότσκυ και Τσιτσέριν, μου ανακοίνωσε τα εξής: «Η ΕΣΣΔ είναι πρόθυμη να βοηθήσει την Ελλάδα να βγει από το αδιέξοδο της μικρασιατικής εκστρατείας. Πρώτα θα παύσει να ενισχύει υλικώς και ηθικώς τον Κεμάλ και δεύτερο θα ασκήσει όλη την επιρροή της να αυτονομηθεί μια παραλιακή ζώνη της Μικρασίας, όπου κατοικούν πολλοί χριστιανοί. Για να εξασφαλιστεί η αυτονομία της περιοχής αυτής, θα σταλθεί διεθνής στρατός από Ελβετούς, Σουηδούς και Νορβηγούς, από χώρες δηλαδή που δεν πήραν μέρος στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Για να υποστηρίξει την άποψη αυτή η ΕΣΣΔ ζητεί σαν αντάλλαγμα την αναγνώρισή της, έστω και ντε φάκτο» (2).
«Η ΕΣΣΔ είναι πρόθυμη να βοηθήσει την Ελλάδα να βγει από το αδιέξοδο της μικρασιατικής εκστρατείας. Πρώτα θα παύσει να ενισχύει υλικώς και ηθικώς τον Κεμάλ και δεύτερο θα ασκήσει όλη την επιρροή της να αυτονομηθεί μια παραλιακή ζώνη της Μικρασίας, όπου κατοικούν πολλοί χριστιανοί. Για να εξασφαλιστεί η αυτονομία της περιοχής αυτής, θα σταλθεί διεθνής στρατός από Ελβετούς, Σουηδούς και Νορβηγούς, από χώρες δηλαδή που δεν πήραν μέρος στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Για να υποστηρίξει την άποψη αυτή η ΕΣΣΔ ζητεί σαν αντάλλαγμα την αναγνώρισή της, έστω και ντε φάκτο»
Ομολογώ πως η πρόταση αυτή μου έκανε κατάπληξη. Ρώτησα να μάθω από ποιες αιτίες έγινε η στροφή αυτή. Και πήρα την εξής απάντηση: «Το κίνημα του Κεμάλ είναι απελευθερωτικό και σαν τέτοιο το υποστηρίξαμε όσο μπορούσαμε. Δεν έχουμε όμως καμία εγγύηση αν ύστερα από την ολοκληρωτική επικράτησή του, οι παλιές αντιδραστικές δυνάμεις στην Τουρκία (μπέηδες και πασάδες) δεν πάρουν αυτοί τα ηνία της εξουσίας. Έχουμε το παράδειγμα της νεοτουρκικής επανάστασης του 1908. Αλλιώτικα ξεκίνησαν οι Νεότουρκοι κι αλλιώτικα πολιτεύτηκαν. Κατάντησαν τελευταία λακέδες του γερμανικού ιμπεριαλισμού και μιλιταρισμού. Ο Κεμάλ έχει γόητρο για την ώρα, αλλά οι στρατηγοί και πολιτικοί που τον υποστηρίζουν –έξω από λίγες εξαιρέσεις– είναι αντιδραστικοί. Ήδη έχουμε όχι ενδείξεις, αλλά αποδείξεις, ότι έχουν μυστικές επαφές με τους Γάλλους κεφαλαιοκράτες και ιμπεριαλιστές και αύριο μεθαύριο, αν νικήσουν και διώξουν τους Έλληνες από τη Μικρασία και Θράκη, η Τουρκία με τον Κεμάλ ή χωρίς τον Κεμάλ θα προσανατολιστεί προς τη Δύση. Η αστική τάξη της Τουρκίας είναι αδύναμη να συνεχίσει μόνη της την αναδιοργάνωση της χώρας της. Θα κάνει μεταρρυθμίσεις, αλλά δεν θα μπορεί να σταθεί στα πόδια της, αν δεν πάρει δάνεια από τη Γαλλία ή Αγγλία και, όπως ξέρετε, τα δάνεια υποδουλώνουν τις χώρες που τα παίρνουν.
Γι’αυτό θέλουμε να μείνουν οι Έλληνες στη Μικρασία, όχι από κούφιο αισθηματισμό, αλλά από ρεαλιστική αντίληψη για το αύριο και μεθαύριο. Οι μειονότητες στην Τουρκία στάθηκαν από τη μια μεριά η τροχοπέδη στον ολοκληρωτικό εξισλαμισμό της Βαλκανικής και της Ανατολής και από την άλλη έγιναν η πηγή που τροφοδότησε τα εθνικά απελευθερωτικά κινήματα των λαών της Βαλκανικής από το 1770 ως τα χτες».
Πώς μπορούσε όμως νάρθει σε επαφή ο σοβιετικός απεσταλμένος με την κυβέρνηση; Αυτό ήταν το άλυτο πρόβλημα. Δηλώθηκε σ’αυτόν πως το Σοσιαλεργατικό (Κομμουνιστικό) Κόμμα είναι μικρό και δεν παίζει ενεργητικό ρόλο στην πολιτική ζωή της χώρας. Συνεπώς ο γραμματέας του δεν έχει το ανάλογο κύρος για να διαπραγματευθεί μυστικά ένα τόσο λεπτό και σπουδαίο ζήτημα. Ο σοβιετικός όμως απεσταλμένος επέμενε και δέχτηκε να αρχίσει η επαφή με τον αρχηγό της αντιπολίτευσης Στράτο. Ύστερα από την επιμονή του αναγκάστηκα να ζητήσω ακρόαση από το Στράτο. Με πολλές επιφυλάξεις και προεισαγωγές, για το ποιος ήταν ο σκοπός της επίσκεψής μου, μπήκα στο θέμα.
Ο Στράτος με άκουσε με μεγάλη προσοχή: «Είμαι σύμφωνος, μου είπε. Αυτές τις μέρες θα έχουμε κυβερνητική μεταβολή και αν πετύχει ο αρχιστράτηγος Παπούλας, τότε όλα θα πάνε καλά (4). Αν σχηματίσω κυβέρνηση θα σας ειδοποιήσω αφού μελετήσω τους φακέλλους του υπουργείου Εξωτερικών και ιδώ ότι δεν υπάρχει ανυπέρβλητον εμπόδιον από τους Άγγλους και Γάλλους, θα σας ειδοποιήσω να με φέρετε εις επαφήν με τον Ρώσον απεσταλμένον. Κρίνω όμως καλόν, αν σας είναι εύκολο να κάνετε βολιδοσκόπησιν εις τον κ. Αντώνιον Καρτάλην, τον συμπολίτην σας. Ίσως εκμαιεύσετε τας διαθέσεις της κυβερνήσεως». Και την τελευταία στιγμή, όταν τον αποχαιρετούσα, σφίγγοντας το χέρι μου και κοιτάζοντάς με κατάματα πρόσθεσε: «Έχω εμπιστοσύνη ότι τα όσα σας είπα για τον Παπούλα και τον Γούναρη, θα μείνουν αναμεταξύ μας (5). Προσέξατε όμως κατά την έξοδο, οι γουναρικοί σπιούνοι παρακολουθούν την οικίαν μου και τας κινήσεις μου. Προσοχή και στο καλό».
Την άλλη μέρα επισκέφτηκα τον Αντ. Καρτάλη στο ξενοδοχείο της «Αγγλίας» όπου έμενε. Ήταν υπουργός και από τους παράγοντες μάλιστα του γουναρισμού. Όταν του έκανα νύξεις για τη μεσολάβηση της Σοβιετικής Ρωσίας (χωρίς να του πω πως ήταν εδώ απεσταλμένος των Σοβιέτ) με έβρισε και με έδιωξε (6).
ΞΑΝΑΓΥΡΙΖΩ τώρα στα γεγονότα που μεσολάβησαν όταν παραιτήθηκε η κυβέρνηση Γούναρη. Στην Πόλη είχε σχηματιστεί από βενιζελικούς παράγοντες μια οργάνωση που ονομάστηκε «Κέντρον Εθνικής Αμύνης». Η οργάνωση αυτή είχε πράχτορες στο Παρίσι, Λονδίνο και Αθήνα και ήταν καλά πληροφορημένη για όσα λέγονταν και αποφασίζονταν στα διπλωματικά παρασκήνια για τη λύση του μικρασιατικού ζητήματος. Επειδή η επιτροπή είχε πληροφορίες πως ο στρατηγός Παπούλας δεν τα πήγαινε καλά με την κυβέρνηση, αποφάσισαν να έρθουν σ’επαφή μαζί του και να τον πείσουν να κηρύξει την αυτονομία της Μικρασίας. Στις 28 του Γενάρη (1921) το «Κέντρον Εθνικής Αμύνης» έστειλε στο στρατηγό Παπούλα ένα υπόμνημα που το υπόγραφαν οι Τζων Σταυρίδης, Ι. Σιώτης, Λ. Ιασωνίδης, Λ. Καζανόβας και Α. Αντύπας. Με το υπόμνημά τους αυτό οι παραπάνω κάνανε έκκληση στον πατριωτισμό του αρχιστρατήγου «ίνα αναλάβη την ηγεσίαν χωριστικού κινήματος με αντικειμενικόν σκοπόν την Αυτονομίαν της Μικράς Ασίας».
Αργότερα, Φλεβάρης του 1922, για το ίδιο ζήτημα πήγε στο μέτωπο ο Σιώτης και όταν παρουσιάστηκε στον Παπούλα του είπε: «Στρατηγέ, γνωρίζομεν ότι η απόφασις των Μ. Δυνάμεων θα είναι δυσμενής, δυσμενεστάτη, και ότι θα εκκενώσωμεν την Μ. Ασίαν. Δεν φρονείτε ότι κατόπιν τόσων θυσιών, κατόπιν τοσούτου αίματος, πρέπει να κηρύξωμεν τουλάχιστον μία αυτονομίαν και να σώσωμεν τους πληθυσμούς; Και εν Κων/λει καθώς και εν Σμύρνη, και ως αντιλαμβάνομαι, ο στρατός έχουν πεποίθησιν προς υμάς».
Στην έκκληση αυτή ο στρατηγός Παπούλας απάντησε πως χρειάζεται και η υποστήριξη της ελληνικής κυβέρνησης: «Δεν αποκρούω αυτήν την σκέψιν, αυτήν την εργασίαν σας, είμαι σύμφωνος. Αλλά δια να γίνη τούτο, πρέπει να έχωμεν και την έμμεσον υποστήριξιν της κυβερνήσεως. Θα σας παρακαλέσω πολύ να υπάγετε και εις τον Αρμοστήν (Στεργιάδην), να ίδητε τι θα σας πη και αυτός και κατόπιν έρχεσθε πάλιν». Ο Σιώτης πήγε στο Στεργιάδη, αλλά δεν βρήκε καμιά θετική υποστήριξη: «Τι σας είπε. Κύριε Σιώτη, ο στρατηγός;» «Ο κ. Παπούλας, μου είπε ότι τα εγκρίνει, αλλά μας είπεν, ότι πρέπει να μας υποστηρίξη εμμέσως η κυβέρνησις». «Καλά, σας απήντησε ο στρατηγός. Αλλά δεν αφήνετε τα κάρβουνα στη φωτιά να τα βγάλη η κυβέρνησις; Δεν τα αφήνετε αυτά;»
Ο Παπούλας αποκάλυψε επίσης πως έστειλε στην Πόλη τους συνταγματάρχες Σκυλακάκη και Σαρρηγιάννη για να έρθουν σε επαφή με την «Επιτροπή Αμύνης» (7). Όταν γύρισαν με το Σιώτη οι δυο συνταγματάρχες και βεβαίωσαν πως υπήρχε σοβαρή οργάνωση, ο Παπούλας είπε στο Σιώτη να πάει στην Αθήνα και να ζητήσει την ενίσχυσή της. Αλλά η κυβέρνηση δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρο. Ο Γούναρης μάλιστα είπε ορθά κοφτά στο Σιώτη ότι οι δυνάμεις υποστηρίζουν την ελληνική κυβέρνηση, ότι δεν άλλαξε η πολιτική τους από τις εκλογές της 1 Ν/βρη και δώθε και ότι η Μικρασία δεν διατρέχει κανένα κίνδυνο. Όταν τα έλεγε αυτά ο Γούναρης οι σύμμαχοι στη Διάσκεψη που έγινε στο Παρίσι (Μάρτης του 1922) είχαν πάρει την απόφαση να υποχρεώσουν τον Κεμάλ και τον Γούναρη να κάνουν ανακωχή και ν’αρχίσουν διαπραγματεύσεις για την υπογραφή συνθήκης ειρήνης.
Την άλλη μέρα όμως οι μεγάλες δυνάμεις επέδωκαν νότα με την οποία πληροφορούσαν την ελληνική κυβέρνηση ότι πάρθηκε η απόφαση να «εκκενωθή από τον ελληνικό στρατό η Μικρά Ασία». Τότε ο Παπούλας που βρισκόταν στην Αθήνα, είδε το Γούναρη και του είπε: «Δεν είναι επιτετραμμένον να εγκαταλείψωμεν την Μ. Ασίαν. Εάν θέλετε να εκπληρώσητε αυτήν την εντολήν την οποίαν έχετε από τας Δυνάμεις τότε, αφήσατέ με ν’ανακηρύξω την αυτονομίαν. Εάν όμως και εις τούτο δεν συμφωνήτε, τότε να με απαλλάξετε από την διοίκησιν, διότι εγώ δεν εννοώ να μείνω εκεί και να βλέπω την κατάστασιν αυτήν, διότι τότε δεν θα λειτουργήση ο νους αλλά η καρδία» («Εστενογραφημένα πρακτικά δίκης των εξ», σ. 66).
Ο Παπούλας, όπως ομολόγησε παραΰστερα, είχε πειστεί πως η επιτροπή του «Κέντρου Εθνικής Αμύνης», είχε την υποστήριξη των Άγγλων και ότι θα στρατολογούσε πολλούς Θράκες και έτσι με τους Μικρασιάτες θα σχηματιζόταν 80.000 στρατός που θα κρατούσε την περιφέρεια της Σμύρνης.
Ο Στράτος ύστερα από τρεις μέρες με κάλεσε στο σπίτι του και μου είπε να ειδοποιήσω τον απεσταλμένο των Σοβιέτ να φύγει, γιατί η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να εφαρμόσει ριζικές λύσεις. Η πρότασή μου –είπε– να ζητηθεί «δια καταλλήλου και εμμέσου οδού η μεσολάβησις των Σοβιέτ, ήγειρεν θύελλαν διαμαρτυριών εν τω Υπουργικώ Συμβουλίω».
Ο στρατηγός, είναι αλήθεια πως ήταν εύπιστος (8). Πίστεψε σε ό,τι του έλεγε ο Σιώτης. Γι’αυτό νόμιζε πως ήταν δυνατό να κρατηθεί η Σμύρνη αφού και οικονομική βοήθεια θα είχε και στρατός από εθελοντές Θράκες και Μικρασιάτες θα σχηματιζόταν. Τότε, όταν δηλαδή σχηματιζόταν ο εθελοντικός αυτός στρατός, θα κήρυχνε την αυτονομία της Σμύρνης με την περιοχή της. Οι έφεδροι από την Ελλάδα θα απολύονταν και θα σχηματιζόταν τοπική κυβέρνηση. Ο Παπούλας, όπως μου είπε, είχε ανακοινώσει τα σχέδια αυτά στο Στράτο και τον βρήκε «κατ’αρχήν σύμφωνον». Η κυβέρνηση Γούναρη όταν έμαθε τις ενέργειες αυτές του Παπούλα, έπαψε να του έχει εμπιστοσύνη, γιατί τον θεωρούσε ύποπτο. Ο Στεργιάδης εξάλλου τον κατάγγειλε πως συνεργάζεται κρυφά με βενιζελικούς και ότι ετοιμάζει χωριστικό-αυτονομιστικό κίνημα στη Μικρασία (9). Κι ακόμα η κυβέρνηση είχε πληροφορίες πως ο Παπούλας είχε μυστικές συνεννοήσεις με το Στράτο.
Γι’αυτό τον ανάγκασε να παραιτηθεί. Στην αρχή όταν ο Παπούλας υπέβαλε την παραίτησή του δεν έγινε δεχτή. Και επειδή κάτι γράψανε οι εφημερίδες, βγήκε ανακοινωθέν που διέψευδε πως ο αρχιστράτηγος διαφώνησε με την κυβέρνηση. Πιο ύστερα όμως ο Παπούλας υπόβαλε την παραίτηση που έγινε δεχτή. Διάδοχός του στην αρχιστρατηγία διορίστηκε ο Χατζηανέστης, ο πιο ακατάλληλος για την κρίσιμη εκείνη περίοδο που ο Κεμάλ ετοιμαζόταν για τη μεγάλη επίθεσή του (10).
Ο διορισμός του Χατζηανέστη, που φημιζόταν για την αυστηρότητά του και την προσήλωσή του στην πειθαρχία και στους στρατιωτικούς κανονισμούς, όπως ήταν φυσικό, δημιούργησε μεγάλο σάλο στο μέτωπο. Ούτε οι ανώτεροι, ούτε οι κατώτεροι αξιωματικοί τον ήθελαν. Και οι φαντάροι από την πρώτη κιόλας μέρα που έμαθαν τον διορισμό του, τον μίσησαν.
ΑΜΑ ΠΑΡΑΙΤΗΘΗΚΕ ο Γούναρης, ο βασιλιάς κάλεσε στα ανάκτορα το Στράτο και του ανάθεσε το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης. Ο Στράτος δέχτηκε την εντολή και στις 3 του Μάη ορκίστηκε η νέα κυβέρνηση. Όταν όμως παρουσιάστηκε στη Βουλή δεν πήρε ψήφο εμπιστοσύνης και παραιτήθηκε. Έγιναν τότε παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις και σχηματίστηκε κυβέρνηση από γουναρικούς και στρατικούς με πρόεδρο τον Π. Πρωτοπαπαδάκη.
Ο Στράτος ύστερα από τρεις μέρες με κάλεσε στο σπίτι του και μου είπε να ειδοποιήσω τον απεσταλμένο των Σοβιέτ να φύγει, γιατί η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να εφαρμόσει ριζικές λύσεις. Η πρότασή μου –είπε– να ζητηθεί «δια καταλλήλου και εμμέσου οδού η μεσολάβησις των Σοβιέτ, ήγειρεν θύελλαν διαμαρτυριών εν τω Υπουργικώ Συμβουλίω». Η κυβέρνηση Γούναρη-Στράτου –ο Πρωτοπαπαδάκης ήταν εικονικός πρωθυπουργός– για να εκβιάσει τους «συμμάχους» Αγγλογάλλους καθώς και τον Κεμάλ να δεχτούν έντιμους όρους για τη λύση του μικρασιατικού προβλήματος, μετακίνησε στρατό από τη Μικρασία στη Θράκη. Αποφάσισε να διατάξει την προέλαση του ελληνικού στρατού προς την Κων/λη και το πάρσιμό της. Αλλά τα σχέδιά της αυτά ματαιώθηκαν, γιατί οι σύμμαχοι αντέδρασαν.
Σημειώσεις:
1) Για την «ιστοριούλα» αυτή για πρώτη φορά έκανα λόγο σε διάλεξή μου στον «Ελληνοσοβιετικό Σύνδεσμο» (1945).
2) Σημειώνω πως η Αγγλία είχε αναγνωρίσει τη Σοβιετική Σοσιαλιστική Ένωση (Ρωσία) de facto και ο πρώτος διπλωματικός αντιπρόσωπος της ΕΣΣΔ, Κράσσιν, είχε πάει στο Λονδίνο.
3) Πρέπει να ομολογήσω πως ο Στράτος με δέχτηκε πολύ καλά. Καθόταν τότε στου Πεσματζόγλου το μέγαρο – κάτω πάτωμα (οδός Πατησίων, σήμερα Βασιλίσσης Σοφίας). Ήταν την ώρα που πήγα (11 το πρωΐ) στο γραφείο του Στράτου ο βουλευτής Χατζίσκος. Όταν σε λίγο έφυγε, άρχισε η συζήτηση και ο Στράτος άκουσε με προσοχή τα όσα του είπα.
4) Ο Παπούλας είχε συνεννοηθεί με ανώτερους αξιωματικούς και οργάνωνε πραξικόπημα. Ήταν συνεννοημένος με το Στράτο και άλλους παράγοντες και έχοντας την εξουσιοδότηση του στρατού θα ζητούσε να σχηματιστεί νέα κυβέρνηση με πρωθυπουργό το Στράτο και θα απαιτούσε από τους συμμάχους να δώσουν άμεση λύση του μικρασιατικού προβλήματος.
5) Κοντά ένα τέταρτο της ώρας έψαλλε τον αναβαλλόμενο του Γούναρη. Από όσα έλεγε, φαινόταν αγαναχτισμένος κατά του τότε πρωθυπουργού για την εσωτερική και εξωτερική του πολιτική.
6) «Παλιόπαιδο, από πότε έγινες πολιτικός και αρχηγός ώστε να τολμάς να συζητάς για τόσο σπουδαία ζητήματα; Άϊντε να χαθής! Αν δεν ήσουν παιδί του Κωστή (ο Κωστής ήταν ο πατέρας μου), που τον ξέρω πολύ καλά και έχω κοιμηθεί το 1900 στο σπίτι σας, στη Ζαγορά, θα σε παρέδιδα στο Γάσπαρη (το διευθυντή της αστυνομίας) να σου βάλλη με το βούρδουλα μυαλό. Ακούς εκεί, να τολμάς να λες πως οι Μπολσεβίκοι, οι άθεοι, οι καταδρομείς και λυμεώνες της Μεγάλης Ρωσίας, μπορούν να μεσολαβήσουν και να μας βγάλουν από το αδιέξοδο της μικρασιατικής εκστρατείας! Αυτοί, βρε, είναι νηστικοί και πεινούν. Ήρθεν η ώρα τους, σε 5-6 μήνες θα τους λιντζάρη ο ρωσικός λαός!!…». Από τα λόγια αυτά του Καρτάλη καταλαβαίνει ο καθένας πόση μούχλα είχαν στο κεφάλι τους οι συνεργάτες του Γούναρη.
7) Ο Παπούλας στην κατάθεσή του μπροστά στο στρατοδικείο όταν δικάζονταν (1 Ν/βρη 1922) οι εξ, έκανε τη αποκάλυψη αυτή. Βλ. και τα εστενογραφημένα πρακτικά: «Η δίκη των εξ» (έκδοση «Πρωΐας», 1931, σελ. 63 και 65)
8) Τον στρατηγό Παπούλα τον γνώρισα το 1928 και ως τις αρχές του 1935 είχαμε συνδεθεί με στενή φιλία. Είχαμε οικογενειακές σχέσεις και μου εκμυστηρεύτηκε πολλά. Από το 1930 είχε βγάλει, όπως μου έλεγε, τα κούφια δόντια (= τις παλιές του ιδέες) και έγινε φανατικός δημοκρατικός και μάλιστα πολύ αριστερός δημοκρατικός.
9) Βλ. και «Εστενογραφημένα Πρακτικά της δίκης των εξ», σελ. 94-99.
10) Πριν αποφασιστεί ο διορισμός του Χατζηανέστη, υποδείχτηκαν σα διάδοχοι του Παπούλα οι στρατηγοί Πολυμενάκος και Κοντούλης, αλλά είχαν «φάκελλο». Θεωρούντανε κρυπτοβενιζελικοί.