Με την πάροδο του χρόνου, οι πιο σοβαρές προσπάθειες να ξεκαθαρίσει η εικόνα του τι ακριβώς συνέβη το 1922, παραγκωνίστηκαν. Η πολιτική και εμπορική διαχείριση του «1922» άλλαξε την κοίτη της πραγματικότητας. Όχι μόνο το τι διαδραματίστηκε στα κρίσιμα χρόνια του πολέμου και πώς ιεραρχείται, αλλά και το τι είχαμε και τι χάσαμε. Γιατί δεν χάσαμε μόνο πολλούς άξιους ανθρώπους. Ούτε χάσαμε μόνο τις περιουσίες, τις επιχειρήσεις και τη γη που δουλεύαμε και μας έτρεφε και μας φιλοξενούσε. Χάσαμε κι άλλες εξαιρετικά πολύτιμες ύλες κι αξίες. Χάσαμε τη σύσταση και τη συνοχή μας, χάσαμε τον πολιτισμό μας, χάσαμε την επαφή μας με το ανθρώπινο και φυσικό περιβάλλον που μας τροφοδοτούσε και το συνδιαμορφώναμε επί αιώνες. Κι ό,τι περισώθηκε, πέρα από τη ζωή όσων γλίτωσαν από το θάνατο, δεν ήταν ασήμαντο, αλλά ήταν λίγο σε σχέση με το σύνολο των αξιών και των στοιχείων που συναποτελούσαν τον φυσικό και πνευματικό μας κόσμο.
Βέβαια, το ό,τι αντιστρέφονται τα πράγματα δεν είναι κάτι πρωτοφανές. Ούτε είναι κάτι ξεκομμένο, ουρανοκατέβατο. Εκατό χρόνια πριν τη μικρασιατική καταστροφή, η εκτροπή της Επανάστασης του 1821 είχε οδηγήσει σε ένα κράτος εκτρωματικό. Ο ευγενέστερος σκοπός της, να απαλλαγεί ο λαός από τον δυνάστη και να δημιουργήσει ένα δημοκρατικό ανεξάρτητο εθνικό κράτος, είχε τσαλακωθεί για να επιβληθεί ένα απολυταρχικό καθεστώς υπό την εξουσία των ξένων δυναστών που διαδέχτηκαν τους Οθωμανούς. Παράγωγο αυτού του ημιτελούς, εξαρτημένου και προβληματικού κράτους και των αντίστοιχων πολιτικών του εκπροσώπων, ήταν ο πόλεμος και η τραγωδία του 1922.
Απώλειες
Με τη λήξη των εχθροπραξιών το φθινόπωρο του ’22, αποστερηθήκαμε ένα πολύ μεγάλο κομμάτι μας. Ένα πολυεστιακό κέντρο που ήταν πηγή και αιμοδότης του Ελληνισμού. Ένα μοναδικό κομμάτι, μέρος του συνόλου, αλλά αυθύπαρκτο και αυτενεργό. Ένα ζωτικό μέρος που από τη φύση του δεν μπορούσε να ξεριζωθεί χωρίς να καταστραφεί το ίδιο και χωρίς να υποστεί ανήκεστο βλάβη το σύνολο στο οποίο ανήκε. Δηλαδή, μια καταστροφή ανεπανόρθωτη.
Το επισημαίνει, από την πλευρά των ξεριζωμένων, και ο Γιώργος Τενεκίδης στον πρόλογο του πρώτου από τους πέντε τόμους με τις εκατοντάδες μαρτυρίες που περιλαμβάνονται στη μνημειώδη συλλογή «Η Έξοδος» (εκδ. Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών):
«Υπάρχει ένα στοιχείο που δεν το συνειδητοποίησαν αρκετά οι μεταγενέστεροι. Οι προσωπικές θυσίες είναι περίπου γνωστές, αλλά υπάρχουν και άλλες με εξίσου βαρυσήμαντη κοινωνική διάσταση. Οι ξεριζωμένοι δεν έχασαν μόνο γονείς, παιδιά, αδέλφια, την προγονική γη, αλλά και το δεσμό με τη θεμελιωμένη από χρόνια ή και από αιώνες κοινωνική τους ομάδα: την κοινότητά τους, το χωριό τους, τη γειτονιά τους στην πολιτεία, το στενό ή το ευρύτερο ανθρώπινο περιβάλλον τους. Ενώ πολλοί Μικρασιάτες, όσοι γλύτωσαν από τις σφαγές ή την ομηρεία, μπόρεσαν να σωθούν καταφεύγοντας στα ελληνικά παράλια, αντίθετα η Καταστροφή σημείωσε το οριστικό τέλος των συγκροτημένων κοινωνικών ομάδων. Τα κοινωνικά πρωτοκύτταρα: πολιτείες, κωμοπόλεις, χωριά, συνάφια, σύλλογοι, ιδρύματα, χάθηκαν για πάντα ως ανθρώπινες και θεσμικές οντότητες. Το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών μέτρησε 2.150 απολεσθέντες ελληνικούς οικισμούς στη Μικρασία.»
Τελεσίδικος ξεριζωμός
Οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία δεν είχαν ούτε τη δυνατότητα που είχαν οι φυλακισμένοι και οι εξόριστοι, να γυρίσουν κάποια μέρα στις πόλεις και τα χωριά τους, στη συλλογικότητά τους, στον πολιτισμό τους με όλο το βάθος και την ιδιαιτερότητά του. Όχι πως θα ήταν εύκολο να γυρίσουν αν τους επιτρεπόταν, αλλά σίγουρα δεν θα ήταν αδύνατο αν δεν είχε υπογραφεί η απάνθρωπη συνθήκη για την ανταλλαγή των πληθυσμών, το 1923, μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, βασικός όρος της οποίας ήταν ότι κανένας από τους πρόσφυγες δεν μπορεί εσαεί να επιστρέψει στον τόπο του, ακόμα και σε καιρό ειρήνης.
Στη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη, η υποχρεωτική ανταλλαγή εφαρμόστηκε καθολικά, με εξαίρεση την Κωνσταντινούπολη, που κι αυτή δεν έμεινε ακέραια. Υπήρχαν, όμως, και περιοχές ολόκληρες που δεν τις είχε αγγίξει ο πόλεμος, δεν είχαν δηλητηριαστεί οι σχέσεις των ανθρώπων και οι Έλληνες παρέμεναν στα χωριά τους. Είναι σπαρακτικές οι μαρτυρίες των Ρωμιών που έφευγαν με τα κινητά υπάρχοντά τους από τα χωριά της Καππαδοκίας. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που οι Τούρκοι συγχωριανοί τους κατασυγκινημένοι προσπαθούσαν να τους αποτρέψουν. Όμως, επιλογή δεν είχαν. Το καθυστέρησαν όσο μπορούσαν, αλλά η άνωθεν απόφαση να ξεριζωθούν δεν άλλαζε. Με τη συμφωνία για την ανταλλαγή των πληθυσμών ήταν υποχρεωμένοι να εγκαταλείψουν τα πάντα και για πάντα! Και τα σπίτια τους, τα χωράφια, τα μαγαζιά, τα σχολεία, τις εκκλησίες, τα αγιάσματα και τους τάφους των γονιών και των παππούδων τους, και τα ζωντανά τους, τα μαντριά, τις βρύσες, τα δέντρα, τα καλντερίμια και το κλίμα τους, και τους φίλους, γείτονες και συνεργάτες τους, τον τρόπο ζωής τους, τη γενέτειρα και ιδιαίτερη πατρίδα τους και τη ντοπιολαλιά τους. Όλα θα έμεναν πίσω, εγκαταλειμμένα. Ο από αιώνων κοινοτικός πολιτισμός τους γινόταν φύλλο και φτερό.
Βαρύ πλήγμα
Είναι φυσικό, εκ των υστέρων, αφού δρόμος επιστροφής δεν υπάρχει και το σοκ του ξεριζωμού έχει προ πολλού απορροφηθεί σε μεγάλο βαθμό από το κοινωνικό σώμα, ενστικτωδώς να στρέφεται η προσοχή στη θετική πλευρά της εγκατάστασης των προσφύγων στην Ελλάδα. Ο γέγονε γέγονε. Αφού ο ξεριζωμός δεν ανατρέπεται, προέχει τι καλό προέκυψε απ’ αυτόν. Ενισχύθηκε πληθυσμιακά το ελληνικό κράτος και εδραιώθηκε η κυριαρχία του στα πυκνοκατοικηθέντα από τους πρόσφυγες μέρη. Επίσης, αυξήθηκε ραγδαία ο παραγόμενος πλούτος, με τα άφθονα χέρια και τις καινούργιες ιδέες με τις οποίες μαζικά μπολιάστηκε η οικονομία της χώρας. Ο δε ελλαδίτικος πολιτισμός, έντεχνος και λαϊκός, εξελίχθηκε δυναμικά και με μεγαλύτερη ποικιλία. Και βέβαια, αυτή η προσέγγιση βολεύει αφάνταστα την άρχουσα τάξη, βενιζελική και βασιλική, καθώς εκτοπίζει από το προσκήνιο τις εγκληματικές ευθύνες της για την ανυπολόγιστου μεγέθους καταστροφή!
Η θετική, πάντως, είναι μόνο η μία πλευρά. Και δεν συμψηφίζεται, όπως συνηθίσαμε να κάνουμε αυθαίρετα και βιαστικά, με την άλλη πλευρά που έχει να κάνει με τα σοβαρότατα προβλήματα που ανέκυψαν ως συνέπεια της καταστροφής. Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας ήταν η οντότητα της οποίας η ολοσχερής καταστροφή σηματοδότησε την εκ θεμελίων διατάραξη της ισορροπίας στο πλέγμα του παγκόσμιου κοινοτικού Ελληνισμού.
Το πλήγμα ήταν βαρύτατο. Και δεν ήταν το πρώτο. Μεγάλο πλήγμα είχε δεχτεί η καθοριστική για την Επανάσταση του 1821 ελληνική Διασπορά, με τον τρόπο που συντελέστηκε η κατασκευή από τους ξένους του ελληνικού κράτους. Δεν είναι τυχαίο που εξαιρετικής ποιότητας Έλληνες έφευγαν από το νέο ελληνικό κράτος και την ελλαδική περιφέρεια και εγκαθίσταντο στην Πόλη, τη Σμύρνη, την Αλεξάνδρεια κι αλλού!
Το 1922, η ελληνική Διασπορά, αυτή που είχε παίξει πρωτοποριακό και πρωταρχικό ρόλο στις επαναστατικές αλλαγές, κλονίστηκε εκ νέου, συθέμελα και ανεπανόρθωτα, καθώς σφραγίστηκε και επιταχύνθηκε ο ρυθμός συρρίκνωσής της. Κι αυτή η αποδυνάμωση στερούσε το ελληνικό κράτος και την ελληνική κοινωνία από παραγωγικότατες πηγές ιδεών και ενέργειας. Χωρίς τις ακμαίες ποιοτικά υψηλής στάθμης παροικίες, η Ελλάδα έχασε την πλούσια και κοσμοπολίτικη εξωχώρια δικτύωσή της. Έχασε τις διάσπαρτες και αλληλοσυμπληρούμενες δεξαμενές σκέψης που την εφοδίαζαν με πολιτισμική, κοινωνική και πολιτική πρώτη ύλη καλά επεξεργασμένη. Έχασε ένα διεθνές πλέγμα που ήταν η φυσική της έξοδος-είσοδος στον κόσμο. Κι έτσι, το συλλογικό αίσθημα αυτοσυντήρησης περιορίστηκε σε ένα μικρό κράτος, το οποίο οι διαχειριστές του εξαγίασαν και απολυτοποίησαν, ενώ αυτό έχανε ζωτικές πηγές που ευεργετούσαν αδιάκοπα το εθνικό κέντρο. Το ελληνικό κράτος χωρίς τους εξωτερικούς προμηθευτές, τους ζωοδότες στοχαστές, χάνει τις εστίες ανανέωσης, εμπλουτισμού και στήριξης.
Εξάλειψη
Το πόσο σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν οι ελληνικές παροικίες για τη συγκρότηση του νέου Ελληνισμού είναι γνωστό. Ακόμα και ο πιο άσχετος θα έχει ακούσει ότι η Φιλική Εταιρεία ιδρύθηκε στην Οδησσό, πόλη της Ρώσικης Αυτοκρατορίας, και ότι η Κωνσταντινούπολη, πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ήταν το μεγαλύτερο κέντρο του Ελληνισμού για πολλές δεκαετίες και μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους. Και σίγουρα αρκετοί ξέρουν ότι οι ελληνικές παροικίες ήταν πάρα πολλές και πολύ εξελιγμένες στη Μικρά Ασία, με ένα τεράστιο δίκτυο παιδείας, από την Ανατολική Μεσόγειο στο Νότο ως την μαυροθαλασσίτικη Τραπεζούντα στο Βορρά, αλλά και στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, στη Μολδαβία και τη Βλαχία, όπως και στη Γερμανία, τη Γαλλία, την Αυστρία, την Ιταλία κ.λπ. Ο Ρήγας, ο Κοραής, ο Υψηλάντης, ο Μαυροκορδάτος, ο Καποδίστριας και εκατοντάδες άλλοι διακεκριμένοι Έλληνες από την Πόλη, τη Σμύρνη, το Βουκουρέστι, το Βελιγράδι, την Πετρούπολη, τη Βραΐλα, το Ιάσιο, το Παρίσι, το Μόναχο, τη Βιέννη, την Τεργέστη, το Λονδίνο, την Πίζα, το Λιβόρνο, τη Φλωρεντία, τη Βενετία ή τη Μασσαλία κι άλλες πόλεις, πρωτοστάτησαν στην προετοιμασία και πραγματοποίηση της Επανάστασης, αλλά και στην μετέπειτα πορεία του Ελληνισμού, στο υλικό και πνευματικό επίπεδο. Εκεί, σ’ αυτές τις κοινότητες έγινε η πολύχρονη και εξαιρετικά αποδοτική προεργασία για την Επανάσταση.
Όμως, από το 1821 ως το 1922, οι αλλαγές στην ελληνική διασπορά είναι δραματικές. Αλλάζει το τοπίο. Όλη η ελληνική παρουσία στη Μικρά Ασία εξαφανίζεται. Εάν δεν είναι μοναδικό είναι πολύ σπάνιο φαινόμενο στην παγκόσμια ιστορία ο καθολικός αφανισμός ενός ολόκληρου πολιτισμού βαθιά ριζωμένου επί χιλιετίες μέσα σε λίγες μέρες! Οι ελληνικοί 2.150 οικισμοί, σύμφωνα το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, διαγράφονται από το χάρτη και με διεθνή συνθήκη παύουν οριστικά να υπάρχουν! Ένας από τους σημαντικότερους πολιτισμούς του κόσμου εξαλείφεται με έναν σχετικά σύντομο πόλεμο και μία πολιτική απόφαση σε επίπεδο κορυφής. Τα θύματα, πάνω από δύο εκατομμύρια άνθρωποι, δεν ρωτήθηκαν ούτε για τον πόλεμο ούτε για την επαχθέστατη συνθήκη που τους καταδίκαζε τελεσίδικα σε ξεριζωμό, διάλυση και παραίτηση από τα πάτρια.
Τυχοδιωκτισμός
Γενικά μιλώντας, ενώ στη διάρκεια της Επανάστασης, στη δεκαετία του 1820, οι παροικίες δια των διακεκριμένων εκπροσώπων τους είχαν καθοριστικό πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση του νέου Ελληνισμού και στις εσωτερικές εξελίξεις στον ελλαδικό χώρο, από την επιβολή της βαυαροκρατίας αυτή η σχέση τροποποιείται. Συστηματικά καλλιεργείται μια κεντρική αντίληψη που ταυτίζει την ύπαρξη και ανάπτυξη του Ελληνισμού μόνο με τα τεκταινόμενα στο εσωτερικό των κρατικών συνόρων. Κι ας είναι μεγάλη η οικονομική δύναμη του παροικιακού Ελληνισμού. (Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, «Εξάρτηση και αναπαραγωγή… 1830-1922», εκδ. Θεμέλιο)
Το βάρος πέφτει στην επέκταση του κράτους και το εντόπιο κατεστημένο βλέπει τις πλούσιες, αναπτυγμένες και πολυπληθείς παροικίες της Ανατολής σαν «φιλέτα» μιας γενικότερης λείας που μπορεί να αποκτηθεί με πολεμικές επιχειρήσεις που φαντάζουν, από κάκιστη εκτίμηση, εύκολες εφ’ όσον θα πραγματοποιούνται υπό την προστασία και προς εξυπηρέτηση των σχεδίων των μεγάλων δυνάμεων. Ο Ελληνισμός των παροικιών όχι μόνο ποτέ δεν ερωτάται, αλλά και χρησιμοποιείται κατά περίπτωση είτε ως μελλοντικό λάφυρο του ελληνικού κράτους είτε ως αναλώσιμη ύλη στην εφαρμογή των γενικότερων σχεδίων των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων με αντάλλαγμα ένα καλό «μερίδιο» στο δορυφόρο τους, την Ελλάδα. Τα επεκτατικά σχέδια εφαρμόζονται ερήμην των ομογενών, στην «καμπούρα» τους, κατά τη λαϊκή ρήση.
Σε μία άλλη εφαπτόμενη τυχοδιωκτική επιδρομή του ελληνικού βασιλείου, το 1919, είχε τραυματιστεί ανίατα η ελληνική κοινότητα της Οδησσού στους κόλπους της οποίας είχε γεννηθεί η Φιλική Εταιρία.
Οι επιτυχίες του 1912-13 είχαν μετριάσει το ζόφο από την ταπεινωτική ήττα του 1897 και είχαν ενθαρρύνει τον τυχοδιωκτισμό που εκδηλώνεται προκλητικά με την αποστολή από τον Βενιζέλο 25.000 στρατιωτών στη νότια Ρωσία να πολεμήσουν στο πλευρό των Γάλλων εναντίον των μπολσεβίκων! Μία καταστροφή που δεν περιορίζεται στην άδικη και άχρηστη απώλεια αρκετών εκατοντάδων στρατευμένων Ελληνόπουλων, αλλά επεκτείνεται στην άτακτη και άμεση αποσύνθεση της σημαντικότατης ελληνικής κοινότητας της Οδησσού, αλλά και στην μακροπρόθεσμη υπονόμευση της ελληνικής παρουσίας στην παρευξείνια ζώνη, από τη Μολδαβία μέχρι τη Γεωργία, στη Σοβιετική Ένωση και αργότερα στην Ανατολική Ευρώπη. Αυτή η σκοτεινή και τραγική πτυχή των πολιτικών της ελληνικής άρχουσας τάξης σε βάρος της ελληνικής ομογένειας και του Ελληνισμού γενικότερα, σκόπιμα υποβαθμίστηκε στο δημόσιο λόγο ενώ αποτελεί μάλλον τη σημαντικότερη παράμετρο της καταστροφής.
Φθορά
Κατά την ίδια περίοδο, το πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα, σημειώνονται και άλλες σοβαρές απώλειες, κι άλλο ξήλωμα. Για παράδειγμα, η σπουδαία ελληνική παρουσία στη Φιλιππούπολη και σε άλλες πόλεις της Βουλγαρίας επίσης συρρικνώνεται αισθητά. Και μέχρι το 1964, χρονιά που η Κωνσταντινούπολη δέχεται το τελευταίο, μετά το πογκρόμ του 1955, μεγάλο πλήγμα με τις απελάσεις των Πολιτών με ελληνική υπηκοότητα, ταυτόχρονα με την εξάρθρωση της ελληνικής κοινότητας στην Αίγυπτο, οι παλιές ανθούσες ελληνικές παροικίες έχουν εξαϋλωθεί. Οι αντίστοιχες στην Ευρώπη, μικρότερες σε πληθώρα και μέγεθος, αλλά πολύ σημαντικές σε ποιότητα και επιρροή, επίσης φθείρονται.
Εκδηλώνεται, βέβαια, ένα πολύ μεγάλο ρεύμα οικονομικών μεταναστών από την Ελλάδα προς την Αμερική, την Αυστραλία και την Αφρική, αλλά είναι πολύ διαφορετικού χαρακτήρα. Ενώ οι παλιές παροικίες διακρίνονταν για το μορφωτικό επίπεδο των μελών τους, οι νέες παροικίες αποτελούνται βασικά από αγρότες και εργάτες που διασκορπίζονται σε πάρα πολλές πόλεις και χωριά σε όλες τις ηπείρους. Στέλνουν εμβάσματα στις οικογένειές τους, αλλά ελάχιστα επηρεάζουν την κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική ζωή της Ελλάδας.
Οι συνέπειες αυτής της ριζικής μεταβολής κι αυτής της βαθιάς αποσύνθεσης και ανασύνθεσης του Ελληνισμού ως ενιαίου συνόλου, σε όλους τους τομείς και ιδίως του πολιτισμού, πρέπει να μελετηθούν πιο επισταμένα. Το γεγονός ότι η Ελλάδα έχασε τους φωτοδότες ομογενείς και ο Ελληνισμός τις δεξαμενές σκέψεις και τον κοσμοπολιτισμό τους, δεν έχει εκτιμηθεί σωστά και δεν έχει υπολογιστεί το μακροπρόθεσμο κόστος. Στο συλλογικό υποσυνείδητο επικράτησε η εύπεπτη θέση για το μικρό αλλά ηρωικό έθνος που υπερασπίζεται τα σύνορά του και καλλιεργεί ό,τι εμπερικλείεται σ’ αυτά. Ένας μοναχικός μικρόκοσμος, περίφρακτος και αδιάβροχος. Μια στενή θεώρηση πέρα για πέρα αντίθετη σ’ αυτό που χαρακτηρίζει τον διασταλτικό και διαπλαστικό χαρακτήρα του Ελληνισμού. Δηλαδή, κόντρα στην κλασική κοσμοαντίληψη για τα πολλά και διάσπαρτα κέντρα τα οποία ευδοκιμούν ως κύτταρα με ανοιχτούς πόρους που δέχονται τις επιδράσεις των άλλων κυττάρων και βρίσκονται σε μια διαρκή συναλλαγή με όλους τους περιβάλλοντες πολιτισμούς.
Έγκλημα και δημαγωγία
Από τη γένεση του ελληνικού κράτους, υπήρξαν αντιστάσεις και έγιναν γενναίες απόπειρες κόντρα στην κυρίαρχη επιλογή∙ άνθρωποι, τάσεις και κινήματα προσπάθησαν να ανατρέψουν αυτή την αντίληψη, να εξαλείψουν αυτό το εσωστρεφές βάλτωμα, αλλά, ενώ άφησαν σπουδαία ίχνη, δεν μπόρεσαν να ολοκληρώσουν το εγχείρημα.
Η συντηρητική ηγεμονική πλευρά, με βία, άμεση και έμμεση, και με προκάλυμμα την επίκληση –δημαγωγικά– του πατριωτισμού και του εθνικισμού, επέβαλε τη δική της άποψη και οχυρώθηκε στο ελεγχόμενο απ’ αυτήν μικρό κράτος, που ήταν απολύτως συμβατό με την ξένη κηδεμονία. Και ο επεκτατισμός της πραγματοποιήθηκε σε βάρος των Ελλήνων της Διασποράς που τον πλήρωσαν με τη ζωή, τις περιουσίες και τον πολιτισμό τους. Η «Μεγάλη Ιδέα» εγκαταλείφθηκε από τους θιασώτες της αφήνοντας παντού ερείπια μόνο μετά την πελώρια πανωλεθρία του ’22.
Σε καμία περίπτωση, η βούληση, το συμφέρον και ο κίνδυνος αφανισμού για εκατομμύρια Έλληνες της Διασποράς δεν λήφθηκε υπόψη στους τυχοδιωκτισμούς της άρχουσας τάξης. Ούτε υπήρξε οποιαδήποτε πρόνοια για την ασφάλειά τους. Το πώς παράτησαν στους Ταλιμπάν οι Αμερικάνοι και Ευρωπαίοι τους συνεργάτες τους στο Αφγανιστάν είναι πταίσμα μπροστά στο πώς εγκατέλειψε στους Τσέτες ο ελληνικός στρατός τους Έλληνες στη Μικρά Ασία!
Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι ορατό. Η ανθούσα ελληνική Διασπορά που λειτουργούσε ευεργετικά για την Ελλάδα και τον Ελληνισμό σπαταλήθηκε, ενώ ποτέ δεν βοηθήθηκε ουσιαστικά για να διατηρηθεί ή να ανακάμψει οπουδήποτε. Η πολιτική, μυωπική, εξαρτημένη και στείρα, χωρίς όραμα, δεν εμπνέει ούτε κινητοποιεί τις άξιες δυνάμεις του Ελληνισμού. Οι σύγχρονοι πολιτικοί χαρίζουν τους μορφωμένους νέους στις μητροπόλεις και προσκυνούν τα fund τα οποία αν έκαναν καλό στις χώρες στις οποίες εισβάλουν, όλοι οι λαοί θα ευημερούσαν. Η ξενοδουλεία ζει και βασιλεύει.
Δυστυχώς, τα εγκλήματα σε βάρος του Ελληνισμού, εντόπιου και απανταχού, είναι μεγάλα, πολλά και διαρκή, ενώ οι δράστες απολαμβάνουν ατσαλάκωτοι τα προνόμια της εξουσίας.