Το κακό είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ τσιμπάει σε κάθε ανούσια πρόκληση των καθεστωτικών, νομίζοντας ότι τσιμπάει κι ο κόσμος.
Αλλά ακόμα κι αν ο κόσμος τσιμπάει, σε καμία περίπτωση η γλώσσα ενός Δελτίου Τύπου που βγαίνει από κομματική ρουτίνα δεν πρόκειται να αποτρέψει το τσίμπημα.
Το πρόβλημα παραμένει. Οι βουλευτές και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ σπάνια καθορίζουν την ατζέντα των αντιπαραθέσεων. Είναι συνήθως, όσο κι αν υψώνουν τη φωνή τους, όσο κι αν υποστηρίζουν σωστά πράγματα, σε θέση άμυνας. Αυτό είναι ένα σοβαρό πρόβλημα στην επικοινωνία. Και μ’ αυτό συνδέεται και η αξιολόγηση των «λαθών» και των «εκτροπών» από τις συλλογικές αποφάσεις. Όποιος έχει γερό έρεισμα μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, υποστηρίζεται π.χ. από μια τάση, έχει πολύ διαφορετική αντιμετώπιση από εκείνον που είναι μόνος του. Ενώ οι αξιολογήσεις των «λαθών» και των «εκτροπών» έπρεπε να γίνονται με βάση την επίπτωση που έχουν στο κοινωνικό σώμα. Ο Τατσόπουλος προκάλεσε σημαντική αντίδραση μέσα στον οργανωμένο κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ο «πλούτος» βουλευτών και τα «χαρτοφυλάκια» της Blackrock και της JPMorgan που προκάλεσαν πραγματικά αλγεινή εντύπωση στον σακατεμένο πολίτη, αντιμετωπίστηκαν με πολλά ελαφρυντικά. Ποιο είναι, όμως, πιο ζημιογόνο; Και γιατί το ένα αντιμετωπίστηκε έντονα και απαξιωτικά και το άλλο χλιαρά και συγκαλυπτικά;
Εάν μας καίει η καθήλωση του ΣΥΡΙΖΑ, δεν θα έπρεπε να μας προβληματίσει η αποτελεσματικότητα της επικοινωνιακής μας πολιτικής γενικότερα; Δεν ισχυρίζομαι ότι φταίνε οι σύντροφοι που τη διαχειρίζονται κεντρικά, γιατί κανένας δεν έχει το μαγικό ραβδί ή τη μαγική γνώση, αλλά δεν θα έπρεπε να μας προβληματίσει η αναποτελεσματικότητα του τρόπου εμφάνισης, του περιεχομένου και του τρόπου διαχείρισης του τηλεοπτικού χρόνου; Δεν θα έπρεπε να έχουμε κάνει μακροβούτι στην κοινωνία, πρόσωπο με πρόσωπο, χωρίς τη διαμεσολάβηση του Πρετεντέρη;
Υπάρχουν στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ τα οποία, σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκεντρώνονται και κοινοποιούνται στα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής, εμφανίζονται 100(!) φορές το χρόνο στα κανάλια πανελλαδικής εμβέλειας και άγνωστο πόσες φορές στα κανάλια τοπικής εμβέλειας! Κι αυτό επειδή έχει τεθεί ο περιορισμός των δύο εμφανίσεων τη βδομάδα, ήτοι 52Χ2=104, ο οποίος, μάλιστα, δεν τηρείται πάντοτε. Δεν θα έπρεπε, άραγε, πέρα από τις εμφανείς παραφωνίες και τους αυτοσχεδιασμούς που συχνά μπερδεύουν τον κόσμο, να αξιολογηθούν αυτές οι παρεμβάσεις; Πόσο ευεργετούν το κίνημα και πόσο ενισχύουν και διευρύνουν την επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ;
Πρέπει κανείς να μην έχει επαφή με την ασφυκτιούσα κοινωνία για να νομίζει ότι η προβληματική τοποθέτηση του Τατσόπουλου σε μια τηλεοπτική συζήτηση έχει μεγαλύτερο βάρος, ότι κλονίζει περισσότερο την εμπιστοσύνη των πολιτών στον ΣΥΡΙΖΑ, από τους αυτοσχεδιασμούς και τον ξύλινο λόγο που μας ταυτίζει με τους απέναντι. Κι από την αποκάλυψη των απρόβλεπτων ποσοτικά και ποιοτικά περιουσιακών στοιχείων βουλευτών που, σε αντίθεση με τον Τατσόπουλο, ενδεχομένως θα είναι υπουργοί στην αριστερή κυβέρνηση. Το γεγονός ότι, εν μέσω μιας πολύχρονης καταστροφικής κρίσης, ο ΣΥΡΙΖΑ δυσκολεύεται πολύ να κερδίσει την εμπιστοσύνη σημαντικού μέρους της κοινωνίας που υφίσταται όλες τις συνέπειες των Μνημονίων, βασικά οφείλεται στις δηλώσεις Τατσόπουλου ή στα καρναβαλικά μασκαρέματα του Διαμαντόπουλου; Μήπως, ο υπερβολικός θόρυβος απ’ αυτές τις περιπτώσεις βολεύει για να μην εντοπισθούν και συζητηθούν δημόσια ή έστω μέσα στους κόλπους του κόμματος, οι πραγματικές αιτίες που εμποδίζουν εκατομμύρια ρημαγμένους συμπολίτες μας να αγκαλιάσουν και να στηρίξουν τον ΣΥΡΙΖΑ; Γιατί μένουμε στο 19-22%, πολύ κάτω ακόμα κι απ’ το τελευταίο εκλογικό αποτέλεσμα;
Είναι αντιληπτό ότι ορισμένοι περιμένουν τα επόμενα εκλογικά αποτελέσματα, που προβλέπεται ότι τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι υψηλότερα από την πραγματική επιρροή του, για να μας πουν ότι όλα καλώς έγιναν. Είναι, όμως, έτσι τα πράγματα; Μας ενδιαφέρει μόνο το εκλογικό αποτέλεσμα που σε μεγάλο βαθμό οι δημοσκοπήσεις, αλλά και η επαφή μας με τους πολίτες καθημερινά, δείχνουν ότι θα είναι σε ένα σημαντικό ποσοστό προϊόν της τελευταίας στιγμής, «εξαναγκασμένο»; Ή πρέπει να στεριώσουμε τη σχέση μας με την κοινωνία, να τη χτίσουμε γερά και στέρεα, γιατί αλλιώς δεν θα έχουμε τη μεγάλη στήριξη που θα χρειαστούμε για να εφαρμόσουμε πολιτικές που ξέρουμε ότι θα προκαλέσουν τη λυσσαλέα αντίδραση όλων των σκοτεινών δυνάμεων εσωτερικού και εξωτερικού;
Αυτό που με φοβίζει περισσότερο στον ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι πολλοί αντιμετωπίζουν το σήμερα, και πολύ περισσότερο το αύριο, σαν να είναι χτες!
Γιατί δεν πείθει ο ΣΥΡΙΖΑ;
Μερικοί αρέσκονται, και παρηγορούνται, να λένε ότι οι δημοσκοπήσεις είναι φτιαχτές. Εγώ δεν τις αμφισβητώ τόσο εύκολα, γιατί το ίδιο μήνυμα παίρνω από την καθημερινή επαφή με τους συμπολίτες μου. Λίγο πάνω, λίγο κάτω, δεν έχει σημασία. Η ουσία είναι ίδια.
Ένα 40% δεν θέλει ή διστάζει να ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί; Επειδή του φαίνεται πολύ εξτρεμιστικός, ότι θα φέρει τα πάνω-κάτω, ότι θα πάρει τα σπίτια κι ότι θα ανοίξει γκουλάγκ ή επειδή του φαίνεται μία από τα ίδια, ότι δεν θα κάνει τίποτα ουσιαστικά διαφορετικό από τους άλλους, ότι δεν έχει επάρκεια; Σ’ αυτά τα ερωτήματα πρέπει να απαντήσουμε με βαθιά ανάλυση και ισχυρή τεκμηρίωση. Κι απ’ αυτό τον κόσμο να ξεκινάει ο προβληματισμός μας. Εμείς, όμως, αντιδρούμε κι απαντούμε στους ήδη τσιμενταρισμένους του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ., που από συμφέρον, συνενοχή, προκατάληψη, ιδεολογική συνέπεια ή βλακεία, αποτελούν το σκληρό πυρήνα της εκλογικής βάσης της μνημονιακής εξουσίας. Κι όσο το κάνουμε αυτό, τόσο απομακρύνονται από μας ή συνεχίζουν να κρατούν αποστάσεις αυτοί οι 40 στους 100 που έχουν απηυδήσει από τα κόμματα εξουσίας που τους έφεραν στο χείλος του γκρεμού.
Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να το καταλάβει αυτό. Ο κίνδυνος προέρχεται όχι από κάποιες μεμονωμένες ριζοσπαστικές «εκτροπές», αλλά από τη σταδιακή διολίσθηση στην εξομοίωση. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πείθει ακόμα, ούτε καν σημαντική μερίδα αυτών που τον ψήφισαν στις τελευταίες εκλογές, που άλλαξαν την ψήφο τους σε χρόνο ντε-τε, μέσα σε ένα μήνα, από το Μάη στον Ιούνη του 2012. Δεν πείθει πολλούς ανθρώπους ότι θέλει και μπορεί να φέρει μια πραγματική αλλαγή και όχι μια ελαφρώς τροποποιημένη εκδοχή της παρούσας κατάστασης. Η εμπειρία, η νεότερη, από την Ευρώπη και από αλλού, δεν είναι ενθαρρυντική. Τα αριστερά κόμματα, στην ανατολική και τη δυτική Ευρώπη, εξελίχθηκαν σε δεξιά, δεξιότατα, με αριστερά χρώματα. Από το γαλλικό σοσιαλιστικό, το πιο πολεμοχαρές στην Ευρώπη, έως το απολύτως διεφθαρμένο ΠΑΣΟΚ. Για να μην μιλήσουμε για τα κομμουνιστικά που αυτοδιαλύθηκαν ή για τα μεταλλαγμένα από «τύπου κομμουνιστικά» σε «τύπου σοσιαλιστικά» σε όλη την ανατολική Ευρώπη μετά το ’90, που όλα κέρδισαν τις εκλογές, από τη Βουλγαρία ως την Πολωνία, παρ’ όλη την καταρράκωση των καθεστώτων και των σοσιαλιστικών προτύπων, για να απαξιωθούν εκ νέου μετά την απόδειξη ότι είναι εξίσου διεφθαρμένα με τα νεοκαπιταλιστικά.
Από τι κινδυνεύει περισσότερο ο ΣΥΡΙΖΑ; Από την αποριζοσπαστικοποίησή του ή από τη ριζοσπαστικοποίησή του; Ακόμα και το υπαρκτό κομμάτι της κοινωνίας, και καθόλου αμελητέο, που μας λέει ότι θα ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ ή Χρυσή Αυγή, με όποια σύγχυση κι αν κουβαλάει, κάποιο μήνυμα μας στέλνει. Δείχνει να ταλαντεύεται γιατί δεν έχει πειστεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα κοντραριστεί σοβαρά με τα κατεστημένα συμφέροντα που ρήμαξαν τη ζωή μας. Βλέπει κάτι πολύ συμβατικό στον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό δεν σημαίνει ότι επιζητεί επανάσταση των μπολσεβίκων. Επιζητεί, όμως, επανάσταση των πρακτικών, των ηθών, των νοοτροπιών, της αξιοπρέπειας, της εντιμότητας, της αποτελεσματικότητας, των συνθηκών διαβίωσης, της ανεξαρτησίας και αυτοδιάθεσης. Δεν θέλει μόνο άρνηση του Μνημονίου. Θέλει ρήξη με τους προηγούμενους, όχι διάλογο. Θέλει απόδοση ευθυνών και δικαιοσύνη. Δεν θέλει κουκούλωμα, ούτε να τα βρούμε. Θέλει τιμωρία των ενόχων και ένα καινούργιο ξεκίνημα, με σύνεση, αλλά και με αποφασιστικότητα. Το όλοι δικοί μας είμαστε, στην προκειμένη περίπτωση, δεν ισχύει!
Άπιστος,
Γκαούρ