Αναγκαία συμπεράσματα από μια μάχη που θα μπορούσε να είχε κερδηθεί. Του Μάκη Μαντά
Η κυβέρνηση πέτυχε τους πρώτους της στόχους: Να κλείσει τις μονάδες του ΕΟΠΥΥ, τουλάχιστον με τη μορφή που είχαν μέχρι σήμερα και να οδηγήσει σε διαθεσιμότητα 8.500 εργαζόμενους σ’ αυτές. Προβλέπεται οριστική αποχώρηση, εντός του επομένου μηνός, άνω του 60% των υπηρετούντων γιατρών, που θα προτιμήσουν τα ιατρεία τους από την πλήρη και αποκλειστική απασχόληση στο νέο φορέα. Στη συνέχεια, ακόμα κι αν ανοίξουν ξανά οι δομές, όπως (προφορικά) υπόσχεται ο υπουργός, το επόμενο 6μηνο προβλέπεται από το νόμο «αξιολόγησή» τους και συγχώνευση-κατάργηση των περισσοτέρων (που θα έχουν μείνει ούτως ή άλλως με πολύ λίγους γιατρούς), με αποτέλεσμα συρρίκνωση του (ήδη ανεπαρκούς) δημόσιου τομέα Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας στο μισό και κάτω του προϋπάρχοντος, αλλά και περεταίρω απολύσεις προσωπικού – πλην γιατρών.
Οι προφορικές δηλώσεις ότι υπάρχει δυνατότητα να προσληφθούν γιατροί αν δεν επαρκέσουν αυτοί που θα μείνουν, μόνο μειδιάματα μπορούν να προκαλέσουν. Στο νόμο όλα τα βασικά επίδικα (δομές που θα παραμείνουν, προσλήψεις νέων εργαζόμενων κ.λπ.) ρυθμίζονται με υπουργικές αποφάσεις. Το σχέδιο είναι ελάχιστοι γιατροί, σε ελάχιστες δομές, για ελάχιστες παροχές. Άλλωστε, στην έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους η κυβέρνηση βάζει στόχο την αποχώρηση όσο γίνεται περισσότερων γιατρών, έτσι ώστε να υπάρξει δημοσιονομικό όφελος. Ανοίγεται συνεπώς πεδίο δόξης λαμπρό για περεταίρω επέκταση του μεγάλου κρατικοδίαιτου ιδιωτικού τομέα (δηλαδή, ακόμα περισσότερη διαφυγή πόρων προς τον ιδιωτικό τομέα, οπότε πάει περίπατο και το δημοσιονομικό όφελος) αλλά και των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιριών που υπόσχονται «λαγούς με πετραχήλια» στους απελπισμένους ασφαλισμένους και ανασφάλιστους. Το για ποιους δουλεύει η κυβέρνηση είναι σαφές.
Γιατί χάσαμε;
Οι γιατροί μετά από 11 βδομάδες απεργία δεν κατάφεραν να αποτρέψουν την εξέλιξη αυτή. Μπορούσε να γίνει κάτι; Τι λάθος κάναμε;
Για την επιτυχία ενός αγώνα για την υπεράσπιση της Δημόσιας Πρωτοβάθμιας Υγείας δεν αρκούν οι δυνάμεις των γιατρών. Χρειάζεται μέτωπο γιατρών-ασφαλισμένων, και σ’ αυτό συμφωνούμε όλοι. Μια προϋπόθεση που υπάρχει για κάτι τέτοιο είναι η στενή σχέση γιατρού-αρρώστου στην πρωτοβάθμια. Ο γιατρός του ΕΟΠΥΥ γνωρίζει σχεδόν όλους τους αρρώστους του με τα μικρά τους ονόματα και τις οικογένειές τους. Ωστόσο, η σχέση αυτή έχει μια σκιά, ένα σημείο ανειλικρίνειας και εκμετάλλευσης: το ιδιωτικό ιατρείο. Η επιλογή της πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης από την κυβέρνηση ανέδειξε αυτήν τη σκιά, αυτήν την εσωτερική αντίθεση του δυνάμει μετώπου.
Στη διάρκεια της απεργίας σημαντικό μέρος των αρρώστων οδηγήθηκε υποχρεωτικά στα ιδιωτικά ιατρεία των απεργών γιατρών, η εσωτερική αντίθεση οξύνθηκε περισσότερο και η απεργία απαξιώθηκε. Η συνεχής αναβολή της ψήφισης του νομοσχεδίου και η παράταση της απεργίας δημιούργησε περισσότερες δυσκολίες στους ασφαλισμένους και ενέτεινε την αντίθεση. Αξίζει να σημειωθεί ότι η συνήθως εξαιρετικά «ευαίσθητη» σε τέτοια ζητήματα κυβέρνηση, δεν προσέφυγε στη δικαιοσύνη εναντίον της απεργίας. Προσπάθησε να «λύσει» το πρόβλημα αυξάνοντας από 200 σε 400 επισκέψεις το μηνιαίο πλαφόν των συμβασιούχων γιατρών, τάζοντας έμμεσα στους απεργούς ότι με αυτόν τον τρόπο θα επιβιώσουν τα ιατρεία τους αν αποχωρήσουν.
Ποιος πιστεύει, όμως, στα σοβαρά ότι τέτοιου τύπου συμβάσεις θα διατηρηθούν και στο μέλλον, όταν οι 400 επισκέψεις κοστίζουν στον ΕΟΠΥΥ 4.000 ευρώ, ενώ ένας γιατρός που δουλεύει σε δημόσια δομή «κοστίζει» αντίστοιχα 1.400 ευρώ μεικτά για 550 επισκέψεις το μήνα;
Ξεχάσαμε το μέτωπο
Ενώ λοιπόν συμφωνούσαμε στην ανάγκη μετώπου, μετά το ξεχάσαμε. Τα μέτωπα δεν χτίζονται με ευχολόγια. Σφυρηλατούνται, δένονται πάνω στον κοινό στόχο και προϋποθέτουν ειλικρίνεια και εμπιστοσύνη. Ακριβώς το αντίθετο έγινε. Επιδιώχθηκε διαπαραταξιακή συμμαχία μεταξύ των γιατρών αλλά αγνοήθηκε η ανάγκη μετώπου γιατρών-ασφαλισμένων. Αγνοήθηκαν στη διάρκεια της απεργίας οι ανάγκες της κοινωνίας, η οποία βρίσκεται σε οριακή κατάσταση. Ο δημόσιος λόγος μας δεν έπεισε γιατί πίσω απ’ τα λόγια για την υπεράσπιση της δημόσιας υγείας, ο κόσμος έβλεπε ιδιωτικά ιατρεία και συντεχνιακά συμφέροντα. Προφανώς βοήθησαν και τα ΜΜΕ, αλλά αυτό θα υπήρχε ούτως ή άλλως. Τα αποτελέσματα τα είδαμε στη συνέχεια: Έξω από κάθε ΙΚΑ που έκλεινε ήταν μαζεμένοι μερικές δεκάδες άνθρωποι, σε κάποιες λίγες περιπτώσεις καμιά διακοσαριά, συνήθως με κομματικές σημαίες. Από πλευράς των γιατρών, ελάχιστοι και από πλευράς ασφαλισμένων ακόμα λιγότεροι. Δεν κερδίζονται έτσι οι αγώνες.
Τι θα μπορούσε να είχε γίνει; Η απεργία, τουλάχιστον με τον τρόπο και τη διάρκεια που έγινε, δεν ήταν η καλύτερη επιλογή. Ακόμα και αν δεν μπορέσαμε να προβλέψουμε την εξέλιξη των γεγονότων, θα μπορούσαμε να αλλάξουμε στην πορεία αναλύοντας κάθε φορά τη συγκυρία. Εναλλακτικοί τρόποι που να δηλώνουν την αντίθεση στις κυβερνητικές επιδιώξεις αλλά παράλληλα να εξυπηρετούνται οι λαϊκές ανάγκες και να οικοδομούνται μέτωπα με την κοινωνία σε κοινούς στόχους, μπορούν να βρεθούν. Βέβαια, θα έπρεπε να πείσουμε τους γιατρούς να ξεχάσουν το ζήτημα των εργασιακών σχέσεων με τη μορφή που είχαν.
Αλλά αν το σκέφτονταν σοβαρά, θα καταλάβαιναν ότι το ιδιωτικό ιατρείο και οι παλιές του δόξες είναι -για τους περισσότερους- μακρινό παρελθόν ήδη. Θα μπορούσε, άραγε, να κατακτήσει τέτοιου τύπου ωριμότητα το κίνημα των γιατρών ή τουλάχιστον ένα μέρος του; Δείχνει δύσκολο αλλά θα ήταν η μοναδική διέξοδος.
Και εδώ προκύπτει και ένα άλλο γενικότερο, ας πούμε, δίδαγμα. Όταν βάζουμε σαν στόχο το Α και ομόφωνα συμφωνούμε ότι αυτό έχει απαραίτητη προϋπόθεση το Β, δεν είναι καθόλου καλή ιδέα να χανόμαστε και να ξεχνάμε στη συνέχεια το Β και να παλεύουμε με άλλους τρόπους για το Α…
*Ο Μάκης Μαντάς είναι (ήταν) γιατρός
του ΕΟΠΥΥ και συμμετέχει
στο Τμήμα Υγείας του ΣΥΡΙΖΑ