Δυο μήνες αργότερα, συνήλθε από την τρέλα του ο Γιουρωσθέας και κάλεσε το Μαντρακλή να του αναθέσει ξανά δυο άθλους μαζί, ελπίζοντας να τον ξεκάνει αυτή τη φορά: να κλέψει την Ευρωζώνη της Ξυπολήτης και να θερμάνει τα Πόδια του Κρυόνη.
Κάπου, σε μια πεδιάδα απλωμένη ανάμεσα σε ψηλά βουνά, ένα λεκανοπέδιο δηλαδή, ζούσαν οι αμαζόνες που λέγονταν έτσι γιατί φόραγαν κάτι ζωνάρια φαρδιά –μη βλέπετε που το όνομά τους το γράφαν με όμικρον, απλώς ήταν ανορθόγραφες επειδή τότε δεν κυκλοφόραγε λεξικό του κ. Μπαμπινιώτη. Βασίλισσά τους ήταν η ονομαστή Ξυπολήτη, με πόδια γυμνά που δεν κρύωναν ποτέ, εξ ού και το όνομα. Οι αμαζόνες στροβιλίζονταν σε ρυθμούς ανάκατους: καλαματιανόσαμπα και χασαποσερβορόκ.
Βρέθηκε λοιπόν ο Μαντρακλής να παραμονεύει τις αμαζόνες, πότε θα γείρουν να κοιμηθούν. Μόλις κουραστήκαν κι έγειραν στα χορτάρια, πλησίασε ακροποδητί την Ξυπολήτη και της έκλεψε την Ευρωζώνη. Η ζώνη αυτή είχε το ιδίωμα να κρατά ζεστά τα πόδια όποιου την άγγιζε, και αυτό το μυστικό η Ξυπολήτη δεν το φανέρωνε ούτε στον εαυτό της. Αν το μάθαιναν οι άλλες αμαζόνες –βασίλισσα ξεβασίλισσα- σίγουρα θα την κατηγορούσαν για ξυπολιτισμό και θα την έστηναν στα έξι μέτρα.
Μετά, ο Μαντρακλής, αφού έβγαλε τα σανδάλια του γιατί κόντευε να σκάσει από τη ζέστη, έτρεξε στο χωράφι του Κρυόνη, ενός γέρου απαίσιου με δυο κεφάλια και τέσσερα Πόδια που κρύωναν διαρκώς, χειμώνα καλοκαίρι. Αυτά τα Πόδια δεν ζεσταίνονταν ποτέ, τίποτα δεν μπορούσε να τα θερμάνει, ούτε κουβέρτα ηλεκτρική, ούτε δέκα τόνοι πετρέλαιο ακόμα και αφορολόγητο, ούτε καν ένα πάπλωμα από ευρωπούπουλα ζεστά-ζεστά.
Ο Μαντρακλής τον λυπήθηκε και θα του χάριζε λίγη ζεστούλα, ανεξάρτητα από την παραγγελία του ξαδέρφου του. Άπλωσε λοιπόν την Ευρωζώνη πάνω στα τέσσερα παγωμένα Πόδια κι ο Κρυόνης έβγαλε ένα βροντερό στεναγμό ανακούφισης, σαν να του ‘χαν χαρίσει τον Παράδεισο ένα πράγμα. Τον αναστεναγμό τον άκουσε ο Γιουρωσθέας από το ανάκτορό του κι έτσι δεν χρειάστηκε να κουβαλήσει ο Μαντρακλής το γέρο-Κρυόνη επιτόπου για να πιστοποιήσει τον άθλο. Την Ευρωζώνη, αφού την έδειξε στον ξάδερφο, την έβαλε στη θέση της πριν κρυώσουν τα πόδια της Ξυπολήτης και ξυπνήσει.
Ήμπαν Ταλ (μετάφραση: Ροδέα Μαρίνου)