Για την 71η Μόστρα της Βενετίας

Ανταπόκριση: Ιφιγένεια Καλαντζή

 

Δίχως ιδιαίτερες εκπλήξεις, οι είκοσι ταινίες του διαγωνιστικού διεκδικούν απόψε τον Χρυσό Λέοντα, στην 71η Μόστρα της Βενετίας, με το διακεκριμένο Γάλλο κινηματογραφικό συνθέτη Αλεξάντρ Ντεπλά, επικεφαλής της Κριτικής Επιτροπής, στην οποία συμμετέχει -εκτός των άλλων προσωπικοτήτων- και ο Παλαιστίνιος σκηνοθέτης Ελία Σουλεϊμάν.

Μάγεψε στην έναρξη η νέα ταινία του Αλεχάντρο Ιναρίτου, Birdman, όμως το Λίντο κυριολεκτικά βούλιαξε για τον 74χρονο Αλ Πατσίνο, με την έξαλλη πανκ παρουσία, στις χορταστικές συνεντεύξεις Τύπου των δύο ταινιών του. Στο εκτός συναγωνισμού The Humbling, του Μπάρι Λέβινσον, υποδύεται έναν θεατρικό ηθοποιό σε κρίση ηλικίας, ανάμεσα στη σχιζοφρένεια και στην πραγματικότητα. Θεατρικές ατάκες μπλέκονται σε μια παραληρηματική ερμηνεία, μακριά όμως από την κασσαβετική άποψη σωματοποιημένης οδύνης στην υποκριτική, καθώς η ταινία αγγίζει το γκροτέσκο.

Στο αρτιότερο Manglehorn του Ντέιβ Γκόρντον Γκριν, στο Διαγωνιστικό, υποδύεται έναν 70άρη κλειδαρά, αλκοολικό και μισάνθρωπο, με βίαια ξεσπάσματα για τους χαμένους του έρωτες. Με εξαιρετικές ερμηνείες και στις δύο ταινίες, ο Αλ Πατσίνο αποδεικνύει πως η στόφα των προικισμένων αστέρων είναι ανεξίτηλη.

Αναμφισβήτητα, στο Διαγωνιστικό ξεχώρισε το A pigeon sat on a branch reflecting existence του Σουηδού Ρόι Άντερσον (Τραγούδια από το 2ο όροφο), αφήνοντας μια εντελώς διαφορετική αίσθηση. Κόντρα στην καθιερωμένη κινηματογραφική αφήγηση, που πριμοδοτεί τη δράση και τους γρήγορους ρυθμούς, ο Άντερσον επιμένει, σχεδόν δονκιχωτικά, να δημιουργεί εκπληκτικά ραφιναρισμένες εικαστικές ταινίες, εντάσσοντας τους υπαρξιακούς/φιλοσοφικούς στοχασμούς του σε αργόσυρτα ταμπλό βιβάν. Η τελευταία του ταινία αποτελείται από αυτόνομες μικρού μήκους ιστορίες, που λειτουργούν όπως οι βινιέτες στα κόμικς. Δυο εβδομηντάρηδες έμποροι παιχνιδιών κυκλοφορούν σε διάφορα σκετσάκια, πουλώντας με τη μεγαλύτερη σοβαρότητα μασελάκια για βρικόλακες και σάκους που σκορπίζουν ηχογραφημένα γέλια, όταν πιέζονται. Άνθρωποι σε ταπεινά διαμερίσματα διάγουν αδιάφορες ζωές, ενώ άλλοι πίνουν και μονολογούν σε μπαρ, σκαρώνοντας εμπνευσμένες ρήσεις, σε μια κινηματογραφημένη και πολύ εικαστική εκδοχή του μπεκετικού παράλογου.

Οι γεμάτοι λεπτή ειρωνεία και υποδόριο κυνισμό στοχασμοί του σκηνοθέτη στιγματίζουν την αδιαφορία, τη βαρεμάρα και την ανθρώπινη χαζομάρα, σε χορογραφημένα σουρεαλιστικά στιγμιότυπα ανεκδοτολογικού περιεχομένου, τύπου Μόντι Πάιθον, σε λακωνική εκδοχή, με κινησιολογία που παραπέμπει στην Πίνα Μπάους. Στο στόχαστρο μπαίνει κι ένας αιχμηρός σχολιασμός για την αποικιοκρατία και την υποκρισία μιας ελιτίστικης μπουρζουαζίας. Στο κινηματογραφικό κάδρο, τα αντικείμενα τοποθετούνται υπό συγκεκριμένη γωνία, ώστε να διαγράφεται καθαρά η προοπτική. Οι ιδιαίτερες φυσιογνωμίες και οι αλλοπρόσαλλοι σωματότυποι αναδύουν μια αίσθηση παρακμής, που σμιλεύεται κάτω απ’ τους ψυχρούς σκανδιναβικούς φωτισμούς, με παλέτα από παλ και μουντά χρώματα.

Εξαιρετική στο Διαγωνιστικό ήταν και η τουρκική Sivas, του Κάαν Μουτζντετσί, για τη σχέση ενός 11χρονου με τον Σίβας, ένα μεγαλόσωμο σκύλο κυνομαχιών. Ο ντροπαλός πρωταγωνιστής, με τον εξαιρετικό Ντογκάν Ιτσί στο ρόλο, βιώνει μια βίαιη ενηλικίωση, εν μέσω άγριων εικόνων, σε μια υπανάπτυκτη κοινωνία, με έντονη οσμή τεστοστερόνης. Δίχως μουσική υπόκρουση και με κινούμενη κάμερα, δημιουργείται ένα ρεαλιστικό πλαίσιο με κοντινά πλάνα μεγάλης έντασης και φόντο τα υψίπεδα της Ανατολικής Τουρκίας.

Μπορεί να μην ενθουσίασε η νέα ταινία The Cut, του Φατίχ Ακίν, είναι όμως ενδιαφέρουσα η στροφή του σε μια υπερπαραγωγή εποχής, για να δώσει το δικό του στίγμα. Ένας Αρμένιος σιδεράς (Ταχάρ Ραχίμ) από τα βάθη της Τουρκίας, που γλιτώνει το 1915 από τα κάτεργα στην έρημο, επιδίδεται σε μια Οδύσσεια, αναζητώντας επί χρόνια τα ίχνη των δίδυμων κοριτσιών του.

Λιγότερο πειθαρχημένος σεναριακά από έναν Ατόμ Εγκογιάν, ο Ακίν ξεκινάει με τις σκληρές σκηνές σφαγής στον προσφυγικό καταυλισμό των Αρμενίων, επιδιώκοντας να εγγραφεί, μέσω του σινεμά, στο συλλογικό υποσυνείδητο μια διαφορετική από τη χολιγουντιανή άποψη, για μια όχι ακόμα αναγνωρισμένη γενοκτονία. Κατά την περιπλάνηση του ήρωα στο χώρο και στο χρόνο, καταγράφονται και σημαντικά γεγονότα των αρχών του προηγούμενου αιώνα, όπως η εμφάνιση του κινηματογράφου, αλλά κυρίως η ένταση του μεταναστευτικού ρεύματος, που τροφοδότησε το εξαθλιωμένο προλεταριάτο, θεμέλιο λίθο στην οικοδόμηση της αμερικανικής υπερδύναμης. Ο Αρμένιος ήρωας, από σκλάβος στη σκονισμένη έρημο, γίνεται μούτσος, λαντζέρης, μέχρι και εργάτης στους σιδηροδρόμους στην αχανή Βόρεια Ντακότα, πλάι σε Κινέζους πρόσφυγες, ενώ αναζητά τις κόρες του σε φάμπρικες των ΗΠΑ. Προχωρώντας απ’ το Αμέρικα, Αμέρικα του Καζάν, ο Ακίν επαναφέρει στο σινεμά μια πολιτική θεματολογία, αντίστοιχη με του Βάιντα, στη Γη της επαγγελίας (1975). Βασικό μουσικό μοτίβο της ταινίας αποτελεί η πρωτότυπη μουσική, με αναχρονιστικές ροκ πινελιές ηλεκτρικού μπάσου στη διασκευή ενός παραδοσιακού αρμένικου νανουρίσματος.

Όταν γράφονται τα παραπάνω, δεν έχουν ακόμα προβληθεί στο διαγωνιστικό οι ταινίες Pasolini, του Είμπελ Φεράρα, με πρωταγωνιστή τον Γουίλιαμ Νταφόε στο ρόλο του μεγάλου ιταλού σκηνοθέτη και Good Kill του Άντριου Νίκολ (Γκάτακα) με τον Ίθαν Χοκ.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!