Ρωτάω τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ: βλέπετε εσείς κάποιο φως που εμείς δεν βλέπουμε; Και παίρνω – με παραλλαγές – την ίδια στερεότυπη απάντηση: Δεν βλέπουμε φως, αλλά δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Με τους άλλους θα ήταν χειρότερα ενώ εμείς τουλάχιστον προσπαθούμε.
Είναι, όμως, αλήθεια ότι δεν υπήρχε άλλος δρόμος; Για να απαντήσουμε θα πρέπει να ξετυλίξουμε το νήμα από το βράδυ του δημοψηφίσματος, το καλοκαίρι του 2015. Και να προσπαθήσουμε να δούμε τι θα συνέβαινε εάν η ηγεσία που είχε το πάνω χέρι στον ΣΥΡΙΖΑ σεβόταν τη βούληση της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού.
Με το δημοψήφισμα είχαμε πετύχει κάτι το οποίο εισχωρούσε στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας. Με αιχμή το ΟΧΙ συσπειρωνόταν η κοινωνία σε ένα πρωτόγνωρο επίπεδο αγωνιστικότητας. Συμφωνούσαν και συνέκλιναν εκατομμύρια πολίτες υπερπηδώντας όλες τις διαχωριστικές γραμμές, πολιτικές, ιδεολογικές και κομματικές. Όλους τους φόβους και τις ανασφάλειες. Οι αριστεροί ήταν η μειοψηφία, αλλά η στάση τους γινόταν ενοποιητικό στοιχείο. Οι πολίτες ξεπερνούσαν τις διαφορές, τις αντιρρήσεις, τις επιφυλάξεις και τις αναστολές τους, για πρώτη φορά από την εποχή του ΕΑΜ. Η Αριστερά αποκτούσε έρεισμα τεράστιο στην κοινωνία. Και η κοινωνία σύσσωμη δεχόταν τον ηγετικό της ρόλο στον αγώνα για την απεξάρτηση της Ελλάδας από τους ξένους δυνάστες.
Αυτό δεν μπορούσαμε να το φανταστούμε ούτε στα πιο τολμηρά μας όνειρα. Ακόμα και το πρωτοφανές 36% στις εκλογές ξεπερνιόταν με ένα νέο εκπληκτικό άλμα.
Τα κόμματα της καθεστηκυίας τάξης στιγματίζονταν ως προδοτικά και εκμηδενίζονταν.
Είχαμε την κοινωνία με το μέρος μας με ένα τρόπο που δεν επιδεχόταν καμία αμφισβήτηση (μέχρι που αμφισβητήθηκε και στρεβλώθηκε από τους δικούς μας).
Δύο επιλογές υπήρχαν τότε: να πάμε για εκλογές ή να παραιτηθούμε. Καμία κυβέρνηση, κανένα κόμμα ή συνασπισμός κομμάτων με τον ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση δεν θα μπορούσε να εφαρμόσει ούτε ένα ελάχιστο νέο μέτρο σε βάρος της κοινωνίας. Εάν γίνονταν εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ θα έπαιρνε ένα εξωφρενικό ποσοστό και όλα τα κόμματα θα ξέπεφταν σε διαλυτική ανυποληψία. Τότε θα ξεκινούσε νέα μάχη, από πολύ υψηλότερο επίπεδο. Με τα νέα δεδομένα, με αποφασιστική στήριξη από την κοινωνία και με εσωτερική αντιπολίτευση που θα είχε συντριβεί, θα απαιτούσε να ξαναρχίσουν οι διαπραγματεύσεις σε διαφορετική βάση. Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να υπολογίσει κανείς και την επίδραση του αποτελέσματος στη ρευστότητα που επικρατούσε και την αμφισβήτηση που μεγάλωνε στην Ευρώπη. Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ περνούσε στην αντιπολίτευση και προσπαθούσαν να διοικήσουν οι άλλοι, θα ήταν τέτοιο το κύμα που θα τους σάρωνε, που δεν θα τους άφηνε ούτε νέα μέτρα να πάρουν ούτε να εφαρμόσουν τα παλιά. Μια κατάσταση, που θα έδινε τον πρώτο ρόλο στην κοινωνία και τεράστια δύναμη στην Αριστερά φέρνοντας τους Ευρωπαίους, που επικαλούνται τη δημοκρατία, μπροστά σε μια αξεπέραστη πραγματικότητα.
Θα ήταν τόσο αξιοθαύμαστο αυτό που γινόταν στην Ελλάδα που πιθανότατα θα ξεσήκωνε κύματα απρόσμενης υποστήριξης μέσα στην Ευρώπη. Να μην ξεχνάμε ότι ακολούθησαν τα δημοψηφίσματα σε Μ. Βρετανία και Ιταλία.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η έκβαση του πολέμου θα είχε κριθεί οριστικά. Αλλά οι πόλεμοι πολύ σπάνια κερδίζονται μια κι έξω. Κερδίζονται με βήματα μπρος και πίσω. Θα είχε, όμως, κερδηθεί μία πολύ σπουδαία μάχη, τακτικής και στρατηγικής σημασίας. Όλα θα ήταν ανοιχτά. Η κοινωνία δεν θα ήταν πια η ίδια, αμέτοχη κι αδιάφορη. Θα είχε πετάξει στα σκουπίδια τα ζόμπι της πολιτικής που η τωρινή κυβέρνηση ανέστησε. Θα ήταν στο προσκήνιο, και με το δημοψήφισμα και τις εκλογές θα είχε κατακτήσει μια άλλη εμπιστοσύνη στον εαυτό της, θα είχε λόγο αποφασιστικό και θα αναλάμβανε τις ευθύνες των πράξεών της. Μια μεγάλης σημασίας ποιοτική διαφορά.
Αλλά αυτή η επίπονη σύγκρουση διαρκείας ήθελε μια Αριστερά με ψυχή, βαθιά πατριωτική και οραματική κι όχι μια Αριστερά ρηχή και θρασύδειλη. Ήθελε ένα Κολοκοτρώνη κι όχι κάποιους ριψάσπιδες…
Καλή Ανάσταση,
Γκαούρ