Υπάρχουν πολλοί λόγοι για να αγαπήσει κανείς τους Έλληνες της Μαριούπολης. Πρώτα-πρώτα γιατί άντεξαν όλα τα κρας τεστ της ιστορίας, μόνοι τους, χωρίς καμία υποστήριξη από πουθενά. Και γιατί συνεχίζουν να κρατούν ζωντανή μια παράδοση χιλιάδων ετών με ρίζες στις αρχαίες ελληνικές αποικίες στον Εύξεινο Πόντο και διακλαδώσεις στο Βυζάντιο, την Οθωμανική Αυτοκρατορία, την Ελλάδα και τη Ρωσική Αυτοκρατορία.
Η τελευταία μετακίνησή τους έγινε από την Κριμαία, πριν από 235 χρόνια. Γι’ αυτό αποτελούν διαφορετική «ομάδα» από τους άλλους Πόντιους, που μετακινήθηκαν στη Ρωσία και τη Γεωργία από τη βόρεια πλευρά της Μικράς Ασίας. Και μέχρι σήμερα, οι Έλληνες της Μαριούπολης, αυτοαποκαλούνται Ρωμιοί και όχι Πόντιοι, όπως καθιερώθηκε για τους άλλους μαυροθαλασσίτες Έλληνες.
Αυτή η ξεχωριστή πορεία τους ανά τους αιώνες, ήταν καθοριστική για τη διαμόρφωση ενός πολιτισμού με ευδιάκριτα χαρακτηριστικά, που ενσωματώνει επιρροές από τους λαούς που συναντιούνται στην Ταυρική Χερσόνησο (Κριμαία) και, στην τελευταία φάση, στις αχανείς στέπες που εκτείνονται γύρω από τις ακτές της Μαιώτιδας Λίμνης (Αζοφική Θάλασσα), με κεντρικό κόμβο την πόλη και το λιμάνι της Μαριούπολης. Ενός πολιτισμού κατά βάση αγροτικού από τον οποίο ξεφυτρώνουν σπουδαίοι διανοούμενοι οι οποίοι αξιοποιούν το υλικό της προφορικής παράδοσης σε συνδυασμό με τα πνευματικά και καλλιτεχνικά ρεύματα της νεωτερικότητας δημιουργώντας μια σύγχρονη κουλτούρα που είναι «εκ κατασκευής» ευφάνταστη, έντεχνη, λαϊκή και προσιτή.
Παρουσιάζει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον η διατήρηση της «ελληνικότητας» αυτής της «ομάδας» σε συνθήκες πολύ διαφορετικές από τις αντίστοιχες ομάδες της ελληνικής Διασποράς, στη Γερμανία, την Αυτστραλία ή την Αμερική, που αποτελούνται από οικονομικούς μετανάστες εξ Ελλάδος.
Ενώ στην ορθόδοξη Ρωσία, λογικά, θεωρείται ευκολότερη η αφομοίωση, δηλαδή η ρωσοποίηση, μιας μικρής ομάδας χριστιανών αποκομμένων από το εθνικό κέντρο, με τους Έλληνες συμβαίνει το αντίθετο. Και η γλώσσα, η οποία είναι πάντοτε ένας ισχυρός ενοποιητικός παράγοντας, δεν είναι μία για όλους τους Έλληνες της Αζοφικής, ώστε να αποτελεί το συνδετικό κρίκο για όλους. Ένα μέρος των Ρωμιών έχει μητρική γλώσσα τα ρωμέικα-ελληνικά (ρουμ) και ένα μέρος τα ρωμέικα-ταταρικά (ουρούμ), κληρονομιά από την Κριμαία που ήταν επί αιώνες ταταρική επικράτεια.
Στη Ρωσία και μετέπειτα στη Σοβιετική Ένωση, οι Έλληνες υιοθετούν σταδιακά τη ρωσική γλώσσα, σαν κοινή γλώσσα του πολυεθνικού κράτους, ενώ ξεκινούν μια αξιοζήλευτη προσπάθεια για την εισαγωγή της νέας ελληνικής που θα τους ενοποιεί σαν κοινότητα και θα τους συνδέει με τον εθνικό κορμό που βρίσκεται πολύ μακριά. Αυτή η προσπάθεια που έχει αφετηρία στον 19ο αιώνα συνεχίζεται μέχρι σήμερα με συνειδητό και οργανωμένο τρόπο.
Μετά την επανάσταση του 1917, ο Ελληνισμός της Αζοφικής Θάλασσας αξιοποιεί στο έπακρο τις μεγάλες δυνατότητες που προσφέρονται από το νέο καθεστώς για την ανάπτυξη του πολιτισμού του. Σχολεία στα ελληνικά χωριά, παιδαγωγικό ινστιτούτο στη Μαριούπολη, θέατρο, καλλιτεχνικά συγκροτήματα, πολιτιστικά κέντρα, βιβλιοθήκες, εκδόσεις και ημερήσια εφημερίδα των Ελλήνων στα ρωμέικα!
Μετά το πισωγύρισμα εξ αιτίας των σκληρών διώξεων του 1937-38 και της καταστροφής που επιφέρει η επέλαση των ναζιστικών στρατευμάτων, το 1942, μέσα από την αζοφική περιοχή στο δρόμο για το Στάλινγκραντ, οι Έλληνες συμμετέχουν στην ανοικοδόμηση της Σοβιετικής Ένωσης και ανασυγκροτούν προσεκτικά τα πολιτισμικά τους στοιχεία αξιοποιώντας κάθε μικρό ή μεγάλο άνοιγμα φιλελευθεροποίησης. Έτσι, από την εποχή της περεστρόικα και εντονότερα από την κήρυξη της ανεξαρτησίας της Ουκρανίας, εκδηλώνεται ένα σφριγηλό κίνημα αναγέννησης του πολιτισμού των Ελλήνων της Αζοφικής, με σημαντική επιρροή σε όλες τις ελληνικές κοινότητες της χώρας. Η ισχυρή πολιτισμική παράδοση, η σφυρηλατημένη αίσθηση της ελληνικότητας, η κληρονομιά των διαφωτιστών του 19ου αιώνα, του Θεόκτιστου Χαρταχάι, του Άρχιππου Κουίντζη κ.ά., και το σημαντικό έργο των διανοουμένων-ποιητών της προπολεμικής περιόδου με επικεφαλής τον Γιώργη Κοσταπράφ, αποτελούν τη βάση πάνω στην οποία οι Έλληνες της Ουκρανίας παλεύουν για τη συνέχειά τους σε μια συνεχή δημιουργική αναμέτρηση με το παρόν και το μέλλον.
Μέσα σε λίγα χρόνια, ο Ελληνισμός ανέδειξε τον πολιτισμικό του πλούτο, απέκτησε μια αξιοζήλευτη οργάνωση σε πανουκρανική κλίμακα, κατέκτησε σημαντική θέση μέσα στο ψηφιδωτό της πολυπολιτισμικής Ουκρανίας και καταβάλλει μεγάλες προσπάθειες για ουσιαστικότερη σχέση με την Ελλάδα, προσκρούοντας σε όλα τα εμπόδια που εύκολα μπορεί κάθε πολίτης αυτής της χώρας να αντιληφθεί. Άγνοια, προκατάληψη, αδιαφορία, γραφειοκρατία, ασυνέχεια και ασυνέπεια δυσχεραίνουν αυτή την προσπάθεια και υπονομεύουν τα επιτεύγματα της μιας πλευράς και την όποια βοήθεια της άλλης.
Σε μια φάση, που δίνεται η ευκαιρία λόγω της κρισιμότητας των γεγονότων, να ενισχυθεί αποφασιστικά αυτή η κοινότητα και να δυναμώσει αυτή η σχέση, το ελληνικό κράτος, η κυβέρνηση, τα κόμματα, οι κοινωνικοί φορείς, οι διανοούμενοι, οι πανεπιστημιακοί και οι δημοσιογράφοι λάμπουν δια της απουσίας τους. Ακόμα και τα σωματεία των Ποντίων, εγκλωβισμένα σε προσωπικές πολιτικές και καθεστωτικές δεσμεύσεις, τηρούν σιγή ιχθύος. Αυτοί που φωνάζουν για γενοκτονίες πριν από εκατό χρόνια, στρίβουν την κεφαλήν μπροστά στο δράμα που εκτυλίσσεται στις μέρες μας στις «ελληνικές περιοχές» της Μαύρης Θάλασσας, χωρίς ίχνος ευαισθησίας, χωρίς ίχνος αλληλεγγύης, χωρίς ίχνος καλώς εννοούμενου πατριωτισμού.
Η παρακμή στην Ελλάδα έχει πολλά κεφάλια και ο Ηρακλής αναζητείται, εις μάτην…
Φωτο (Στ. Ελληνιάδη): Ελληνίδα από το Ντονιέτσκ, μέλος του χορευτικού συγκροτήματος «Παναΐρ»