Υπάρχει μεγάλη ανησυχία μήπως ο ΣΥΡΙΖΑ εξελιχθεί σε ένα νέο ΠΑΣΟΚ. Θα έλεγα δικαιολογημένη σκεφτόμενος την εκτροπή του ΠΑΣΟΚ σε κόμμα της ολιγαρχίας. Αλλά, απ’ την άλλη, σκέφτομαι ότι εάν αφήσω αυτή την ανησυχία να με πλημμυρίσει, θα χάσω από το πεδίο ορατότητάς μου την πραγματικότητα που είναι η μητέρα της πολιτικής. Και η πραγματικότητα μιλάει και λέει, απλά, ότι η Αριστερά ξεφεύγει από τα γκέτο της χάρη στο τεράστιο κομμάτι του ελληνικού λαού που αποδεσμεύεται από το ΠΑΣΟΚ και την επιλέγει στην κάλπη. Με αυτή τη μετακίνηση ωθεί τον ΣΥΡΙΖΑ να μεταβληθεί από κόμμα στα όρια του πολιτικού περιθωρίου σε κόμμα της πρώτης γραμμής. Και μ’ αυτό το μετακινηθέν κομμάτι, και μόνο μ’ αυτό ή μόνο και μ’ αυτό, η Αριστερά μπορεί να διεκδικήσει με πολλές πιθανότητες επιτυχίας την κυβέρνηση.
Αυτό το κομμάτι κουβαλάει μαζί του όλη τη νεότερη ιστορία του τόπου. Κουβαλάει τη χούντα και τον αυταρχισμό, αλλά και τον αντιιμπεριαλισμό και τον εκδημοκρατισμό· κουβαλάει το νεοπλουτισμό, τις πελατειακές σχέσεις, τον εφησυχασμό, αλλά και τις διαψεύσεις, την εξαπάτηση και την προδοσία που υπέστη έχοντάς την άθελά του υποθάλψει. Ένας κόσμος λίγο προοδευτικός, λίγο συντηρητικός, λίγο μαχητικός, λίγο βολεμένος, λίγο συνένοχος, λίγο αγαναχτισμένος, λίγο απ’ όλα.
Κι αυτός ο κόσμος δεν εξαντλείται σ’ αυτούς που έδωσαν την ψήφο τους στον ΣΥΡΙΖΑ. Είναι πολύ περισσότερος ανεξάρτητα από το τι ψηφίζει και από το εάν ψηφίζει. Εάν θέλουμε, λοιπόν, να εκφράσουμε πολιτικά το λαό, αυτό το λαό καλούμαστε να εκφράσουμε. Δεν υπάρχει άλλος! Κι αν υπάρχει, είναι τόσο λίγος που δεν μπορεί να απελευθερώσει ούτε τον εαυτό του παρά μόνο εάν συμμαχήσει και συναγωνιστεί με το πολύ μεγαλύτερο κομμάτι του ελληνικού λαού που ψήφιζε ΠΑΣΟΚ ή κάποιο άλλο κόμμα. Αλλά για να κάνουμε χωριό μ’ αυτό τον κόσμο δεν χρειάζεται να βάλουμε πολύ νερό στο κρασί μας, όπως ισχυρίζονται όσοι παθαίνουν ναυτία με την ιδέα. Αυτό που χρειάζεται, πρωτίστως, είναι να καταλάβουμε τους άλλους και να τους δεχτούμε σαν ίσους. Γιατί καμία στέρεα σχέση δεν μπορεί να οικοδομηθεί πάνω σε μια ανισότητα. Και να καταλάβουμε σημαίνει να ξαναδούμε χωρίς παρωπίδες τη διαδρομή αυτών των ανθρώπων. Να κατανοήσουμε, όχι να αποδεχτούμε εξ ανάγκης, τις προηγούμενες επιλογές τους. Που σημαίνει ότι δεν μπορούμε να τους θεωρούμε πολίτες με στίγμα, ούτε μπορούμε να εκμηδενίζουμε το πολιτικό τους παρελθόν από καθέδρας. Γιατί ο κάθε άνθρωπος αποτελείται κυρίως από το παρελθόν του. Εάν του το αφαιρέσεις, τον αδειάζεις σαν άνθρωπο. Και, μετά, πώς θα τον προσεγγίσεις και προσελκύσεις;
Εξάλλου, ποιοι είμαστε εμείς, οι αναμάρτητοι;
Πόσο εμείς διαφυλάξαμε τις αξίες της Αριστεράς όλα τα προηγούμενα χρόνια; Μήπως δεν ενσωματώθηκαν πολλοί δικοί μας στο σύστημα; Μόνο την πολιτική καταγωγή των δημοσιογράφων που επανδρώνουν τα καθεστωτικά ΜΜΕ εάν κοιτάξουμε, φτάνει. Δεν αποκοπήκαμε από τους μαζικούς χώρους; Δεν αναπτύξαμε μια εσωτερική γραφειοκρατία αυτοσυντήρησης; Δεν παρεκκλίναμε από τις μαρξιστικές μας καταβολές; Δεν καταφαγωθήκαμε μεταξύ μας; Μήπως δεν αποδείχτηκαν χειρότεροι από τους Πασοκτζήδες που κόντραραν το Μνημόνιο, οι Δημαρίτες, που προέρχονται από τη σάρκα της Αριστεράς;
Με προσοχή και λεπτότητα
Με τους Πασοκτζήδες, λοιπόν, και όχι μόνο, χρειάζεται μεγάλη προσοχή. Και λεπτότητα. Εκατομμύρια άνθρωποι βελτίωσαν τη ζωή τους από το 1981. Άλλοι απέκτησαν πρόσβαση στις ευκαιρίες για καριέρα από τις οποίες ήταν αποκλεισμένοι λόγω κοινωνικής θέσης ή πολιτικών φρονημάτων. Άλλοι απαλλάχτηκαν για πρώτη φορά στη ζωή τους από το διαρκές αίσθημα του διωκόμενου. Άλλοι γύρισαν άφοβα από την προσφυγιά. Πάρα πολλοί είδαν αισθητή βελτίωση της οικονομικής τους κατάστασης, σαν συνταξιούχοι, υπάλληλοι, μικρομεσαίοι επιχειρηματίες, αγρότες και επιστήμονες. Και, εξίσου σημαντικό, εκτοξεύτηκε η ελπίδα τους για μια καλύτερη ζωή. Αυτή την αλήθεια των ανθρώπων δεν μπορεί να την ξεριζώσει κανείς με ισοπέδωση των πάντων. Ούτε ο σταδιακός εκφυλισμός του ΠΑΣΟΚ μπορεί να την αναιρέσει γιατί, για πολλούς, έχει καταγραφεί σαν η καλύτερη φάση στην ιστορία της ζωής τους. Και η ανάμνησή της αποτελεί συστατικό στοιχείο του αξιακού πυρήνα κάθε ανθρώπου. Όπως αποτελεί η ανάμνηση κάθε σημαντικής αλλαγής στις ζωές των ανθρώπων και των λαών, ακόμα κι αν στη συνέχειά τους οι αλλαγές φθείρονται, εκτραχηλίζονται και καταστρέφονται. Τηρουμένων των αναλογιών, αυτό ισχύει και για κοσμογονικές αλλαγές σαν τη Γαλλική Επανάσταση, την Επανάσταση του 1821, την Οκτωβριανή Επανάσταση κ.ά.
Η Αριστερά, στις καλές της στιγμές, δεν απορρίπτει τις φάσεις, ακόμα και τις στιγμές, που ο λαός κερδίζει κάτι σημαντικό, ακόμα κι αν αυτό χαθεί ή εκφυλιστεί. Είναι άλλο πράγμα η μελέτη της εξέλιξής του και άλλο η συνολική άρνησή του.
Πολλοί αριστεροί ακόμα δεν έχουν καταλάβει ότι, για την κοινωνία, το 1981, Αριστερά ήταν το ΠΑΣΟΚ ή και το ΠΑΣΟΚ. Λαϊκή Αριστερά. Όλων και όχι μιας ελίτ ιδεολόγων που σπαράσσονταν μεταξύ τους στην Ελλάδα ή γραφειοκρατών που ετοίμαζαν τη διάλυση του υπαρκτού σοσιαλισμού στο ανατολικό μπλοκ.
Αυτή η καλή εποχή, για άλλους ανθρώπους κράτησε μερικά χρόνια και για άλλους εδραίωσε μια ευημερία διαρκείας. Μιλάμε, δηλαδή, τουλάχιστον για το μισό ελληνικό πληθυσμό. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και το άλλο μισό δεν ζούσε ανάλογες καταστάσεις ανεξάρτητα από την πολιτική του τοποθέτηση. Ούτε να παραβλέψουμε, βεβαίως, ότι υπήρχε, ακόμα και στην καλή εποχή, ένα κομμάτι που ζούσε δύσκολα.
Έχοντας, λοιπόν, στις αριστερές μας πλάτες τόσες καμπούρες, από αποτυχίες, διασπάσεις και αυτομολίες, δεν είναι ανακόλουθο να προτάσσουμε την τάχαμου δική μας πολιτική ορθότητα και ιδεολογική καθαρότητα για να διαβαθμίσουμε, στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, τα μέλη και τους ψηφοφόρους μας;
Συμμαχίες fast-track
Σχετικά με τα παραπάνω, υπάρχουν αρκετά πράγματα που πρέπει να προσέξουμε, όπως την εξουσιομανία και την αναξιοκρατία. Η άνευ κριτηρίων ενσωμάτωση στον ΣΥΡΙΖΑ στελεχών του ΠΑΣΟΚ (και της ΔΗΜΑΡ αντιστοίχως) που βαρύνονται με επαίσχυντες πράξεις σε βάρος του ελληνικού λαού, όπως είναι η υπογραφή του Μνημονίου, η ψήφιση αντιλαϊκών νόμων, η συμμετοχή σε κυβερνητικά πόστα, η διαπλοκή και η διαφθορά, η καιροσκοπική μεταπήδηση από κόμμα σε κόμμα κ.ά., εντάσσεται στη μανία μας για εξουσία με όποια έκπτωση. Η επιλογή των στελεχών όχι με βάση το έργο, τις ικανότητες και την ανάδειξή τους από την κοινωνία, αλλά η ανάδειξή τους από τους σωλήνες των μηχανισμών που διαγκωνίζονται για τα πόστα, είναι μια καραμπινάτη μορφή αναξιοκρατίας.
Δυστυχώς, η έλλειψη μιας ξεκάθαρης ενιαίας άποψης για τη διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ, η επιβολή κεντρικών και τοπικών μικροσυμφερόντων και, κυρίως, η αδυναμία δουλειάς μέσα στον κόσμο, μεταθέτουν γραφειοκρατικά το βάρος των συμμαχιών από τη βάση της κοινωνίας στην κορυφή. Γιατί είναι πιο εύκολο να συνδιαλέγεται κανείς στα γραφεία και τους διαδρόμους της Βουλής με τον Βουδούρη ή την Τζάκρη παρά να στρέψει τις προσπάθειες του, πρωτίστως, στη δουλειά, τη δική του και όλου του κόμματος, στον κορμό της κοινωνίας, στις κοινωνικές συμμαχίες, πράγμα κοπιώδες και μακροπρόθεσμο. Αλλά δεν πρόκειται να κερδίσουμε τίποτα με fast-track διαδικασίες συμμαχιών. Αντιθέτως, κερδίζουμε με επιλογές ακριβείας, όπως συνέβη με τον Γλέζο και την Σακοράφα, που προέρχονται από την κομμουνιστική Αριστερά και πέρασαν από το ΠΑΣΟΚ, αλλά κράτησαν πάντα την ανεξαρτησία τους και τη στάση αρχών τους. Και αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι οι μοναδικοί, για να καταφεύγουμε σε πολιτικούς που η ίδια η κοινωνία έχει αφήσει στην άκρη. Φθαρμένους πολιτικούς που ενισχύουν το φόβο των πολιτών ότι «όλοι ίδιοι είναι». Εξάλλου, ξέρουμε ότι η κοινωνία μάς έδωσε το 27% χωρίς να έχουμε αρχίσει τα φλερτ με αυτούς από τους οποίους η ίδια προσπαθούσε να απομακρυνθεί.
Επαναστάτες και επαναστάτες
Υπάρχει, βέβαια, και μία τάση που θεωρεί αναγκαία τη «ριζοσπαστικοποίηση» και «επαναστατικοποίηση» του ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και την «κομμουνιστικοποίησή» του. Στα λόγια όλα γίνονται…
Προσωπικά, μετά από σχεδόν 50 χρόνια πολύμορφης εμπλοκής με κινήματα πολιτικής και πολιτισμού, με απελπίζει η εμμονή σε μια αριστερή φρασεολογία που δεν κάνει τίποτα άλλο από το να κρύβει τις τεράστιες τρύπες προσώπων, τάσεων και κομμάτων που θα έπρεπε, από τις αποτυχίες της Αριστεράς επί δεκαετίες, αν μη τι άλλο, να έχουν αναθεωρήσει τις πεπαλαιωμένες απόψεις και πρακτικές τους. Φαίνεται, όμως, ότι πολλά είδαν, αλλά λίγα κατάλαβαν.
Εάν ήταν μόνο η εσωτερική κατάσταση της χώρας τόσο χάλια, το κακό θα ήταν ίσως πιο εύκολο να αντιμετωπιστεί. Είναι, όμως, η διεθνής συγκυρία τέτοια, που η εσωτερική κατάσταση θέλει ικανότατους χειριστές με μεγάλη καθαρότητα πνεύματος, επαφή με την κοινωνία, σφαιρική γνώση του διεθνούς περιβάλλοντος, συλλογικότητα, διαρκή ανανέωση, σαφήνεια στόχων και πληρότητα προγράμματος. Δεν μας κάνουν ούτε αυτοί που επιζητούν τις πιο κομμένες και ραμμένες στα μέτρα τους συμβιβαστικές πολιτικές που οδηγούν σε εξωραϊσμό της κρίσης και απαξίωση της Αριστεράς ούτε αυτοί που πετάνε στρακαστρούκες, ξεγελώντας τον εαυτό τους, ότι εύκολα νικάει κανείς τον αντίπαλο με τα F-16.
Στην Αριστερά, δεν έλειψε ποτέ ούτε ο συμβιβαστικός λόγος ούτε κι ο επαναστατικός. Αυτό που έλειψε είναι μια ουσιαστική ανάλυση της κατάστασης, εσωτερικής και εξωτερικής, ένα ρίζωμα μέσα στην κοινωνία και ένα σχέδιο δράσης που είναι εμβαπτισμένο στην πραγματικότητα χωρίς να παραιτείται από τον καταληκτικό στόχο του σοσιαλισμού, αλλά και χωρίς να τον φέρνει με το έτσι θέλω στο παρόν βάζοντας το κεφάλι μέσα στην άμμο.
Η επανάσταση δεν είναι κονσέρβα, ούτε ο ριζοσπαστισμός αυτοκόλλητο. Χτίζονται με συγκεκριμένες ενέργειες, με πρώτης τάξεως υλικά, με ευνοϊκούς ανέμους, με αυτογνωσία και πάρα πολλή δουλειά. Αναπτύσσοντας την εσωτερική μας δημοκρατία, συσφίγγοντας τους δεσμούς μας με την κοινωνία, αποκαλύπτοντας επίμονα και τεκμηριωμένα τον εγκληματικό χαρακτήρα της καθεστωτικής πολιτικής, επιλύοντας καθημερινά προβλήματα των συμπολιτών μας και διαγράφοντας στον ορίζοντα σε αδρές γραμμές το δικό μας υπόδειγμα ενός κόσμου ισότητας, δικαιοσύνης, ελευθερίας, ανεξαρτησίας, αλληλεγγύης και αξιοπρέπειας, ενισχύουμε τη ριζοσπαστικοποίηση και ανοίγουμε το δρόμο στην επανάσταση. Η επίκλησή τους χωρίς πρακτικό αντίκρισμα τρέφει μόνο τις ψευδαισθήσεις μας.
Η κοινωνία έδειξε τον ΣΥΡΙΖΑ σαν την επόμενη λύση. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει πλέον πολύ χρόνο για να καταλάβει τι άλλο δείχνει αυτό το δάχτυλο.