Η… ανάσα για το πολιτικό σύστημα και τα πολύτιμα διδάγματα για την Αριστερά
Τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου των εκλογών παράγουν ήδη πολιτικά αποτελέσματα. Αυτά καθαυτά, αποκρυσταλλώνοντας στην παρούσα συγκυρία τους συσχετισμούς μεταξύ της τοπικής πολιτικής και οικονομικής διαπλοκής και της διαπιστωμένα ρευστής λαϊκής βούλησης, όπως δηλώθηκε στην κάλπη. Παράλληλα, οι συσχετισμοί αυτοί αποτυπωμένοι σε αδιαμφισβήτητα (σε αντιπαραβολή με την εικονική πραγματικότητα των δημοσκοπήσεων, όπως αποδείχτηκε περίτρανα) ποσοστά, επιδρούν άμεσα στην κεντρική πολιτική σκηνή, ενόψει της 25ης Μάη.
Η διαχείριση των αποτελεσμάτων, από όπου κι αν προέρχεται, προδίδει μόνο σκοπιμότητες, ενώ δεν προσθέτει τίποτα στην αποτίμησή τους επί της ουσίας.
Αν κάτι μένει ως απόσταγμα, είναι πως ενώ για τους φορείς του καθεστωτικού πολιτικού συστήματος επιβεβαιώθηκε η εμμένουσα ισχύς ποικίλων αυτοματισμών, για την Αριστερά και την υπόθεση της σωτηρίας της χώρας, αυτονόητες συνεπαγωγές δεν προκύπτουν, μοχλεύοντας αποκλειστικά την κεντρική πολιτική όξυνση.
Ο Ευ. Βενιζέλος έσπευσε να κεφαλαιοποιήσει την ανάδειξη των καθεστωτικών περιφερειακών και δημοτικών Αρχών σε ηγεμονική θέση (σε ορισμένες περιπτώσεις συγκέντρωσαν ανέλπιστα, για τα δεδομένα της συγκυρίας, συντριπτικά ποσοστά, της τάξης του 40-50%). Είναι προφανής η πρόθεση εκμετάλλευσης. Ωστόσο, έχει βάση ο πανηγυρισμός του. Το βαθύ κοινωνικό μπλοκ της «Κεντροαριστεράς», αλλά και της Δεξιάς, αντέχει, σχετικώς αλώβητο και δραστικό. Και στο «παραγωγικό» του σκέλος (διαμεσολαβήσεις μεταξύ ευρωπαϊκών κονδυλίων και συμφερόντων) και στην πολιτική υπεραξία με την οποία προικίζεται ξανά. Ενώ το πολιτικό κατεστημένο ταλανίζεται από αλλεπάλληλους κλονισμούς την τελευταία τετραετία, στην Τοπική Αυτοδιοίκηση έχει εμπεδωθεί ένας από τους πιο ισχυρούς πυλώνες του, που μάλιστα αναβαθμίζεται στην «αναπτυξιακή» κυβερνητική επαγγελία (περιβαλλοντική λεηλασία και τουριστική αποικιοποίηση) υπό τις επιταγές της τρόικας. Η απευθείας επιχειρηματική δραστηριοποίηση με υπαλληλοποίηση έτοιμων μηχανισμών, από την Εκκλησία ώς τη Χ.Α., στον Πειραιά, στον Βόλο, προσεχώς αλλού, πιστοποιεί τον κομβικό ρόλο της κατοχής των τοπικών εξουσιών, παραμερίζοντας το παραδοσιακό γαλαζοπράσινο πολιτικό προσωπικό όπου απαιτείται, λόγω… κατωτέρας βίας.
Τα προτάγματα της παραγωγικής ανασυγκρότησης και της συμμετοχικής άμεσης δημοκρατίας αποκτούν, υπό αυτή την έννοια, βαρύνοντα και καθοριστικό ρόλο ως μάχιμα προγράμματα που θα εμπνεύσουν και θα δώσουν ζωή σε ένα αντιθετικό ρεύμα ηθικής και δημιουργικής κοινωνικής συνέγερσης. Το δίπολο Μνημόνιο-αντιμνημόνιο ή οι εκκλήσεις «να φύγουν οι μνημονιακοί», αδυνατούν να ανοίξουν ρωγμές σε ένα καθεστώς δεκαετιών, εκεί όπου αναπαράγεται πλειοψηφικά ο πάλαι ποτέ δικομματισμός. Τα όρια φάνηκαν απέναντι σε πανίσχυρους (επειδή ριζώνουν σε «μοριακό» κοινωνικά επίπεδο) διαύλους μαζικού εκμαυλισμού συνειδήσεων σε ένα ζοφερό περιβάλλον ολοένα και μειούμενων προσδοκιών, ιδεολογικής στειρότητας και απόγνωσης. Έτσι, το εφιαλτικό δίπολο «φτώχεια-αρπαγή» εκλαμβάνεται ως ρεαλισμός διαχείρισης, δηλαδή «ελεημοσύνη-επένδυση».
Σε αυτό το γενικό φόντο πώς άραγε εξηγούνται οι εντυπωσιακές ανατροπές σε Αττική και Αθήνα; Εδώ εκφράζεται μια ακόμα καταλυτική διάσχιση στο πολιτικό και κοινωνικό σώμα της χώρας: Κέντρο και περιφέρεια, αξίες και καθημερινότητα, πολιτικό και ωφελιμιστικό στοιχείο. Η προοπτική που επαγγέλλεται ο ΣΥΡΙΖΑ συγκέντρωσε δυναμική, θεωρητικά στις πιο αντίξοες συνθήκες. Το παράδοξο εξηγεί η υπερφόρτιση του αττικού κοινωνικού τοπίου με όλες τις πολιτικές διαστάσεις, μιας ούτως ή άλλως ενεργής σύγκρουσης. Και δεν είναι το μόνο παράδοξο. Διάσπαρτες «ασύμμετρες» επιτυχίες κινήσεων που στήριξε η Αριστερά δεν είναι ευκαταφρόνητες, οι εμπειρίες τους αξίζει να διαχυθούν και να αναλυθούν.
Ελάχιστα επίσης απασχόλησε ότι η Χ.Α. εμφανίζει την πιο εντυπωσιακή άνοδο στην Αττική, ενώ αλλού, υπό τις δραστικές τοπικές συνθήκες, υστέρησε. Είναι χαρακτηριστικό, επίσης, πως συγκρότησε ελάχιστους δημοτικούς συνδυασμούς.
Με βάση όλα τα προηγούμενα γίνεται αντιληπτό πως ο (καταταλαιπωρημένος όρος) πήχης για την Αριστερά σήμερα δεν ορίζεται αποκλειστικά με βάση ποσοστά. Ακόμη κι αυτή η συζήτηση υποβιβάζεται στο αν μέτρο σύγκρισης αποτελεί ο Μάης (17%) ή η «εκτίναξη» τον Ιούνη (27%) του 2012 – λες και το Μάη δεν επρόκειτο για εκτίναξη! Ούτε θα διασκεδαστούν οι όποιες εντυπώσεις, εκατέρωθεν, μετά και τα αποτελέσματα της ερχόμενης Κυριακής. Τα πολύτιμα διδάγματα που υφίστανται ήδη δεν παραγράφονται. Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν επεδίωξε σήμερα μια ενισχυμένη καταγραφή. Έτσι αποτιμά την παρέμβασή της, για παράδειγμα, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή και το ΚΚΕ.
Πώς θα οργωθεί το κοινωνικό σώμα σε ρεύμα παραγωγικής ανασυγκρότησης και πραγματικής δημοκρατίας; Πώς θα τεθεί, επί της ουσίας, το μεγάλο ζητούμενο των συμμαχιών, με όρους συμφωνίας ζωντανών και δρώντων κοινωνικών και πολιτικών υποκειμένων, όχι συναλλαγής και στερεότυπων πιστοποιητικών κομματικής συγγένειας; Τέτοια μέτρα και σταθμά αξιολόγησης των ελλείψεων και των δυνατοτήτων, ας αναδειχτούν, επιτέλους, ως κριτήρια γόνιμου απολογισμού.