Οι πιέσεις και τα σενάρια για ενδεχόμενο «κυβερνητικό συνασπισμό» χέρι-χέρι με τις προσπάθειες αναστήλωσης του πολιτικού συστήματος.

Του Γιώργου Παπαϊωάννου

 

Όσο το άθροισμα της δημοσκοπικής επιρροής των κυβερνητικών κομμάτων συρρικνώνεται σταθερά, κάτω από το ένα τρίτο του εκλογικού σώματος, τόσο θα πολλαπλασιάζονται τα σενάρια αναμόρφωσης του πολιτικού σκηνικού. Η ειδησεογραφία των τελευταίων ημερών κατακλύστηκε από εκτιμήσεις, διαρροές και διαψεύσεις γύρω από το ενδεχόμενο συνεργασίας της Ν.Δ. (ή τμημάτων της) με τον ΣΥΡΙΖΑ και κυβερνήσεων «μεγάλου συνασπισμού».

Ήδη εδώ και καιρό, τα διαπλεκόμενα εκδοτικά συγκροτήματα τροφοδότησαν τέτοια σενάρια. Είτε «δημοσιογραφικά», είτε παίρνοντας θέση και στιγματίζοντας το δογματισμό των κομμάτων. Τελευταία, δημοσκοπικές εταιρίες καταγράφουν τις διαθέσεις της κοινής γνώμης απέναντι σε τέτοια ενδεχόμενα σε μια ακόμα προσπάθεια χειραγώγησής της.

Αφού όμως τόσο η Ν.Δ., μέσω και πρόσφατων δηλώσεων του Αντ. Σαμαρά, όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ διαψεύδουν κάθε τέτοια σκέψη, γιατί η συζήτηση συνεχίζεται με κάθε ευκαιρία;

Χαρακτηριστική είναι η πρόσφατη έκθεση της JP Morgan που εκτιμά ως πολύ πιθανή τη διεξαγωγή εκλογών που θα φέρουν στην πρώτη θέση τον ΣΥΡΙΖΑ και βιαστικά προβλέπει την αδυναμία συγκρότησης μονοκομματικής κυβέρνησης, υποδεικνύοντας διεξόδους, ενώ γενικότερα ο αμερικάνικος παράγοντας φαίνεται από καιρό να πρωτοστατεί σε αυτή την κατεύθυνση.

Την ίδια στιγμή, είναι πολλές οι ενδείξεις ότι οι Γερμανοί έχουν διαμηνύσει με κάθε τρόπο ότι δεν σκοπεύουν να ταυτίσουν τα συμφέροντά τους με τη διάσωση του Σαμαρά και είναι υποχρεωμένοι να μελετούν όλα τα σενάρια για την διασφάλισή τους την επόμενη μέρα μιας αλλαγής των πολιτικών συσχετισμών. Πώς θα συμβεί αυτό στην περίπτωση μιας κυβέρνησης που δεν θα έχει δηλώσει εκ των προτέρων υποταγή; Ποιο θα είναι το βάθος μιας ρήξης και πώς θα μπορούσαν να μεγαλώσουν τα περιθώρια συμβιβασμών;

Ο ντόπιος επιχειρηματικός κόσμος με τη σειρά του, έχοντας δείξει εδώ και χρόνια αξιοθαύμαστη ευλυγισία στις πολιτικές του προτιμήσεις, παράλληλα και συμπληρωματικά με τις επιθέσεις στο ΣΥΡΙΖΑ είναι υποχρεωμένος να προετοιμάζεται για την αντιμετώπιση μιας εκλογικής του πρωτιάς. Ποια θα είναι η έκτασή της και τι είδους κυβέρνηση θα συγκροτηθεί; Σε ποιο βαθμό θα αμφισβητηθεί το σύστημα διαπλοκής και πώς θα επανεξεταστούν υποθέσεις του πρόσφατου παρελθόντος, αλλά και συμβάσεις και προνόμια που σήμερα απολαμβάνει;

Είναι, λοιπόν, φανερό ότι πίσω από σενάρια, δημοσκοπήσεις, δημοσιεύματα και φήμες για μυστικές συναντήσεις, κρύβονται πραγματικές ανησυχίες. Αυτό που διακυβεύεται είναι το αν και σε ποιο βαθμό θα μπουν σε δοκιμασίες τόσο ο πολιτικός έλεγχος της χώρας από τους διεθνείς επικυρίαρχους όσο και το εγχώριο καθεστώς διαπλοκής.

Από αυτή την άποψη, το φόβητρο της Χρυσής Αυγής δεν είναι ασήμαντο και θα επισείεται ως μοχλός πίεσης για υπερκομματικές συνεννοήσεις, επιβεβαιώνοντας την εκτίμηση ότι «το χτύπημα στη Χρυσή Αυγή χρησιμοποιείται σαν όχημα ανασύστασης του πολιτικού συστήματος» (Δρόμος, 19 Οκτωβρίου 2013).

Ο Αντ. Σαμαράς είναι λογικό από τη μεριά του να διαψεύδει κατηγορηματικά και οργισμένα το σενάριο ενός κυβερνητικού «μεγάλου συνασπισμού» για δύο λόγους. Πρώτον γιατί έτσι εν μέρει ακυρώνεται η τακτική των δύο άκρων. Αυτό υπενθυμίζει προς κάθε κατεύθυνση, μέσα κι έξω από το κόμμα του, όταν δηλώνει ότι δεν πρόκειται να συνεργαστεί με όσους υπονομεύουν την πρόοδο της χώρας. Δεύτερον γιατί θεωρείται δεδομένο ότι τέτοιες εξελίξεις θα έρχονταν μαζί με το δικό του παραγκωνισμό από τη Ν.Δ. και την κεντρική πολιτική σκηνή.

Η φημολογία και οι διεργασίες όμως δεν πρόκειται να σταματήσουν, άσχετα από τις δηλώσεις του σημερινού πρωθυπουργού. Κι αυτό γιατί δεν είναι χρήσιμες μόνο στο βαθμό που θα επιβεβαιώνονταν τα σενάρια που διακινούνται. Είναι χρήσιμες από τώρα, γιατί ενισχύουν την άποψη ότι δεν υπάρχει δυνατότητα σημαντικών τομών αλλά μόνο κάποιων εναλλαγών και ανακατατάξεων στο πολιτικό σύστημα.

Έτσι, πέρα από όσα λέγονται για το «μεγάλο συνασπισμό», το ζητούμενο είναι ευρύτερο και έχει να κάνει με μια γενικότερη ανασύσταση του πολιτικού συστήματος. Η σημερινή εικόνα με τη Δεξιά σε χαμηλά ποσοστά, ένα ανοιχτά φασιστικό κόμμα με διψήφια νούμερα, την Κεντροαριστερά με δύο σχηματισμούς στα όρια της κοινοβουλευτικής επιβίωσης και την Αριστερά πρώτη δύναμη, πρέπει να τροποποιηθεί. Το μεγάλο στοίχημα είναι η κεντροαριστερή ανασύσταση που είναι υπόθεση διεργασιών σε πολλούς χώρους μνημονιακούς, αντιμνημονιακούς και ενδιάμεσους.

Και ο ΣΥΡΙΖΑ; Οι δηλώσεις και τα δελτία Τύπου που διαψεύδουν τέτοιου είδους σενάρια δεν αρκούν για να καθοριστεί η πορεία των πραγμάτων. Οι πιέσεις θα ενταθούν και θα βασίζονται σε διάφορους κινδύνους, εσωτερικούς και εξωτερικούς, και στην καλλιέργεια ενός κλίματος υπέρ κάποιας «εθνικής συνεννόησης» μπροστά σε αυτά τα φόβητρα.

Η αναζήτηση πραγματικών λύσεων ευρύτερης ενότητας θα ήταν ακριβώς στον αντίποδα της «συνεννόησης» που σήμερα προτείνεται και θα βασίζονταν στη μέγιστη συσπείρωση σε ρήξη με το πολιτικό σύστημα και τους δανειστές. Όσο ο ριζοσπαστισμός της ελληνικής κοινωνίας παραμένει σε υποχώρηση και δεν αναβαθμίζεται πολιτικά, τόσο πιο δύσκολο θα είναι να αποκρουστούν οι επιθέσεις «φιλίας» και ενσωμάτωσης.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!