Της Μαρίας Πετρίτση*
Η πολυτέλεια είναι ελλειπτική. Επιβάλλεται χωρίς στολίδια, συμπληρώματα και υπεραφθονία ύλης και υπηρεσιών. Δεν λαμβάνει υπ’ όψιν της καταστάσεις και τάσεις που θα της στερούσαν κάτι από τη λιτή της επιβλητικότητα. Η πολυτέλεια είναι γυμνή. Κρύβει μέσα της μια σπάνια σοφία.
Η Ελλάδα έχει ακόμα κάποια τοπία πολυτελείας. Ένα από αυτά είναι οι Οθωνοί, ένα μικρό νησί στο βορειοδυτικότερο σημείο της χώρας, το μεγαλύτερο από τα τρία Διαπόντια νησιά της Περιφέρειας Ιονίων Νήσων, πάνω από την Κέρκυρα.
Το νησί, με έκταση 10,8 τετραγωνικά χλμ., είναι καταπράσινο, κυρίως ορεινό, με ανώτερο υψόμετρο το Μεροβίγκλι (393 μ.) και με βραχώδεις ακτές αλλά και μικρές αμμώδεις παραλίες. Το χειμώνα οι μόνιμοι κάτοικοι δεν ξεπερνούν τους διακόσιους. Κύριες ασχολίες τους ο τουρισμός, η μελισσοκομία και η αλιεία. Παλιότερα ασχολούνταν με την ελαιοπαραγωγή, τώρα όμως τα δύο χιλιάδες ελαιόδεντρα του νησιού, τα οποία παράγουν την «ελαία τη μικρόκαρπο», με μεγάλη περιεκτικότητα λαδιού υψηλής ποιότητας, μένουν ανεκμετάλλευτα.
Μέρα παρά μέρα, νωρίς το απόγευμα, ο Πήγασος αφήνει επιβάτες και τρόφιμα στο λιμάνι του νησιού, τον Άμμο. Η πρώτη εικόνα που αντικρίζει ο επισκέπτης είναι σχεδόν παράλογη. Ούτε ένα τουριστικό μαγαζί, ούτε ένα περίπτερο, ούτε μία ξαπλώστρα, ούτε ένα beach bar. Μόνο μια καταπράσινη πλαγιά πάνω από μια αμμώδη παραλία, λίγα χαμηλά κτίσματα σε παραδοσιακή αρχιτεκτονική, κάποιες ψαροταβέρνες και το Καφέ της Νίνας.
Η Νίνα είναι η πρώτη γνωριμία των Οθωνών. Και να θέλει, ο επισκέπτης δεν μπορεί να της ξεφύγει. Πιάνει αμέσως φιλίες με όλο τον κόσμο που καταφθάνει. Λέει καλημέρα και κάθεται στο τραπέζι σου με μια κούπα καφέ κι ένα τσιγάρο στο χέρι. «Ψάχνετε δωμάτιο; Στου Μανόλη θα πάτε! Πάω να τον βρω». Είναι φιλόξενη με την άνεση και το κέφι όχι μόνο του επαγγελματία που ψάχνει πελατεία, αλλά και του ανθρώπου που ευχαριστιέται τον άγνωστο να τον κάνει γνωστό, με τη ζωντάνια και το κέφι ενός παιδιού που δεν βαριέται να κάνει φίλους.
Κατάγεται από την Κέρκυρα και φέτος άνοιξε το πιο γραφικό καφενείο του νησιού μέσα «σε μια παλιά αποθήκη που ξαναφτιάχτηκε από την αρχή, με δικό μου γούστο». «Στον Άμμο», το όνομά του. Δίπλα της ο άντρας της, ο Νίκος, πρώην υπάλληλος στη ΔΕΗ Οθωνών και νυν μελισσοκόμος, παρακολουθεί τη συζήτηση μειδιώντας.
Στο καφενείο της Νίνας, όπου πηγαινοέρχονται διαρκώς ντόπιοι και ξένοι, προσφέρονται μέλι από τα μελίσσια του Νίκου, χειροποίητα γλυκά και λικέρ από φρούτα που μαζεύει η ίδια στο δάσος. Συσκευασμένα προϊόντα αρνείται να σερβίρει. «Θα φτιάξω λεμονόπιτα, όμως πρέπει να πάω στις λεμονιές. Του εμπορίου είναι κερωμένα, η γεύση τους δεν είναι καλή. Το λικέρ κούμαρο σ’ αρέσει;». Μαζί με τον καφέ κερνάει σπιτικά αμυγδαλωτά ή τα μπισκότα της ημέρας.
Η Νίνα δεν έχει κουζίνα που θα δικαιολογούσε παροχές εστιατορίου. Ένα μεσημέρι όμως, αργά, στο καφενείο της, φάγαμε το καλύτερο μεσημεριανό του Αυγούστου. «Ξεχαστήκατε και κλείσανε; Έχω αβγά από τις κότες μου για μια ομελέτα, πάω να δω αν έμειναν ντοματίνια στη γλάστρα, να κόψω και λίγο ζυμωτό ψωμί και να βάλω μια τηγανιά πατάτες απ’ αυτές που έβγαλα χτες από το περιβόλι». Τα σουπλά ήταν κομμάτια κουζινόχαρτο και στη γυάλινη κανάτα φρέσκο πηγαδίσιο νερό. Το τραπέζι της Νίνας ήταν πολυτελείας. Γύρω μας, Ιταλοί και ντόπιοι γελούσαν μαζί χωρίς να νοιάζονται για το περασμένο της ώρας.
Όταν η συζήτηση στρέφεται στα πολιτικά, λέει: «Ήμουν στο ψηφοδέλτιο του Νικολούζου, αλλά δεν βγήκα. Δεν πειράζει, αρκεί που η Κέρκυρα ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ». Μιλάει για τους Οθωνούς που έμειναν χωρίς σχολείο, αφού έφυγαν όλα τα παιδιά, για την ιστορία των πειρατών και των φιδιών που κάποτε απειλούσαν το νησί, για μια ωραία έκθεση ζωγραφικής που παραμένει κλειστή λόγω έλλειψης προσωπικού και για το γιατρό, που πότε είναι, πότε δεν είναι σε υπηρεσία.
Η δωρική λιτότητα του τοπίου, τα κρυστάλλινα νερά που μυρίζουν θυμάρι, οι μικροί σιωπηλοί οικισμοί γύρω από το βουνό, ο έναστρος ουρανός που αφήνει να φαίνονται χιλιάδες αστέρια τις νύχτες, οι όμορφοι άνθρωποι των Οθωνών, η εγκάρδια φιλοξενία της Νίνας, είναι ψηφίδες αγαλλίασης που κάνουν το μεγάλο μωσαϊκό του τόπου αυτό που είναι. Ένας προορισμός πολυτελείας για όσους θέλουν να περάσουν λίγο καιρό σε έναν τόπο λιτό και αγνό, σε μια κοινωνία παλιακή και ταυτόχρονα πολύ μπροστά από την εποχή μας.
* H Μαρία Πετρίτση είναι συγγραφέας