Μικρά ψάρια στη διαπασών
Συνέντευξη στην Ιφιγένεια Καλαντζή
Ο Γιάννης Οικονομίδης τάραξε τα νερά με το Σπιρτόκουτο (2003), δίνοντας νέα δυναμική στο ελληνικό σινεμά. Το χειμαρρώδες, τολμηρό και πρωτότυπο σενάριο και οι αυθεντικές ερμηνείες, διαμόρφωσαν ένα εντελώς προσωπικό και αναγνωρίσιμο κινηματογραφικό στυλ, που παγιώθηκε με τις δύο επόμενες ταινίες του Ψυχή στο στόμα (2006) και Μαχαιροβγάλτης (2010). Τα απανωτά μπινελίκια δομικό στοιχείο της κινηματογραφικής του γλώσσας, αναδύουν έναν ωμό σαρκασμό, μεταφέροντας τη βία των εξουσιαστικών δομών σ’ ένα λούμπεν προλεταριάτο, απ’ όπου ξεπηδούν λαϊκοί χαρακτήρες που μπλέκονται σε παθιασμένες ιστορίες, με φόντο βιοτεχνίες, καταγώγια και εργοτάξια.
Στις αίθουσες προβάλλεται η πρόσφατη ταινία του Το μικρό ψάρι, ένα φιλμ νουάρ που συμμετείχε στο Διαγωνιστικό του φετινού φεστιβάλ Βερολίνου. Ο Βαγγέλης Μουρίκης ενσαρκώνει έναν λιγομίλητο αρτεργάτη με θλιμμένο βλέμμα, πρώην κατάδικο, που τα βράδια δρα ως πληρωμένος εκτελεστής. Παλιές γνωριμίες τον πολιορκούν απειλητικά και πιέζεται να μπλεχτεί σε μια περίεργη υπόθεση.
Ο 47χρονος Οικονομίδης, με τη στιβαρή κορμοστασιά, έχει αναχθεί σε μια γνήσια καλτ φιγούρα. Τον συναντήσαμε από κοντά, στα Εξάρχεια όπου συχνάζει, και μας μίλησε με πάθος για το έργο του.
Πώς προέκυψαν η αρχική ιδέα και το σενάριο της ταινίας;
Στο μυαλό μου υπήρχαν δυο πράγματα: Η πεποίθηση να κάνω ταινία με τον Βαγγέλη Μουρίκη στο επίκεντρο και η διάθεση να κάνω γκανγκστερική ταινία. Αποφασίστηκε ο ήρωας να είναι επαγγελματίας εκτελεστής και πρώην φυλακόβιος, αλλά το σενάριο χρειάστηκε δυόμισι χρόνια.
Μίλησέ μας για τον Μουρίκη και τους ερασιτέχνες ηθοποιούς.
Με τον Μουρίκη δουλέψαμε πάνω από επτά μήνες, παρ’ όλο που συμμετείχε στη διαμόρφωση του σεναρίου και είχε εμβαθύνει στο ρόλο. Παρουσιάζεται αγέλαστος, με μελαγχολικό βλέμμα που βγάζει ανθρωπιά. Επιλέγω ερασιτέχνες που έχουν ήδη επαφή με την έκθεση, σε αντίθεση με τον Τορνέ, που έπαιρνε ανθρώπους από το δρόμο και τους έκανε ηθοποιούς. Η Σόνια Θεοδωρίδου ήρθε μόνη της στην οντισιόν και μου έκανε εντύπωση πώς μια διεθνώς αναγνωρισμένη σοπράνο, παραμένει απλή και σεμνή. Τελικά αποδείχτηκε φοβερή! Η Πόπη Τσαπανίδου είναι παλιό απωθημένο. Πάντα θεωρούσα κρίμα να την έχει κερδίσει η δημοσιογραφία και όχι ο κινηματογράφος. Έχει μεσογειακή ομορφιά και λάμψη. Την πλησιάσαμε για το ρόλο της μοιραίας γυναίκας και δέχτηκε. Δούλεψε σκληρά για πέντε μήνες, με ψυχή και θάρρος. Τρίτος ερασιτέχνης είναι ο ανεπανάληπτος Πέτρος Ζερβός, σκιτσογράφος στην εφημερίδας σας. Αυτός κι αν είναι αποκάλυψη…
Τι σηματοδοτεί ο τίτλος;
Είναι μεταφορά για τον κεντρικό ήρωα, ένα μικρό ψάρι με μεγάλη ψυχή και ανάστημα. Στην ταινία υπάρχουν κι άλλα μικρά ψάρια που παλεύουν με τα μεγάλα. Βέβαια, υπάρχει και ανατροπή. Στην πραγματικότητα σημαίνει ότι δεν ξέρουμε τι μπορεί να κρύβει μέσα του το μικρό ψάρι.
Πλάθεις οργισμένους χαρακτήρες, που εκτονώνονται με απίθανα μπινελίκια. Τι αντανακλά η έντονη βία στις ταινίες σου;
Δεν είναι μπινελίκια, είναι σκληρή γλώσσα. Όταν ακούγονται σε ταινία του Σκορτσέζε, ο Έλληνας θεατής απενοχοποιείται και γουστάρει, ενώ σε ελληνική ταινία τον πιάνει αμόκ: υποκρισία, σεμνοτυφία, ταμπού και συντηρητισμός… Με πιάνει θλίψη που στέκονται σ’ αυτό, γιατί πασχίζουμε να φτάσουμε ένα επίπεδο αναπαράστασης και ρεαλισμού, εφάμιλλο με του ξένου σινεμά.
Όσο για τη βία, τη θεματοποιώ με κριτική ματιά. Εστιάζω σε ζητήματα που εμπεριέχουν βία, όπως έρωτας, θάνατος, πίστη-απιστία, προδοσία, λαγνεία της εξουσίας, ρατσισμός… Αυτά τα αρχετυπικά θέματα προκύπτουν από μια δραματουργία πάθους.
Πώς λειτουργεί όλη αυτή η ενορχήστρωση της έντονης λεκτικής βίας, που διαδέχεται τις σιωπές σε μορφή μονολόγου, με έναν συχνά ακραίο αμοραλισμό αλλά και αίσθηση χιούμορ;
Η ζωή μας είναι μια ιλαροτραγωδία, αλλά και το μεσογειακό μας ταμπεραμέντο αποτελεί στοιχείο της παλαβομάρας μας. Μ’ ενδιαφέρει να διερευνήσω τα ένστικτα, τη γελοιότητα, την παλικαριά του Έλληνα, όλα μαζί. Δεν θεωρώ ότι το κακό γεννιέται, είναι κοινωνικό φαινόμενο. Αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι γεννημένοι τέρατα, μετατρέπονται από την οικονομική ανέχεια και τις συνθήκες. Δεν υπάρχει καμία μεταφυσική του κακού.
Τα ξεσπάσματα είναι εναρμονισμένα με τη δραματουργία. Όταν ένα αφεντικό τραμπουκίζει μια υπάλληλο, δεν είναι σεναριακό, έτσι θεωρώ ότι μιλάνε οι Έλληνες. Οι ταινίες μου έχουν να κάνουν με τη χυδαιότητα και την αλαζονεία της εξουσίας, που παράγει βία, συγκρούσεις και ποδοπατά συναισθήματα και ανθρώπους. Ζητήματα τα οποία προσπαθούμε να αντιπαλέψουμε σαν πολιτισμός.
Οι χαρακτήρες σου κατατάσσονται στο περιθώριο;
Ο κόσμος στις ταινίες μου δεν είναι περιθώριο, είναι η μισή Ελλάδα. Είναι η έκφραση του μικρομεσαίου -πότε πιο λαϊκός, πιο σκοτεινός ή πιο φωτεινός- όχι όμως περιθώριο. Μπορεί να αλλάζει το κουστούμι ή η γραβάτα. Στην πραγματικότητα ο ίδιος πολιτισμός είναι για όλους, δεν αποδέχομαι τον χαρακτηρισμό περιθώριο. Είναι καταστάσεις μέσα στη ζωή.
Επιδιώκεις ρεαλιστική κινηματογραφική απόδοση;
Ο ρεαλισμός είναι αφετηρία Από ’κει και πέρα, κάθε δημιουργός βρίσκει το δικό του τρόπο έκφρασης: εξπρεσιονισμό, σουρεαλισμό, ποιητικό σινεμά. Ακόμα και ο Ταρκόφσκι είναι ρεαλιστής. Στο ξεκίνημα του Καθρέφτη, όπου μια γυναίκα κάθεται σε έναν φράχτη και καπνίζει, η αναπαράσταση είναι απόλυτα φυσική, ίσως με ένα ποιητικό βλέμμα. Το δικό μου μπορεί να είναι εξπρεσιονιστικό.
Χρησιμοποιείς συχνά σταθερά πλάνα, πώς λειτουργούν;
Δεν μ’ αρέσει η κάμερα στο χέρι, που δίνει την αίσθηση ότι ο δημιουργός είναι πανταχού παρών, ούτε το κουνημένο, μοντέρνο ύφος. Στις ταινίες του Λόουτς, του Μάικλ Λι ακόμα και του Κουροσάβα, υπάρχουν πλάνα σταθερά και πανοραμικά, χωρίς να επεμβαίνει ο ναρκισσισμός του σκηνοθέτη-δημιουργού. Δεν μ’ ενδιαφέρουν οι εντυπωσιασμοί, αλλά η ιστορία. Όσο πιο ήρεμη είναι η κάμερα, τόσο πιο πολύ συγκεντρώνεσαι σ’ αυτό που καταγράφει.
Εδώ χρησιμοποιείς μουσική του Μπάμπη Παπαδόπουλου και έχεις κι ένα τραγούδι του Τσιτσάνη…
Αυτή η ταινία είναι πιο ανοιχτή, λόγω εικονογραφίας, ίντριγκας και ηθοποιών, οπότε ένιωσα ότι τελείωσα με τους ήχους. Ήθελα μουσική που να υποστηρίζει τον ψυχισμό του μοναχικού ήρωα. Επιλέξαμε λοιπόν σόλο όργανο, μια κιθάρα. Θαυμαστής του Μπάμπη, από τις Τρύπες, όταν άκουσα το Σκηνές από ένα ταξίδι έπαθα πλάκα και χρησιμοποίησα ένα τραγούδι στο τρέιλερ του Μαχαιροβγάλτη. Σ’ αυτή την ταινία έχει κάνει μοναδική δουλειά, με λιτή παρουσία. Η μουσική συνομιλεί με όλα τα στοιχεία της ταινίας, δεν είναι απλό χαλί.
Στις ταινίες μου χώνω συνήθως Καζαντζίδη, αλλά το Ένα τραγούδι απ’ τ’ Αλγέρι, σε διασκευή του Μπάμπη, απ’ το άλμπουμ Η σπηλιά του δράκου, ταίριαζε στη διάθεση της σκηνής.
Το ζήτημα της νοσηρότητας μέσα στην οικογένεια, το έθιξες πρώτος εσύ, στο Σπιρτόκουτο, και στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε εμμονικά από τους νεότερους σκηνοθέτες.
Το ζήτημα δεν είναι το θέμα που επιλέγεις, αλλά το πώς το διαχειρίζεσαι. Το θέμα «οικογένεια» χωράει όλα τα μεγάλα διακυβεύματα. Ακόμα και ο Ντοστογιέφσκι, οικογενειακές ιστορίες κάνει και ο Σαίξπηρ το ίδιο. Υβριστικό ή αυτιστικό, αποδεκτό ή απορριπτέο, το θέμα της οικογένειας εντάσσεται στη μεσογειακή παράδοση, σε αντίθεση με τους Γερμανούς, που έχουν τη φύση ή τους Αμερικανούς, με τις ανοιχτές εκτάσεις, που έχουν την περιπλάνηση.
Μπορούμε να πούμε ότι η ταινία σου αποτελεί αλληγορία για τη σημερινή εξαθλίωση;
Ποτέ δεν έκανα αλληγορίες, είμαι ενάντια, γιατί όλα αυτά πάνε σε έναν συμβολισμό και μια σημειολογία πολύ μακριά από τη δική μου προσέγγιση. Αν το άνοιγμα αυτής της ταινίας, ο όγκος και τα επίπεδά της μπορεί να αποτελούν μια τοιχογραφία, ένα φρέσκο μιας εποχής, αυτό θα το δείξει ο χρόνος.