Για το 67ο Φεστιβάλ Καννών
Ανταπόκριση της Ιφιγένειας Καλαντζή*
Ο σπουδαίος Τούρκος Νουρί Μπιλγκέ Τσεϊλάν απέσπασε τον Χρυσό Φοίνικα, με την νέα του ταινία Winter sleep, αφιερώνοντας το βραβείο στους μαχόμενους νέους της χώρας του.
Στο Διαγωνιστικό, συμμετείχε και η νέα αξιόλογη ταινία του 78χρονου Άγγλου Κέν Λόουτς Jimmy’s Hall. Στην Ιρλανδία του ’30, ένας ιδεαλιστής κομμουνιστής επιστρέφει στη γενέτειρά του μετά από δέκα χρόνια εξορίας στην Αμερική και προσπαθεί να ξαναζωντανέψει το πολιτιστικό στέκι της περιοχής. Οι πρωτοβουλίες του, όμως, εκλαμβάνονται από τον αυταρχικό ιερέα της ενορίας ως εχθρικές, ξυπνώντας πολιτικές διαμάχες στην τοπική πουριτανική κοινωνία, κατάλοιπα του πρόσφατου εμφύλιου διχασμού.
Σε νοσταλγική ατμόσφαιρα εποχής, που θυμίζει Ο άνεμος χορεύει το κριθάρι, ο Λόουτς πλάθει ηθικά έντιμους χαρακτήρες, επαναφέροντας θέματα όπως ο ιρλανδικός εμφύλιος και ο αναδασμός της γης. Η ταξική πάλη στην τοπική κοινωνία είναι σαφής. Οι αγρότες αντιστέκονται, διεκδικώντας από τους μεγαλογαιοκτήμονες και τον κλήρο, τη γη που οι ίδιοι δουλεύουν. Η νεολαία εκτυπώνει και ενημερώνεται από κομμουνιστικές εφημερίδες, ενώ οργανώνεται και συχνάζει σε πολιτικά στέκια που σμιλεύουν τους απαραίτητους ενωτικούς δεσμούς και συλλογικότητες, προπύργιο των αγώνων τους. Αξιοσημείωτος είναι ο τρόπος που ο σκηνοθέτης εμπλέκει τις διαφορετικές μουσικές παραδόσεις, αναδεικνύοντας την κινητοποιητική δύναμη της τέχνης. Η νεωτερικότητα, μέσα απ’ τους δίσκους γραμμοφώνου του Τζίμι, με τους νέους ρυθμούς φοξ τροτ, πλάι στα αυθεντικά κεφάτα ιρλανδέζικα τραγούδια, μεταφέρει τα σοσιαλιστικά ιδεώδη των αμερικανικών συνδικάτων, όπου πρωτοστάτησαν οι μετανάστες. Όπως και οι Νταρντέν, ο δηλωμένος μαρξιστής Λόουτς υπενθυμίζει σ’ ένα ευρύ κοινό, τη σημασία των συλλογικών αγώνων, στην αντιμετώπιση της σύγχρονης λαίλαπας.
Πιστός στη φιλμική γλώσσα που ο ίδιος επινόησε και καθιέρωσε, ο 83χρονος Γαλλοελβετός διανοητής Ζαν-Λικ Γκοντάρ παρουσίασε σε τρισδιάστατη προβολή, στο Διαγωνιστικό, το μόλις 70 λεπτών Adieu au langage, κερδίζοντας από κοινού με τον 25χρονο Καναδό Ξαβιέ Ντολάν το Βραβείο της Επιτροπής.
Στα χνάρια των προηγούμενων πρωτοποριακών πειραματικών στοχασμών του, η νέα ταινία απορρίπτει κάθε παραδοσιακή αναπαραστατική αφηγηματική δομή. Αυτό που θεωρήθηκε ως αποδόμηση στο σινεμά, χαρακτηρίζοντας το γκονταρικό στυλ, αποτελεί στη ουσία μια επεξεργασμένη μορφή ενός οπτικοακουστικού κινηματογραφικού μοντάζ. Επαναλαμβανόμενες σκηνές από ταινίες, ιστορικά ντοκουμέντα και γραφικοί χαρακτήρες αναμειγνύονται με λογοπαίγνια και αποσπάσματα φιλμικών διαλόγων παλιότερων ταινιών, ενώ συμπληρώνονται από τη φιλοσοφικών προβληματισμών και πολιτικών αιχμών αφήγηση του σκηνοθέτη, υπό τους ήχους θραυσμάτων κλασικής μουσικής. Η αγαπημένη του σκυλίτσα ως βασική πρωταγωνίστρια και η μαγική συνένωση ενός άντρα και μιας γυναίκας μέσα από το τρισδιάστατο οπτικό τρικ αποτελούν στιγμιότυπα ενός κατακερματισμένου περιεχόμενου που αντανακλά τις ιδεολογικοπολιτικές, φιλοσοφικές και αισθητικές απόψεις του σκηνοθέτη, σ’ ένα κινηματογραφημένο ποιητικό μανιφέστο.
Αναρχικός και αντιεξουσιαστής στη δομή της σκέψης του, ο Γκοντάρ μας ταξιδεύει σε μια συγκινητική κατάθεση της πολυπλοκότητας του χαμένου νοήματος, με ένα πολυσύνθετο μήνυμα, με τους δικούς του ευφυείς σχολιασμούς, γύρω από το τέλος μιας ολόκληρης εποχής. Στοχασμοί για το τέλος της γλώσσας, όταν οι λέξεις δεν έφτασαν για να αποτρέψουν το νέο ιστορικοπολιτικό πισωγύρισμα, ενώ τα λογοπαίγνια διαμορφώνουν τη μεταφορική έννοια των λέξεων, μαζί με τους συνειρμούς απ’ το οπτικό και ηχητικό πεδίο, γεννώντας πολύπλοκες φιλοσοφικές προσεγγίσεις, καθώς κατά τον Γκοντάρ, «φιλόσοφος είναι αυτός που αντιλαμβάνεται την επαναστατική δύναμη των συμβόλων».
Η αναφορά στον λόρδο Μπάιρον δεν αφορά μονάχα το παθιασμένο κίνημα ρομαντισμού που πυροδότησε νέα τροπή στην τέχνη, αλλά υπογραμμίζει την αγωνιστική υπόσταση ενός αριστοκράτη που υποστήριξε την ελληνική επανάσταση, ενώ η επαναλαμβανόμενη ρήση «πόλεμος της κοινωνίας ενάντια στο κράτος» αναδεικνύεται ως λυτρωτική αποκάλυψη.
Ο συγκινητικός αποχαιρετισμός του Γκοντάρ συμπληρώνεται από μια ολιγόλεπτη βίντεο-επιστολή, στο ίδιο στυλ, που έστειλε στη διοίκηση του Φεστιβάλ, δηλώνοντας την απόφασή του να μην εμφανιστεί ούτε και φέτος στις Κάννες.
Μέσα από αποσπάσματα ταινιών, απότομα κομμένες σκηνές, εικόνες και ήχους που συνδιαλέγονται με έννοιες όπως Λογική της εξουσίας, Ρίσκο της μοναξιάς, Αναζήτηση της αλήθειας και Μεταφορά, ως φιλοσοφική έννοια που ο σκηνοθέτης υπηρέτησε πιστά στην οπτικοακουστική κινηματογραφημένη της υπόσταση, κάνει αναφορά στη Χάνα Άρεντ και μια βαθιά υπόκλιση στον χαμένο -πριν σχεδόν ένα χρόνο- φίλο του Κρις Μαρκέρ, αναφερόμενος στο θρυλικό ντοκιμαντέρ του Cuba si, ενώ οι στίχοι ενός παλιού ιταλικού τραγουδιού υπενθυμίζουν τη βία της εξέγερσης.
Σκηνές από παλιότερες ταινίες του μπλέκονται με τη δική του επαναλαμβανόμενη ομολογία, με την τρεμάμενη γεροντική πλέον φωνή του: «Δεν έχω την καρδιά μου στο στόμα μου, για το λόγο αυτό φεύγω με τον κακό άνεμο που με παρασέρνει, όπως τα νεκρά φύλλα», σε μια νοσταλγική αναφορά και στον Ζακ Πρεβέρ. Η συγκίνηση του αποχαιρετισμού απογειώνεται με την ακαταμάχητη συμφωνική μουσική του Μπετόβεν, τονίζοντας το φλογερό επαναστατικό όραμα μιας προηγούμενης γενιάς, που αφήνει με γοργούς ρυθμούς αυτόν τον κόσμο, με την υπογραφή ενός απ’ τους μεγαλύτερους, εν ζωή ακόμα, ριζοσπάστες κινηματογραφιστές.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός/κριτικός κινηματογράφου