Του Μάρκου Δεληγιάννη

 

Εσύ, πολίτη αυτής της χώρας, τώρα, που ενεός στέκεσαι μπρος στον άφατο πόνο, τώρα, που δεν ξέρεις τι να υπερασπιστείς, τώρα, που τίποτα πια δεν σου έχει απομείνει, ναι, τώρα, είναι η κατάλληλη στιγμή ν’ αντιληφθείς, πως έχεις κι εσύ φωνή. Άφησέ την τώρα, στεντόρεια να ηχήσει, καθώς η ματιά σου τρομαγμένη κυκλοφορεί ανάμεσα σε οιμωγές, ανάμεσα σ’ έκπληκτα δολοφονημένα μάτια παιδικά, ανάμεσα σε βουβούς λυγμούς μανάδων, καθώς τα ξεριζωμένα σπλάχνα τους, εναποθέτουν στης γης την παγωμένη αγκάλη. Εσύ, που ακόμη ισχυρίζεσαι, πως πολίτης αυτής της χώρας είσαι, κι όχι ιθαγενής, τώρα που οι λέξεις έρχονται ανεμπόδιστα στο στόμα σου χωρίς του συντακτικού τη βοήθεια, τώρα μπορείς κι εσύ άφοβα να δείχνεις προς τα εκεί, στης Γάζας τις αιματόβρεκτες ακτές, εκεί στου κόσμου την πιο φρικτή φυλακή, εκεί που συντελείται το ανείπωτο έγκλημα ενάντια στην ανθρωπότητα, εκεί που τα ανύπαρκτα, θλιβερά ανθρωποειδή, εκτελούν ασκήσεις σκοποβολής πάνω σε ανύποπτα παιδικά κορμιά, και φώναξε, με όση δύναμη κρύβουν τα πνευμόνια σου: Λευτεριά στην Παλαιστίνη!

Αρκετό αίμα πότισε της λευτεριάς το δέντρο. Ο καιρός της ανθοφορίας πλησιάζει. Ανόητοι στρατοκράτες, τώρα κάνετε χαρές για την πρόσκαιρη τούτη νίκη σας. Πόσο αφελείς είστε! Κανείς δεν μπορεί ένα λαό υπόδουλο να διατηρεί με των όπλων την ισχύ, όχι μόνο γιατί είναι άδικο, αλλά και γιατί, μια πληγή είναι, αυτή της αποσταθεροποίησης, που θα γεμίσει αίμα και πύον την δική σας κοινωνία. Γι’ αυτό, μη χαίρεστε και μην μεθάτε για την αμφίβολη αυτή νίκη που κατακτήσατε. Σκεφθείτε, ίσως αύριο κιόλας η πίκρα του αδικοχαμένου σταλάξει στον δικό σας ουρανίσκο.

Κι όλα αυτά στη γειτονιά μας συμβαίνουν. Σκέψου, φίλε μου, ο εφησυχασμός είναι μορφή συναίνεσης κι αυτός. Λοιπόν, αν όχι τώρα, πότε το θυμωμένο «όχι» σου θα κραυγάσεις; Σκέψου, κι εσένα με άλλο τρόπο σε δολοφονούν. Οι ίδιοι, πάντα οι ίδιοι είναι. Μια φούχτα τοκογλύφων. Τα παπούτσια που φοράνε, είναι από δέρμα ανθρώπων φτιαγμένα. Είναι αυτοί, με την ατσαλάκωτη εμφάνιση, με τα καλοσιδερωμένα κοστούμια, που μεταβάλλουν ανθρώπινες υπάρξεις σε αριθμούς, σε ποσοστώσεις στατιστικών ερευνών. Κι εσύ χρόνια τώρα κυνηγημένος, πόσες ερήμους δεν διάβηκες προσδοκώντας της όασης την δροσιά, πόσους φόβους κι αγωνίες δεν πέρασες, τις νύχτες τις ατέλειωτες, όταν έξω απ’ τα κλειστά παράθυρά σου, οι λύκοι ούρλιαζαν ασταμάτητα; Και τώρα σωπαίνεις; Κλείνεις τα μάτια μπρος στο αιμάτινο ποτάμι, που βάφει ανεξίτηλα τον πολιτισμό σου; Ο θάνατος καλπάζει ανενόχλητος, φίλε συμπολίτη. Την Τετάρτη, 23/7, το πρωί στα Χανιά, αφαιρέθηκε η ζωή από μια γυναίκα τετραπληγική που ανέπνεε με μηχανική υποστήριξη. Η ΔΕΗ έκοψε την παροχή ρεύματος. Υπήρχε χρέος, 500 ευρώ! Τόσο πολύ, η ζωή αποτιμάται απ’ της Ρώμης τους εντολοδόχους! Σου ετοιμάζουν κι εδώ, ιδιότυπη φυλακή. Η εξόντωσή σου θα ’ναι – τι άλλο;- οικονομική. Ο εξευτελισμός θα ’ναι τέλειος. Θα σέρνεσαι, επαίτης θλιβερός, στων αφεντάδων τα σκαλοπάτια. Με ταχύτητα θαυμαστή, σε οδηγούν στου Μεσαίωνα τις εποχές. Η εργασία παύει να ’ναι δημιουργία. Τώρα γίνεται απασχόληση. Αυτοί που διαφεντεύουνε τις ζωές μας, κρατούν γερά στις άπατες τσέπες τους το χρήμα. Θεός τους ο αμοραλισμός. Δεν ορρωδούν προ ουδενός. Καταργούν της Κυριακής την αργία. Ο φοβισμένος υπάλληλος αναζητάει κάποιον μεσσία να τον σώσει κι ο καταναλωτής τρέχει χωρίς να ξέρει το γιατί, ανάγκες ανύπαρκτες να καλύψει. Οι τράπεζες, καινούργια δεσμά για τους αφελείς δανειολήπτες, απεργάζονται. Προτού, άστεγους, στους αφιλόξενους δρόμους του κλεινού άστεως τους πετάξουν, μια πρόταση γενναιόδωρη προσφέρουν: Μπορείτε να μείνετε στα πρώην σπίτια σας, που τώρα βέβαια, νόμιμα, μας ανήκουν. Φτάνει ένα νοίκι να μας πληρώνετε. Πόσο; Εμείς θα το αποφασίσουμε. Τώρα, πώς μια οικογένεια βουτηγμένη στην ανεργία, ή στην υποαπασχόληση θα μπορέσει χαράτσι να πληρώνει στους άρπαγες; Αυτό είναι ένα ερώτημα. Με πόση χαρά κι υπερηφάνεια καμάρωνες των παιδιών σου την προσπάθεια, εφόδια στη ζωή ν’ αποκτήσουν. Διπλώματα πανεπιστημιακά, μεταπτυχιακά, επάρκεια σε ξένες γλώσσες. Κι έλεγες με ικανοποίηση: Οι κόποι κι οι στερήσεις χαμένοι δεν πήγανε! Αλίμονο, όλα αυτά διαβατήριο μόνο εξασφαλίζουν στη ξενιτειά.

Ο τόπος σου δεν θα σου ανήκει πια. Τώρα που ένας λαός σφαγιάζεται, στη γειτονιά σου, ένωσε κι εσύ τη φωνή σου με τους κατατρεγμένους. «Γιατί κανένας άνθρωπος δεν είναι νησί, ακέραιος, μονάχος. Κάθε ανθρώπου ο θάνατος, λιγοστεύει εμένα τον ίδιο, γιατί είμαι ένας με την Ανθρωπότητα. Κι έτσι ποτέ σου μη στέλνεις να ρωτήσεις για ποιον χτυπά η καμπάνα. Χτυπάει για σένα».

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!