του Μάρκου Δελληγιάννη
Πριν απ’ του καλοκαιριού τον αποχαιρετισμό, η θάλασσα ελαφρά αναστατωμένη απ’ του μελτεμιού την έπαρση, χαρίζει θωπείες γαλάζιες, ίσως τις τελευταίες, σε όσα κορμιά τα θέλγητρά της ακόμα δεν χόρτασαν. Οι διακοπές για τους πολλούς τέλειωσαν πια. Στις αποσκευές, μ’ επιμέλεια περίσσια, μια χούφτα αδέσμευτου αγέρα, τακτοποίησαν. Απαραίτητο εφόδιο στη πόλη την πνιγηρή. Η μελαγχολία του φθινοπώρου περιμένει αμετακίνητη. Ο αέρας της πόλης λιγοστός. Τώρα η Σελήνη η καινούργια, σιλουέτα λεπτή, με του σύννεφου την αιδημοσύνη τυλιγμένη, στέλνει τρεμάμενο φως στων κτιρίων την τσιμεντένια κορμοστασιά. Μια ημέρα χάνεται και λίγο, πριν η νύχτα τα καντηλέρια της ανάψει, όλα μοιάζουν τόσο όμορφα, τόσα γαλήνια, σαν των ποιητών τις λέξεις.
Κι όμως, κανείς δεν έσπευσε της φύσης το θαύμα αυτό να προσκυνήσει. Οι πολλοί, εμείς οι ιθαγενείς, παράμερα, κλαίμε για τις χαμένες μας ζωές, για τις κλεμμένες ανάσες, τους δολοφονημένους Απρίληδες. Και ένα πελώριο «Γιατί», επίμονα απάντηση απαιτεί. Αξίζουν, άραγε, τόσο λίγο οι ανθρώπινες ζωές; Είναι το αντιστάθμισμα τόσο φρικτό; Ένας λαός να χάνεται για να μείνουν οι θέσεις των υπηρετών της τρόικας αδιαφιλονίκητες; Και το φθινόπωρο συνεχίζει το προαιώνιο παράπονό του καθώς οι στάλες της βροχής πάνω στα τζάμια γράφουν δυσανάγνωστες επιγραφές, σαν των άνεργων την απόγνωση.
Μα όλοι οι θλιβεροί επαγγελματίες πατριδολάγνοι, όλοι αυτοί οι χαμαιλέοντες, με άλλα θέματα καταπιάνονται. Βλέπουν την απειλή του ΣΥΡΙΖΑ να κοντοζυγώνει κι από φόβο διακατέχονται, μήπως χωρίς καρέκλα μείνουν. Και τότε τι θα γενούν αυτοί οι ανόητοι μικράνθρωποι; Κι αρχίζουν τις μηχανογραφίες, τις ίντριγκες, τις συκοφαντίες, τους ψίθυρους, το άθλιο αλισβερίσι. Ασκούνται στο μάθημα της αριθμητικής: Πώς σχηματίζεται ο μαγικός αριθμός 180! Κάνουν λογαριασμούς μπακάληδων. Μας μεταφέρουν σ’ εποχές ζοφερές. Τρέχουν. Προτείνουν. Τάζουν. Υπόσχονται. Δίνουν τα πάντα. Φτάνει η θέση να διατηρηθεί όσο περισσότερο γίνεται.
Εμείς παρακολουθούμε τα όσα ανείπωτα συμβαίνουν, ενεοί. Δυσκολεύεται κανείς, τη λέξη την κατάλληλη να βρει, που με σαφήνεια θ’ αποδίδει, τον τρόπο σκέψεις όλων αυτών, που θεωρούν πως ζωή δεν είναι δυνατόν να υπάρξει, χωρίς αυτοί ν’ άρχουν. Μας εμπαίζουν με τον πιο χυδαίο τρόπο. Ομιλούν μ’ έπαρση. Αναμασούν μπουρδολογίες. Αρθρώνουν μεγαλοστομίες. Επιτίθενται με μένος εναντίον αυτών που μόλις χθες μαζί τα συμφωνούσαν. Παρακολουθήσαμε εμβρόντητοι το λόγο τον πρωθυπουργικό στην ΔΕΘ κι αναρωτηθήκαμε: Μα από ποιο πλανήτη προέρχονται όλα αυτά τα συναρπαστικά μηδενικά; Δεκαετίες, τώρα, αυτοί δεν είναι που τη χώρα λυμαίνονται; Αυτοί δεν ήταν που μεθοδικά τη δημόσια διοίκηση, την περίθαλψη, την εκπαίδευση απαξίωναν; Και να που φτάσαμε έως εδώ. Ύστερα από τόσες μάχες, να εκλιπαρούμε και πάλι τους ανθύπατους.
Στη ζυγαριά της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, η ζωή η ανθρώπινη αντισταθμίζεται με τον όγκο των χρημάτων που δίνεις για να σωθείς. Όμηροι, στα χέρια αδίστακτων αρπακτικών, είμαστε. Όποιος τα λίτρα καταβάλει σώος σπίτι του θα γυρίσει. Ας το καταλάβουμε η περίθαλψη, η Παιδεία, η κατοικία αποτελούν προνόμιο των εχόντων. Κι έτσι φτάσαμε έως εδώ. Πέρα από κάθε επιστημονική δεοντολογία, πέρα από κάθε ουμανιστική σκέψη οι ανθύπατοι της Ρώμης ανακάλυψαν πως η πρόληψη στην ιατρική στοιχίζει και γι’ αυτό το Τεστ ΠΑΠ δεν θα γίνεται πια για όλες τις ηλικίας και κάθε χρόνο το ίδιο θα ισχύει και για τον προστάτη! Επίσης, τρίπλεξ καρδιάς μόνο ύστερα από πέντε χρόνια μετά την επέμβαση μπαϊπάς! Κι όποιος επιζήσει…
Αλλά, εσύ σύντροφε, που μεμψιμοιρείς, κρυμμένος πίσω από λέξεις άηχες, φράσεις σκουριασμένες, τι περιμένεις να συμβεί; Και μην αρχίσεις πάλι εκείνο το γνωστό τροπάρι για το Μάαστριχ, ή τις φτηνές πολιτικολογίες για τον ρόλο της Ε.Ε. και της ΟΝΕ. Σύντροφε, δεν τα μάθαμε όλα αυτά τώρα, οδοιπορούμε μισό αιώνα. Ο χρόνος τελειώνει. Η κατρακύλα ολοκληρώνεται. Τι θα πεις σ’ ένα λαό που χρόνια τώρα τον εκμαυλίζουν, τον μαθαίνουν σαν σκλάβος να συμπεριφέρεται; Να φοράει ξένων αποφόρια κι όχι ρούχα, προϊόντα των δικών του χεριών; Έχουμε πλούσια κληρονομιά αγώνων και πολιτισμού. Ας τα αξιοποιήσουμε. Κι ύστερα, σύντροφε, ο φόβος φωλιάζει στις καρδιές των πατριωτών μας. Φοβάται. Κλείνεται ερμητικά στον εαυτό του. Ενώ, αυτοί, που τώρα μας κυβερνούν, έντεχνα, τον λεύτερο αγέρα μας κλέβουν. Σύντροφε, με όση φωνή μου απόμεινε και πάλι θα στο ξαναπώ: Μόνο με κοινή δράση, μ’ ενότητα όλων των αριστερών δυνάμεων, η πτώση μας μπορεί να σταματήσει. Κι αν κάτι πάει στραβά, τ’ αριστερά αντίβαρα τον δρόμο το σωστό θα δείξουν. Και έπειτα, σκέψου, αν η Ιστορία σταθεί απέναντί μας, τι θα της πούμε;