του Μάρκου Δεληγιάννη
Και να, που φτάσαμε ξανά, φίλε μου, σε χρόνους ξεχασμένους. Ήταν τότε, που ο διώκτης ευλογείτο και το θύμα διασυρόταν, τότε που ο «αγνός», ο πατριώτης, με τη μάσκα για ασπίδα, παρέδιδε της πατρίδας το νερό, τον αγέρα της, τις ακτές της, στου ξένου Μολώχ τ’ αδηφάγα σαγόνια. Και να που φτάσαμε ξανά στην αλήστου μνήμης δεκαετία του 1950. Τότε, στο κλίμα το μετεμφυλιακό, ίσχυε η γνωστή ρήση: Ουαί τοις ηττημένοις. Κάθε τίμιο, ηθικό, δημοκρατικό, ανθρώπινο έπρεπε, πάση θυσία να ξεριζωθεί απ’ της ελληνικής κοινωνίας το περιβόλι. Χώρος υπήρχε μόνο για τους εθνικόφρονες, για όσους με τον κατακτητή συνεργάστηκαν, για όσους απηνώς κυνήγησαν αυτούς που αντιστάθηκαν στη φασιστική λαίλαπα.
Κι ο λαός; Να κοιτάς τη δουλειά σου και να σωπαίνεις, αλλιώς μπλεξίματα θα ’χεις! Αυτή ήταν η αντίληψη που επικράτησε. Κι όταν η ώρα των εκλογών ερχότανε, ο πεινασμένος, ο φτωχός αυτόχθονας της άμοιρης αυτής χώρας, οδηγείτο μπροστά στην κάλπη, το εκλογικό του καθήκον ν’ ασκήσει, τον είχε ήδη βομβαρδίσει, τον είχε ήδη απειλήσει ο πάσχων από ανίατο ίκτερο Τύπος εκείνης της εποχής. Και τι δεν μεταχειρίζονταν προκειμένου να αποτρέψουν τις μάζες τις λαϊκές, ταξικά να ψηφίσουν. Ούρλιαζαν, βρυχιόντουσαν: Ελληνικέ λαέ, ασφάλεια, σταθερότητα, ησυχία αν θέλεις, ψήφισε με φανατισμό τους δυνάστες σου, την εθνική παράταξη, διαφορετικά, οι κομμουνιστές θα έλθουνε το σπίτι, το βιος, να σου πάρουν, την οικογένεια να σου διαλύσουν, αυτοί οι αντίχριστοι! Κι έτσι τα κατάφερναν. Ο τόπος δόθηκε αντιπαροχή στους εργολάβους, στα κάθε είδους αρπακτικά. Διυλιστήρια, ναυπηγεία, εργοστάσια λιπασμάτων, τσιμεντοβιομηχανίες, έπνιξαν την Αττική, κατέστρεψαν αμετάκλητα το τοπίο. Τελικά, το σπίτι και το βιος δεν στο πήραν οι κομμουνιστές, αλλά ο καραμπινάτος και βάρβαρος καπιταλισμός που οικοδόμησαν.
Και τα χρόνια κύλησαν μέσα στο λάκκο των δήθεν μοντέρνων πόλεων. Φυλακισμένη σε ανήλια υπνωτήρια προσπαθεί η μεταπολεμική γενιά να επιζήσει. Εκμεταλλεύεται κι αυτή την αυθαιρεσία, που σκόπιμα ευνοούσε το κράτος, γιατί έτσι καταργούσε τη λαϊκή αντίσταση και τη μεταμόρφωνε σε οιονεί συνενοχή. Κι ο εκμαυλισμός των λαϊκών τάξεων συνεχίστηκε. Τόνο τώρα στη ζωή μας, δίνουν ο εργολάβος, η καταστολή, η κατεδάφιση αξιών. Η εποχή ανόδου των βαρύγδουπων μηδενικών ανέτειλε. Η δάνεια ευμάρεια, σαν νόσος επιδημική, εξαπλώνεται. Ο κόσμος, άβουλος, μοιραίος, συρρέει στο χρηματιστήριο. Το πέσιμο είναι πια σίγουρο. Μα ποιος λογαριάζει τον αφελή υπήκοο. Το χρήμα ζεστό, κατέληξε στις άπατες τσέπες των γνωστών εργολάβων, αυτών που παίζουν στα ζάρια το αύριο ενός ολόκληρου λαού. Η φούσκα έσκασε. Ο σκοπός επετεύχθη. Οι μκροκαταθέτες απώλεσαν τις οικονομίες τους. Ένοχοι, όχι βέβαια οι τρισκατάρατοι κομμουνιστές, μα οι πατριδοκάπηλοι. Αλλά αυτοί βρίσκονται στο απυρόβλητο. Αυτοί, είναι οι πατριώτες. Και ύστερα ήρθε η κρίση. Η χώρα παραδόθηκε στις ορέξεις των τοκογλύφων. Αυτή τη φορά δεν χρειάστηκαν στρατεύματα να προελάσουν, ο τόπος για να υποδουλωθεί. Την οργάνωση της επιχείρησης ανέλαβαν οι τράπεζες. Την εκτέλεση, οι πάντα πρόθυμοι, ανθύπατοι. Η πατρίδα βγαίνει πάλι στο σφυρί. Ό,τι γλίτωσε από τη δεκαετία του ‘50, ο νέος νόμος για τις παραλίες, τώρα θ’ αφανίσει. Οι καινούργιοι αφέντες δεν χαραμίζουν ούτε μια ανάσα οξυγόνο για τα μικρά νοικοκυριά. Δεν τους χρειάζονται πια τους μικροαστούς.
Φίλε αναγνώστη, όταν η γραφή αυτή στα χέρια σου θα φτάσει, λίγες ώρες θα σε χωρίζουν από της κάλπης την πρόκληση. Σκέψου! Τούτη η αναμέτρηση δεν είναι όπως οι άλλες. Πρώτη φορά η Αριστερά διεκδικεί κυβέρνηση! Πρώτη φορά το μπόι της είναι τόσο ψηλό! Δικαιολογημένη η ανησυχία των εργολάβων. Επιστρατεύτηκε γι’ άλλη μια φορά το ψέμα, η παραχάραξη της πληροφορίας. Τα κανάλια με πείσμα και μανία προσπαθούν τα λόγια τα ξεκάθαρα των ανθρώπων της Αριστεράς με ζόφο να γεμίσουν. Οι βαρύγδουποι τηλεπαρουσιαστές κρούουν και πάλι τον κώδωνα του κινδύνου:
Ελληνικέ λαέ, αν ο ΣΥΡΙΖΑ επικρατήσει, το χάος θα ηγεμονεύσει στη χώρα μας. Μην παρασύρεσαι σε περιπέτειες. Εμείς είμαστε οι θεματοφύλακες των αιώνιων αξιών. Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια, του Έλληνα η ιδεολογία.
Φίλε αναγνώστη, καιρό για χάσιμο δεν έχεις. Γι’ αυτό μην αμελήσεις το «παρών» στις εκλογές να δώσεις. Δεν θα ‘σαι μόνος, θα σε συντροφεύουν το Αχ των ιδανικών αυτόχειρων, ο πόνος βουβός του πρόσφυγα, του πνιγμένου η ύστατη κραυγή, του άστεγου η νύχτα η απέραντη, του μικρού επαίτη η τεράστια ματιά -ένα αναπάντητο γιατί;- του άνεργου η απελπισία, του άρρωστου η αγωνία, του μετανάστη το ξερίζωμα, της αξιοπρέπειας το ποδοπάτημα. Και πάντα αυτό να στοχάζεσαι: Με ευχές και παρακάλια απ’ τις ύαινες δεν γλιτώνεις. Τη λευτεριά την κατακτάς, κανείς δεν στη χαρίζει.