Δυσκολεύτηκα να πω εάν είμαι υπέρ ή κατά της επιλογής Παυλόπουλου. Δυσκολεύτηκα γιατί προσπαθώ να δω κάθε πράξη ή παράλειψη της νέας κυβέρνησης μέσα σε ένα γενικότερο πλαίσιο που είναι ακόμα υπό διαμόρφωση. Ούτε όλα τα δεδομένα είναι χειροπιαστά, ούτε μπορεί κανείς εύκολα να προβλέψει τα μελλούμενα. Η πρώτη μου αντίδραση ήταν αρνητική. Χάνεται μια μοναδική ευκαιρία στην ελληνική ιστορία να αποκτήσει η Ελλάδα ταυτόχρονα πρωθυπουργό και πρόεδρο αριστερό! Μετά, που άκουγα και διάβαζα τις αντιρρήσεις και τις διαμαρτυρίες, έβλεπα ότι οι αντιπροτάσεις περιορίζονταν σε τρεις σπουδαίους ανθρώπους της Αριστεράς, τον Μανώλη Γλέζο, τον Ευτύχη Μπιτσάκη και τον Μίκη Θεοδωράκη, που το άξιζαν και θα εύφραιναν κάθε αριστερή ψυχή, ζώντων και τεθνεώτων. Αλλά, στα ενενήντα τους; Κι εκεί συνειδητοποιείς το πολιτισμικό χάσμα, από τις προηγούμενες στη σημερινή γενιά.

Η επιχειρηματολογία για την επιλογή ενός δεξιού προέδρου που αποσυνθέτει περισσότερο τη σαμαρική Δεξιά, ακούγεται λογική, αλλά όχι επαρκής για μια τέτοια παραχώρηση. Αλλά κι αυτή η επιλογή θα κριθεί τελικά από το αποτέλεσμα που θα προκύψει από ένα σύνολο επιλογών της κυβέρνησης.

Όπως και να έχει, σε κάθε αξιολόγηση και επιλογή, πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι κινούμαστε μέσα σε ένα τοπίο που δεν το ελέγχει η Αριστερά. Κι αυτό το τοπίο πρέπει να το αλλάξουμε, το ταχύτερο, με συγκεκριμένα βήματα. Η καλή στάση της νέας κυβέρνησης στις πρώτες μέρες, σίγουρα επέδρασε πολύ ευεργετικά στην κοινωνία. Διέλυσε μονομιάς τους χειρότερους φόβους, ότι τα πάντα θα καταρρεύσουν από τον εξτρεμισμό και την ακυβερνησία. Αντιθέτως, δημιούργησε μια νέα αυτοπεποίθηση και μια νέα συσπείρωση πολύ ευρύτερη της εκλογικής, σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Έβγαλε τους πολίτες από το υποζύγιο, έστω, κατ’ αρχήν, νοητά. Αλλιώς σκέφτεται και ενεργεί ο πολίτης που του βγάζεις το περιλαίμιο, ακόμα κι αν παραμένει περικυκλωμένος από τους φερόμενους σαν αφεντικά. Κι αυτό είναι το πρώτο έπαθλο που κερδίζει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί το πέρασμα από το θέλω στο μπορώ είναι μεγάλο άλμα, όχι πια συνηθισμένο σε κράτη και χώρες υπό κηδεμονία.

Η κυβέρνηση μπορεί να βαδίζει με το κεφάλι ψηλά και να αμφισβητεί την απόλυτη κυριαρχία των ισχυρών στην Ελλάδα, επειδή σωστά εκτίμησε ότι η συνέπεια με τις προεκλογικές της εξαγγελίες και η αποφασιστικότητά της να συγκρουστεί με τους Γερμανούς με δίκαια και τεκμηριωμένα αιτήματα, θα της εξασφάλιζαν την απαραίτητη κοινωνική υποστήριξη, η οποία θα κάλυπτε τα νώτα της και θα νομιμοποιούσε τη στάση της. Αλλά κοινωνία και κράτος δεν ταυτίζονται. Γι’ αυτό, ούτε στιγμή δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς ότι όσο σημαντική κι αν είναι η κοινωνική στήριξη, που θα έπρεπε να είναι η μόνη κυρίαρχη και απαραίτητη σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, το παλιό καθεστώς ηττήθηκε στις κάλπες, αλλά δεν έχασε τις διασυνδέσεις και την επιρροή του σε ισχυρούς πυλώνες εξουσίας, όπως είναι η οικονομική ολιγαρχία, ο στρατός, η αστυνομία, η δικαιοσύνη, η κρατική γραφειοκρατία, η εκκλησία κ.λπ. Για να μπορέσει η κοινωνία να κατακτήσει τα δικαιώματα που της ανήκουν και η κυβέρνηση την εξουσία που της αναλογεί, χρειάζονται βαθιές αλλαγές στο κράτος και τα παρακλάδια του.

Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να αλλάξει το θεσμικό πλαίσιο, να αλλάξουν οι αντιλήψεις, να αλλάξουν τα πρόσωπα, οι πρακτικές και οι συσχετισμοί δυνάμεων, να αλλάξει η μοναδική πολιτική κουλτούρα που γνώρισε ο τόπος.

Με αυτή την έννοια, η επιλογή ενός δεξιού πολιτικού για την προεδρία, με το συμβολισμό που έχει, μπορεί να εξυπηρετεί τα ανοίγματα που χρειάζεται να κάνει η κυβέρνηση στα τμήματα της κοινωνίας, τα οποία μέχρι την 25 Γενάρη ήταν στην πλειοψηφία τους ουδέτερα έως εχθρικά στην Αριστερά.

Αντιλαμβανόμαστε ότι η σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας δεν έχει ακόμα εδραιωθεί. Το 36,4% που πήραμε στις εκλογές δεν ήταν σε σημαντικό ποσοστό ταυτισμένο με τον ΣΥΡΙΖΑ. Κι αυτό που διευρύνθηκε απότομα μετεκλογικά, θα ήταν επιπόλαιο να πει κανείς ότι σταθεροποιήθηκε μέσα σε λίγες μέρες και, μάλιστα, πριν ολοκληρωθεί η δύσκολη φάση των διαπραγματεύσεων. Τα δεξιά κόμματα, αθροιστικά, πήραν στις εκλογές, πάνω από 50%. Εάν αυτό παραμείνει ακέραιο, δύσκολα θα μετασχηματιστεί η Ελλάδα. Είναι επίτευγμα ότι το πρώτο σημαντικό βήμα-άνοιγμα έγινε τόσο γρήγορα. Ένα πελώριο κοινωνικό μερίδιο, που προέρχεται από όλο το πολιτικό φάσμα της τελευταίας περιόδου, αριστερό, δεξιό, κεντρώο, ανένταχτο και αυτόνομο, συντάχθηκε με την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ προσφέροντας την κοινωνική βάση που απαιτείται για να είναι πραγματικά μια κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας. Αλλά αυτή η σχέση πρέπει να σφυρηλατείται διαρκώς για να δέσει. Αλλά να σφυρηλατείται γύρω από τι; Γύρω από την κυβέρνηση ή από το κόμμα;

Σ’ αυτή τη φάση, η κυβέρνηση και ο πρόεδρος έχουν τον πρώτο λόγο. Και γύρω απ’ αυτούς συσπειρώνεται η κοινωνία. Το κόμμα, με τη μορφή που είχε, έχει ξεπεραστεί από τα πράγματα. Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ σε ψηφοφόρους ελάχιστη αντανάκλαση είχε στην οργάνωση και η οργάνωση είχε δυσανάλογη με την επιτυχία επίδραση στο εκλογικό αποτέλεσμα. Κι αυτό, επιβεβαιώθηκε αμέσως μετά τις εκλογές. Το κόμμα, πλήρως ανενεργό, δεν έχει συμμετοχή και ρόλο στις σημαντικές εξελίξεις, ούτε στο εποικοδόμημα ούτε στην κοινωνική βάση. Για την κοινωνία, η κυβέρνηση είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Και όσο καλύτερα πηγαίνει η κυβέρνηση τόσο θα απομακρύνεται από τις εξελίξεις το κόμμα. Εκτός εάν έχουμε, στα ανέκφραστα βάθη μας, τη σύλληψη και τη βούληση να φτιάξουμε ένα κόμμα νέου τύπου, αρμονικά δεμένο με την κυβέρνηση και την κοινωνία. Ένα αριστερό κόμμα, πολύ μοντέρνο, πολύ ανατρεπτικό, αλλά γήινο, που θα ζυμώνεται με τις πραγματικές δυνάμεις της κοινωνίας. Αλλά, ποιοι με ποιους; Ήδη, 150 στελέχη της Πολιτικής Γραμματείας, της Κεντρικής Επιτροπής, των Νομαρχιακών Επιτροπών κ.λπ. είναι βουλευτές και υπουργοί. Και πολλά άλλα θα καταλάβουν θέσεις στην κρατική μηχανή. Θα έχουν άλλα σοβαρά καθήκοντα και οι της επαρχίας αναγκαστικά θα μένουν το μεγαλύτερο διάστημα στην Αθήνα. Οι δε τάσεις και συνιστώσες, που έφτιαξαν τον ΣΥΡΙΖΑ, έμειναν πολύ πίσω. Και με την πολύ μεγάλη διεύρυνση της κοινωνικής βάσης του ΣΥΡΙΖΑ, έγιναν και αριθμητικά αμελητέος παράγοντας. Σ’ αυτή την κοσμογονία δεν μπόρεσαν να αξιοποιήσουν τη μεγάλη πρόκληση να εκσυγχρονιστούν και να αποκτήσουν ένα νέο δημιουργικό ρόλο στις εξελίξεις, σαν φορείς ανανέωσης, εμπλουτισμού ιδεών, δημιουργικής κριτικής και προωθημένων προτάσεων. Δεν κατάφεραν να συγκινήσουν τους μεγαλύτερους και να εμπνεύσουν τους νεότερους. Ποιος θα είναι ο ρόλος τους εφεξής δεν είναι καθαρό.

Η κυβέρνηση, αποδεσμευμένη, ξεκίνησε με φόρα. Μπροστά της, όμως, ανοίγονται πολλοί δρόμοι δύσβατοι. Πώς θα εφαρμόσει τη δημοκρατία και πώς θα αντιμετωπίσει την ολιγαρχία χωρίς ένα σύγχρονο, δημοκρατικό και μαχητικό αριστερό κόμμα-στυλοβάτη της αλλαγής; Πώς θα αποφύγει τη διολίσθηση στα σαγόνια των επιτηδείων του παλαιοκομματισμού που κρατάνε πόστα και πουλάνε knowhow στους νιόφερτους του ΣΥΡΙΖΑ; Πώς θα αξιοποιήσει το ανθρώπινο δυναμικό που απενεργοποιήθηκε από τα μνημόνια; Πώς θα παλεύει για όλους τους πολίτες ανεξαρτήτως πολιτικού χρώματος και νοοτροπίας χωρίς να χάνει τον αριστερό της προσανατολισμό;

Η νίκη μας εντυπωσιακή, αλλά και οι προβληματισμοί βασανιστικοί. Είμαστε σε μια νέα κατάσταση, πρωτόγνωρη. Συνεργατικά πρέπει να βρούμε τις λύσεις και τις διεξόδους. Αυτό είναι δουλειά όλων μας. Με τα συν μας και τα πλην μας, με γνώση των ορίων μας, αλλά και με τη θέληση να μην αφήσουμε την ευκαιρία να πάει χαμένη, πρέπει να γινόμαστε συνεχώς καλύτεροι για να μπορέσουμε να φτιάξουμε μια Ελλάδα αντάξια του ονόματός της. Βαδίζουμε μαζί με ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, και, από κοντά, με ένα προς το παρόν μικρό, αλλά υπολογίσιμο κομμάτι των ευρωπαϊκών λαών που νιώθει ασφυξία και αντιδράει. Με σθένος, ας χαράξουμε καινούργιες λεωφόρους, δρόμους και μονοπάτια!

 

Στέλιος Ελληνιάδης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!