Η νεαρή κοπέλα που περπατούσε λίγα μέτρα μπροστά μου, στην υπόγεια διάβαση, σταμάτησε ξαφνικά και με γρήγορες κινήσεις φωτογράφισε με το κινητό της κάτι στον τοίχο. Από περιέργεια σταμάτησα κι εγώ με τη σειρά μου για να δω τι ήταν εκείνο που της είχε τραβήξει την προσοχή. Μία λέξη μόνο, γραμμένη με κόκκινο μαρκαδόρο: «Σατανίζομαι…». Χαμογελώντας συνέχισα την πορεία μου.
Ήταν προφανές ότι ο άγνωστος «καλλιτέχνης» της διάβασης είχε βρει έναν ευφάνταστο τρόπο μεταστροφής του δημοφιλούς πλέον «βασανίζομαι…», ενός γκράφιτι που «αγκομαχά» σιωπηλά εδώ και λίγα χρόνια σε διάφορες επιφάνειες της πόλης των Αθηνών – και όχι μόνο. Αφού πρώτα έγινε αντικείμενο απορίας και στη συνέχεια σχολιασμού και αναλύσεων σε εφημερίδες και blogs (έως και πηγή έμπνευσης για μια θεατρική παράσταση) το «βασανίζομαι…» φαίνεται ότι ολοκλήρωσε τον κύκλο του και περιέπεσε σε αδράνεια, έχοντας χάσει πλέον τη σπίθα που έφερε αρχικά. Έτσι, ο άγνωστος της διάβασης, συνειδητά ή όχι, πέτυχε, αλλάζοντας μονάχα δύο γράμματα, να σχολιάσει ειρωνικά το πρωτότυπο «έργο» και να αναζωογονήσει την αρχική έκπληξη – στρέφοντάς την τώρα αλλού, σε ατραπούς περισσότερο… δαιμονιακές και δυνάμει εξεγερσιακές. Ή, τουλάχιστον, εκεί «έστειλε» το δικό μου μυαλό.
Ακόμα κι αν το προηγούμενο παράδειγμα φαντάζει πολύ απλό, σχεδόν χοντροκομμένο, δεν παύει να αποτελεί, ωστόσο, ένδειξη μίας γενικότερης τάσης ιδιαίτερα διαδεδομένης στις μέρες μας, καθώς τέτοιου είδους «μεταστροφές» και «αλλοιώσεις» παραδομένων έργων και μορφών απαντώνται πολύ συχνά υπό τη μορφή παρωδίας. Η παρωδία έχει, βεβαίως, μακραίωνη παράδοση ως λογοτεχνικό είδος, καθώς εμφανίζεται ήδη από την αρχαιότητα με τον Ηγήμονα από τη Θάσο. Σύμφωνα με τον Τζόρτζιο Αγκάμπεν, διαθέτει δύο βασικά χαρακτηριστικά: αφενός προϋποθέτει ένα υπάρχον μοντέλο, το οποίο και μετασχηματίζει από σοβαρό σε κωμικό και, αφετέρου, εισάγει νέα, ανάρμοστα περιεχόμενα διατηρώντας όμως τα «παραδοσιακά» μορφικά στοιχεία.
Το Internet, ως γνωστόν, βρίθει από «παρωδίες» γνωστών ταινιών και τραγουδιών, οι περισσότερες αμφιβόλου ποιότητας και, κυρίως, δραστικότητας. Κι όμως: μέσα στον μεταμοντέρνο χυλό, υπάρχουν ορισμένες περιπτώσεις που καταφέρνουν, για διαφορετικούς λόγους η καθεμία, να ξεχωρίσουν. Αξίζει να αναφέρουμε ορισμένους νέους καλλιτέχνες ή καλλιτεχνικές -με την ευρεία έννοια- ομάδες, που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα και χρησιμοποιούν με δημιουργικό τρόπο στοιχεία παρωδίας στο έργο τους.
Ο εικαστικός Θοδωρής Βογιατζίδης φτιάχνει με μπόλικο μεράκι «βρόμικες», χειροποίητες παρωδίες «κλασικών» αμερικανικών ταινιών τύπου Ρόκι και Ράμπο, καθώς και trailers από ανύπαρκτα b-movies, συνδυάζοντας το σκατολογικό χιούμορ με πολιτικοκοινωνικές αιχμές. Η κολλεκτίβα Derridahta, στα χνάρια των καταστασιακών, δημιουργεί «φανταστικές» ομιλίες διασημοτήτων, μεταστρέφοντας τις πραγματικές ιδεολογικές θέσεις διαφόρων συστημικών καλλιτεχνών και διανοούμενων. Έτσι, ο Στέλιος Ράμφος εμφανίζεται να ανάγει τα περιβόητα «αρνητικά» χαρακτηριστικά των Ελλήνων (τεμπελιά, ανομία, ανευθυνότητα κ.λπ.) σε «πηγή έμπνευσης για το παγκόσμιο προλεταριάτο», ενώ ο Διονύσης Σαββόπουλος αναφωνεί απεγνωσμένος: «Πες τε μου, σας παρακαλώ, πόσα από τα νέα παιδιά σήμερα ξέρουν τον Ντεριντά; Ποιος μιλάει για την αποδόμηση, την απορία και ακόμα ακόμα ποιος απ’ αυτούς σχολιάζει τα Φαντάσματα του Μαρξ;».
Υπάρχει, επίσης, η κοοπερατίβα Μετέχνιο, η οποία με μια ποικιλία Μέσων (ταινίες μικρού μήκους, κείμενα, κόμικς, μουσική, ανέκδοτα) σχολιάζει με το ιδιότυπο, λοξό χιούμορ της ποικίλες όψεις της νεοελληνικής πραγματικότητας. Τέλος, το συγκρότημα Χατζηφραγκέτα, που με τον πλέον απλό τρόπο, κατά κανόνα με μια ακουστική κιθάρα και δύο φωνές, έχει γράψει ήδη εκατοντάδες τραγούδια, «παίζοντας» άφοβα με μια πληθώρα μουσικών ειδών (ροκ μπαλάντα, λαϊκό, σκυλάδικο, τσιφτετέλι, χιπ-χοπ). Όσον αφορά τους στίχους, πίσω από μια ομοβροντία βωμολοχιών και παρεΐστικου χαβαλέ, κρύβονται συχνά μικρά διαμάντια.
Ίσως, λοιπόν, η παρατηρούμενη άνθιση της παρωδίας να μην είναι τυχαία. Ίσως να πρόκειται για έναν τρόπο, φαινομενικά εύκολο μα δυσκολοκατόρθωτο εντέλει κατά την εφαρμογή του, να εκφραστούν εν μέσω πολλαπλών αγκυλώσεων και νέων, άτυπων κομφορμισμών, ορισμένες «παράκαιρες» σκέψεις, ορισμένα «καταχωνιασμένα» αισθήματα. Είναι πιθανό μάλιστα η κοινωνική κριτική, έκδηλη σε αρκετά σχετικά έργα, να μην αποτελεί παρά ένα πρώτο επίπεδο, ή ακόμη κι ένα καμουφλάζ εκείνου που διακυβεύεται όντως εδώ. Της προσπάθειας δηλαδή να αναδυθεί μια νέα αισθαντικότητα, που θα ξεφεύγει από τη Σκύλλα του άγριου κυνισμού που άφησαν ως στίγμα τα χρόνια του life-style και τη Χάρυβδη ενός ισοπεδωτικού, μίζερου «πραγματισμού». Ένας νέος λυρισμός, ο οποίος φαίνεται πως ακόμη ψάχνει το πέρασμά του, καθώς παλινδρομεί ανάμεσα στην ντροπή και την απελπισία.
Βασίλης Νομπιλάκης