Του Μάρκου Δεληγιάννη
Ανοιξιάτικο πρωινό. Η ανθοφορία πληγώνει την όραση. Τα δέντρα λικνίζονται με της αύρας τον ρυθμό κι η ορχήστρα των πουλιών ρίχνει τις πρώτες δοξαριές απ’ την μπαλάντα της φύσης: Η αέναη διαδοχή. Μα κάποιοι ασεβείς, την ιερότητα της στιγμής αγνοούν. Κάτι ασυνήθιστο συμβαίνει στην ιστορική μας την πλατεία. Οι φτερωτοί μουσικοί, ανήσυχοι εγκαταλείπουν τα στέκια τα γνωστά τους. Άκουσαν πάλι τις αναιδείς πατούσες των ραβδούχων να αυθαδιάζουν, καθώς όργωναν της ασφάλτου την αδιαφορία. Α, βέβαια, σήμερα, το κράτος το επίσημο έχει αποφασίσει, χρόνια τώρα, τον ξεσηκωμό του υπόδουλου έθνους, κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να γιορτάζει με τρόπο πράγματι μοναδικό. Ο όχλος, ορθώς σκεφτήκανε, καλό είναι ν’ απέχει τέτοιων εκδηλώσεων. Άλλωστε, τι καταλαβαίνει; Μόνο να θρηνωδεί ξέρει και να ωρύεται πως το πιάτο του τώρα μένει αδειανό στο τραπέζι του το φτωχικό. Πού να συλλάβουν οι ιθαγενείς την ιερότητα της στιγμής, όταν της εκκλησίας οι ταγοί κι η εξουσία η κοσμική, ανεβασμένοι κι οι δυο σ’ εξέδρα ξεχωριστή, ώστε εύκολα να ξεχωρίζουν θα παρακολουθούν με σεμνότητα τη νιότη που θα παρελαύνει -αυτό συνήθεια είναι παλιά απ’ του Μεταξά τ’ αξέχαστα τα χρόνια- και η μπάντα θα παιανίζει εμβατήρια που υμνούν κλέη και δόξες του μακρινού, μα και του κοντινού παρελθόντος. Γι’ αυτό το λόγο από νωρίς, ραβδούχοι διατάχθηκαν, όλους τους δρόμους, που οδηγούν στην καρδιά της μεγάλης μας πόλης, ν’ αποκλείσουν. Κι αυτοί παρατάχτηκαν οπλισμένοι σαν αστακοί, τον εχθρό λαό να χτυπήσουν, αν κάποιοι τολμήσουν στην Πλατεία του Συντάγματος απρόσκλητοι να καταφτάσουνε. Πίσω τους το κοινοβούλιο -της δημοκρατίας ο ναός- χαμογελάει ειρωνικά. Για φαντάσου! 25 του Μαρτιού μέρα τρανή, μέρα μεγάλη, μα ο λαός απαγορεύεται μαζί σας να γιορτάζει! Οι επίσημες φάτσες -υπηρέτες όλων των ιερών συμμαχιών- απαλλαγμένες απ’ το φόβο του όχλου του κακομαθημένου, θα νιώσουν το αίσθημα της εθνικής παλιγγενεσίας να φουσκώνει τα γέρικα στήθια τους. Η παρέλαση σε λίγο ξεκινάει και τα σμήνη των ζητιάνων -των ύπατων δημιούργημα- θα κουρνιάζουν στις αφύλακτες γωνίες.
Μα σαν κάτι ν’ άλλαξε. Έκπληξη κι ανησυχία επικρατεί στην εξέδρα. Η τελετή παίρνει άλλη μορφή, τελείως απροσδόκητη. Ποιος, άραγε, οργάνωσε αυτή την απαράδεκτη γιορτή; Στο βάθος του δρόμου, με βήμα σταθερό και μάτι ολάνοιχτο, καρφωμένο στο μέλλον, προχωρούν οι μαθητές της κατεδαφισμένης δημόσιας εκπαίδευσης αγκαλιασμένοι με τους εκδιωγμένους καθηγητές και τους σχολικούς φύλακες. Σε λίγο θα περάσουν μπροστά απ’ τους εκατόνταρχους και θα βροντοφωνάξουν, πως υπεύθυνοι, για τούτο το κοινωνικό δράμα που παίζεται στη χώρα μας, είναι η μυστική συμφωνία ανάμεσα στους αρχιερείς της τοκογλυφίας και στους συνετούς άρχοντές μας. Συμφωνία, που μεταβάλλει οντότητες, ανθρώπους ζωντανούς, χρήσιμους στο κοινωνικό σύνολο σε αριθμούς άψυχους. Συμφωνία, που απαιτεί, χωρίς λόγια πολλά, κάποιοι συνάνθρωποί μας, κι είναι πολλοί αυτοί, να σβηστούν απ’ τους ανθρωποκαταλόγους. Όμως προσοχή, ω άρχοντες, απ’ τα μάτια τους ξεχύνεται λάβα καυτερή, θα κάψουνε και σας και τους αφέντες της Ρώμης.
Ύστερα ακολούθησαν, κρατώντας ψηλά τη σημαία της αξιοπρέπειας, της ανθρωπιάς το δίκαιο αγώνα, οι καθαρίστριες με πρόσωπα αναψοκοκκινισμένα απ’ τα δακρυγόνα -δώρα των ραβδούχων- με σηκωμένες τις γροθιές τους και το μάτι, ατσάλι ακατέργαστο, να δηλώνει, ότι δεν κάνουν πίσω, δεν θα λιγοψυχήσουν, θα προχωρήσουν μπροστά αταλάντευτες. Αλήθεια, θα τις εξαερώσετε ή θα τις ποτίσετε κι αυτές βιτριόλι;
Ξάφνου σιγή του τάφου επικράτησε. Ως κι η μπάντα σίγησε. Τώρα φάνηκε στου δρόμου το βάθος η ατέλειωτη πομπή των αδικοχαμένων, εκείνων των ιδανικών αυτόχειρων η στρατιά. Εσείς, ω συνετοί άρχοντες, τους κλέψατε τη ζωή, εσείς τους καταστήσατε νεκρούς, για πάντα νεκρούς, χωρίς να νοιώσετε ένα φτερούγισμα εντός, της ενοχής σας η ομολογία. Και τώρα η σειρά των ξεριζωμένων, των ανθρώπων, που εγκατέλειψαν τα πάτρια εδάφη, κυνηγημένοι από φτώχεια, πολέμους, ναυαγοί στο πέλαγος της πιο ανίερης εκμετάλλευσης, έφτασαν στο κατώφλι μας και ζήτησαν ένα δράμι ανθρωπιάς. Κι αντ’ αυτού εισέπραξαν κακοποίηση, απανθρωπιά, μίσος, θάνατο. Καθώς θα περνούν από μπροστά σας, ένα πελώριο Γιατί θα διαγράφεται στον καταγάλανο ουρανό. Αναρωτηθήκατε ποτέ, τι αποτελεί για σας η έννοια της ανθρώπινης ύπαρξης; Ακολούθησαν οι γιατροί, οι νοσηλευτές της κατεδαφισμένης περίθαλψης και μαζί τους, όσοι βρέθηκαν πεταμένοι σ’ ένα ράντσο, αφημένο στους πολυσύχναστους από λοιμώξεις διαδρόμους των νοσοκομείων. Καρδιοχτυπάτε σαν το λαγό, ω εραστές της καρέκλας, μήπως γίνει στην πραγματικότητα αυτή η ποθούμενη παρέλαση.
Φίλοι μου, καιρός να βαδίσουμε ο ένας πλάι στον άλλον, να σηκώσουμε την αδιαπραγμάτευτη σημαία της αριστεράς και να τραγουδήσουμε με φωνή σταθερή τα τραγούδια της νιότης.
Σχόλια