Γράφει ο Σωκράτης Μαντζουράνης
Το νοιώθω όλο και πιο έντονα.
Μια κοινωνία σε παραζάλη.
Μια κοινωνία που χάνει πολύ γρήγορα και πολύ εύκολα, ό,τι απέκτησε πολύ αργά και με πολύ κόπο.
Μια κοινωνία, ζαλισμένη, που δείχνει να μη ξέρει τι θέλει και τι ζητά.
Που μοιάζει να νοιάζεται πιο πολύ να βρει νέο «σωτήρα», παρά να καταργήσει τους παλιούς.
Ένας «κόσμος» αντιφατικός και μπερδεμένος.
«Κόσμος» που θεωρεί «αντίσταση» το να κάνει like στη φωτογραφία ενός ξυπόλητου προσφυγόπουλου στο Facebook και την ίδια στιγμή θεωρεί εθνικό χρέος του, να βάλει κλειδαριά στο σχολείο για να μη μάθει τούτο το προσφυγάκι γράμματα.
Έτσι ήταν πάντα ο «κόσμος» θα μου πείτε.
Έτσι ήταν.
Και λοιπόν;
Να το συνηθίσουμε, να το αποδεχτούμε;
Δεν είναι πρόβλημα που δεν καταφέραμε να τον αλλάξουμε;
Δεν έχουν ευθύνη όσοι τούτη την κατάσταση και την ανέχονται και την ενισχύουν και την αξιοποιούν;
Και μέσα σε τούτη την κοινωνία της παραζάλης, μια «αριστερά» που παραδέρνει και αυτοευτελίζεται.
Περίμενα τις προάλλες στον προθάλαμο ενός ιατρείου.
Στην απέναντι τηλεόραση, ο Μουζάλας στο ΣΚΑΪ και δίπλα μου μια ηλικιωμένη κυρία να σιγομουρμουρίζει:
– Για πόσο ηλίθιους μας λογαριάζουν; Ανάθεμα την ψήφο μου, κερατάδες… Αριστεροί!.. Μας ξεφτιλίζετε..
– Γιατί το λέτε;
– Μα δεν τον ακούτε τι λέει;
Άκουσα.
«Ποιος σας είπε κύριοι, λέει στους δημοσιογράφους, πως θα εξασφαλίζαμε πεντάστερα ξενοδοχεία στους πρόσφυγες; Έχει λάσπες μου λέτε στο hot spot στη Μαλακάσα. Και λοιπόν;»
– Ξέρετε, νομίζω πως θέλει να πει…
– Ξέρω πολύ καλά τι θέλει να πει και ξέρω και τι τραβάν οι άνθρωποι μέσα στα χιόνια και τη λάσπη. Τα ξέρω γιατί τα έχω ζήσει, κύριε.
Κι εγώ απ’ αυτή τη ράτσα της προσφυγιάς, είμαι.
– Προσπαθεί κι αυτός. Τι να κάνει;
Αγρίεψε η κυρία.
– Τι να κάνει; Να σωπάσει και να ζητήσει συγνώμη απ’ τους ανθρώπους.
Πώς κοιμούνται ήσυχοι όλοι τούτοι;
Για να τους βάλουν σε σκηνές μέσα στα χιόνια να συνεδριάζουν, να τους βάλουν μέσα στις λάσπες να τρώνε, να δω τι θα έλεγε;
Τι σόι αριστερός είναι κάποιος που δε νοιάζεται για τους ανθρώπους;
Ας κλείσουν τουλάχιστον το στόμα τους…
Τη φώναξε η γιατρός.
– Ανάθεμα σε τούτα τα χιόνια, μουρμούρισε φεύγοντας.
Περιμένοντας τη σειρά μου, συνειδητοποίησα πως εκείνο που με εξοργίζει περισσότερο, δεν είναι ούτε η ανικανότητά τους, ούτε ή απανθρωπιά τους, ακόμα ούτε οι κωλτούμπες τους.
Είναι η επιχειρηματολογία τους, για να τα υπερασπιστούν όλα τούτα και να τα παρουσιάσουν σα «σκληρή ταξική μάχη σε αντίξοες συνθήκες».
Είναι που η Μόρια, τούτη η ντροπή του σύγχρονου ανθρώπου, για τούτη την «αριστερά», δεν είναι παρά «μια μη επιθυμητή κατάσταση»
Ποιος αριστερός θα είχε το θράσος, μιλώντας για χιλιάδες ψυχές, να πει:
«πιαστήκαμε απροετοίμαστοι από τον καιρό», λες και δε κατέβασε τα χειμωνιάτικά του;
Ποιος αριστερός θα αντίκριζε το σύγχρονο Νταχάου στη Μόρια και θα δήλωνε:
«ευτυχώς τώρα ο καιρός είναι καλύτερος και δεν αγωνιούμε για τους πρόσφυγες»;
Ποιος αριστερός θα τολμούσε να πει:
«η κατάσταση στη Μόρια καλυτερεύει, το χιόνι λιώνει. Το πατάνε και οι πρόσφυγες»;
Τούτο το χιόνι, να πάει και να μη ξανάρθει.
Τούτη η «αριστερά», μια «αριστερά» που τη σώζουν ακόμα οι γιαγιάδες και οι ψαράδες της Συκαμιάς, τουλάχιστον, ας μη ξαναμιλήσει.
Δε πιστεύω στα «σημάδια» και στο κισμέτ.
Όμως την ώρα που τούτη η κυβερνητική «αριστερά» προκαλούσε με δηλώσεις, οι δυο βαρκούλες των ψαράδων της Συκαμιάς που έσωσαν εκατοντάδες πρόσφυγες και η σκεπή του Αναγνωστηρίου της Αγιάσου, λύγιζαν κάτω από το χιόνι.
Λες και η ανθρωπιά και ο πολιτισμός, δεν άντεξαν άλλο το διασυρμό τους και προτίμησαν να θαφτούν κάτω από το χιόνι.
Μαζί με τους κολασμένους της Μόριας.
Και με μια ντροπιασμένη Αριστερά.
Πολύ μαύρο το χιόνι φέτος!