Ένα απόσπασμα από το Ημερολόγιο μιας κακής χρονιάς (Eκδόσεις Μεταίχμιο, 2007) σε μετάφραση Αθηνάς Δημητριάδου. Του Τζ. Μ. Κουτσί
Οι φιλελεύθεροι στην Αυστραλία, όπως και στη Νότια Αφρική, πιστεύουν ότι στην αγορά εναπόκειται να αποφασίσει ποιος θα ανέλθει και ποιος όχι. Ο ρόλος της κυβέρνησης πρέπει να είναι αυτοπεριοριστικός. Nα δημιουργεί τις συνθήκες μέσα στις οποίες τα άτομα θα είναι σε θέση να φέρνουν στην αγορά τις φιλοδοξίες τους, το δυναμισμό τους, την εκπαίδευσή τους και τις όποιες μορφές άυλου κεφαλαίου διαθέτουν και η αγορά, με τη σειρά της (να η στιγμή που η οικονομική φιλοσοφία μετατρέπεται σε θρησκευτική πίστη) θα τους επιβραβεύσει, άλλους λιγότερο άλλους περισσότερο, ανάλογα με την προσφορά τους (τη «συμμετοχή» τους).
Παρ’ ότι γεννήθηκα σε προηγούμενες εποχές, μεγάλωσα κατά βάση με την ίδια σχολή σκέψης, με την καχυποψία της απέναντι στον φιλοσοφικό ιδεαλισμό και στις ιδέες εν γένει, με τον ατομισμό που χαρακτηρίζεται από το αλληλοφάγωμα, τη στενή αντίληψη περί ατομικής προόδου και την ηθική της σκληρής δουλειάς. […]
«Είμαστε όλοι παίκτες στην παγκόσμια αγορά. Aν δεν ανταγωνιστούμε ο ένας τον άλλον, πάμε χαμένοι». Η αγορά είναι ο τόπος μας, εκεί βρισκόμαστε. Τώρα πώς έγινε και βρεθήκαμε εκεί, μη ρωτάτε. Είναι σαν να γεννηθήκαμε σ’ έναν κόσμο που δεν ήταν στο χέρι μας να τον διαλέξουμε, από άγνωστους γονείς. Βρισκόμαστε εδώ, αυτό είναι όλο. Τώρα μοίρα μας είναι ο ανταγωνισμός.
Σε όσους πιστεύουν αληθινά στην αγορά δεν έχει νόημα να πεις ότι δεν βρίσκεις καμιά ευχαρίστηση να ανταγωνίζεσαι τους συνανθρώπους σου και ότι προτιμάς να αποσυρθείς. Μπορείς να αποσυρθείς αν το επιθυμείς, λένε, όμως οι ανταγωνιστές σου είναι βέβαιο ότι δεν θα το κάνουν. Με το που θα καταθέσεις τα όπλα σου, θα σε σφαγιάσουν. Είμαστε αναπόδραστα έγκλειστοι σε μια μάχη όλων εναντίον όλων.
Το βέβαιο είναι ότι την αγορά δεν την έφτιαξε ο Θεός – ούτε ο Θεός ούτε το Πνεύμα της Ιστορίας. Οπότε, αν την φτιάξαμε εμείς, οι άνθρωποι, μήπως θα μπορούσαμε να τη χαλάσουμε και να την ξαναφτιάξουμε με πιο ανθρώπινη μορφή; Γιατί θα πρέπει να είναι ο κόσμος ένα αμφιθέατρο μονομάχων, όπου επικρατεί η λογική σκότωσε-για-να-μην-σε-σκοτώσουν, αντί να είναι, ας πούμε, μια κυψέλη όπου η συνεργασία θα είναι στο φόρτε της, μια μυρμηγκοφωλιά;
Είναι σαφώς υπέρ των τεχνών το ότι μπορεί να υποστηριχτεί πως, ναι μεν ο κάθε καλλιτέχνης πασχίζει ατομικά για το καλύτερο, οι προσπάθειες όμως να εμφανιστεί ο χώρος των τεχνών σαν ζούγκλα ανταγωνισμών είχαν ελάχιστη επιτυχία. Ο επιχειρηματικός κόσμος αρέσκεται να χρηματοδοτεί τον ανταγωνισμό στις τέχνες και είναι ακόμα προθυμότερος να παρέχει αφειδώς χρήματα στα ανταγωνιστικά αθλήματα. Αντίθετα, όμως, από τον κόσμο του αθλητισμού, οι καλλιτέχνες ξέρουν ότι ο ανταγωνισμός δεν είναι η ουσία, ο ανταγωνισμός είναι δευτερεύον θέαμα εν ονόματι της δημοσιότητας. Το βλέμμα του καλλιτέχνη, εντέλει, δεν στρέφεται στον ανταγωνισμό, αλλά στο αληθινό, στο καλό και στο ωραίο.
(Είναι ενδιαφέρον το πώς η επέλαση του συμφεροντολόγου ατομισμού σε σπρώχνει στα άκρα του αντιδραστικού ιδεαλισμού.)