Του Γιώργου Λιερού
Τα κοινά είναι οι πρακτικές αυτοοργανωμένων κοινωνικών ομάδων οι οποίες έχουν ως βάση την από κοινού χρήση (ή αξιώσεις χρήσης) τμημάτων του περιβάλλοντός τους στα οποία (κατά κανόνα) αποδίδουν συγκεκριμένες μορφές σεβασμού. Στα κοινά ανήκουν οι συνεταιρισμοί, οργανώσεις αλληλεγγύης, αυτοδιαχειριζόμενα εργοστάσια, η κοινωνική οικονομία, επίσης κινήσεις πολιτών οι οποίες υπερασπίζονται τη δημόσια κτήση (τους δημόσιους χώρους των πόλεων, τους αιγιαλούς, τα δάση, το νερό, τα οικοσυστήματα) και ακόμη κοινωνικά δίκτυα, πολιτικά δίκτυα, αθλητικοί σύλλογοι, θρησκευτικές οργανώσεις, πολιτιστικοί σύλλογοι, εκδοτικές ομάδες, θεωρητικοί όμιλοι κ.λπ. Στα κοινά περιλαμβάνεται η όλη δημόσια και συλλογική ζωή σε διάκριση από την πολιτική εξουσία και την αγορά – είτε πρόκειται για την οργάνωση της κοινωνικής παραγωγής και αναπαραγωγής είτε, ιδιαίτερα, για την άσκηση της εξουσίας των πολιτών πάνω στην πολιτεία. Η πιο αναβαθμισμένη έκφραση των κοινών στις μέρες μας ήταν τα κινήματα των αγανακτισμένων και οι πλατείες, οι οποίες δεν διεκδίκησαν την ικανοποίηση του ενός ή του άλλου αιτήματος, αλλά αδιαίρετο το ίδιο το κοινό αγαθό.
Για την κατανόηση της έννοιας «κοινά» είναι κρίσιμες 4-5 λέξεις: αυτοοργάνωση, κοινή κτήση, κοινότητα, ηγεμονία.
Αυτοοργάνωση. Η πραγματική «πρόκληση» στην οποία ήθελε να απαντήσει η Έλινορ Όστρομ (Η διαχείριση των κοινών πόρων, 1990) κατά την πολεμική της εναντίον του Garret Hardin (Η τραγωδία των κοινών πόρων, 1968) σύμφωνα με την ίδια δεν ήταν παρά «η ανάπτυξη μιας εμπειρικώς υποστηριγμένης θεωρίας των αυτοοργανωμένων και αυτοδιοικούμενων μορφών συλλογικής δράσης». Κατά τον Hardin η «τραγωδία των κοινών» είναι αναπόφευκτη αν οι άνθρωποι αφεθούν να δράσουν από μόνοι τους, πρέπει να επιλέξουν ανάμεσα στην αγορά και το κράτος. Την Όστρομ την ενδιαφέρει το πώς τα άτομα οργανώνονται χωρίς έναν «εξωτερικό» ηγέτη, οι πετυχημένοι θεσμοί διαχείρισης πόρων κοινής δεξαμενής που «αποτελούν μίγματα θεσμών που “μοιάζουν με ιδιωτικούς” και “μοιάζουν με δημόσιους” και που δεν μπορούν να καταταχθούν με βάση μια στείρα διχοτόμηση». Τεκμηριώνει την πίστη της στην ικανότητα του ανθρώπου να διαμορφώνει και να επαναδιαμορφώνει δημοκρατικά την καθημερινή κοινωνική πρακτική, μέσα από μια συναρπαστική περιήγηση που ξεκινάει από τα δάση και τα βοσκοτόπια των Ελβετικών Άλπεων και των ιαπωνικών βουνών, συνεχίζει με τα αρδευτικά συστήματα της Αραγονίας και των Φιλιππίνων για να καταλήξει στα (καπιταλιστικά) κοινά της Ν. Καλιφόρνιας.
Κοινή κτήση. Η κοινή κτήση (η δημόσια κτήση και οι συλλογικές ιδιοκτησίες των ιδιωτών) αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία θεμελιώνονται κάθε φορά τα (το) κοινά (-ό). Οι όροι κοινή κτήση, δημόσια κτήση, συλλογική ιδιοκτησία προέρχονται από το εξαιρετικά δόκιμο εννοιολογικό πλαίσιο της συζήτησης για τα κοινά που έχει επεξεργαστεί ο Δημήτρης Κωτσάκης. Η (κοινή, συλλογική ή δημόσια) κτήση μέσα στο αστικό καθεστώς δεν αποτελεί ένα τυπικό καθεστώς ιδιοκτησίας αλλά είναι εγγενώς ασταθής και ευμετάβλητη. Εξαρτάται κάθε στιγμή από την έκβαση των πολιτικών και κοινωνικών αγώνων. Όταν οι άνθρωποι διαδηλώνουν μετατρέπουν σε κοινά τους δρόμους και τις πλατείες. Τα κοινωνικά κινήματα αναλαμβάνοντας την εκπαίδευση, την περίθαλψη, το νερό ή την ηλεκτροπαραγωγή, τις μετατρέπουν από πολιτειακές ή αγοραίες υπηρεσίες και παραγωγικές δραστηριότητες σε κοινά. Όταν το κίνημα υποχωρεί, η κοινή κτήση δίνει τη θέση της στον κρατικό ή τον αγοραίο έλεγχο, οι συνεταιρισμοί των εργατών μετατρέπονται σε εταιρίες κ.λπ. Από ιστορικής άποψης, στην αντίθεση κτήση/ατομική ή κρατική ιδιοκτησία πρέπει να λάβουμε υπόψη μας την αντίθεση νομής/κυριότητας. Στις περισσότερες παραδοσιακές κοινωνίες, οι οικογένειες, οι πατριές ή τα χωριά ασκούν τη νομή των κοινοτικών «ιδιοκτησιών» σύμφωνα με ένα περίπλοκο εθιμικό δίκαιο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (και την συνδυάζουν με την ατομική ή οικογενειακή κατοχή εργαλείων, μεγάλων ζώων και σπιτιών). Η κυριότητα είναι το δικαίωμα άμεσης, απόλυτης και καθολικής εξουσίας πάνω στο πράγμα. Μόνο με τους Νέους Χρόνους θα επικρατήσει η ιδιοκτησία με την έννοια της κυριότητας την οποία είχαν επεξεργαστεί οι Ρωμαίοι και κυρίως οι Βυζαντινοί νομομαθείς. Η κτήση και η ιδιοκτησία (κυριότητα) είναι δύο διαφορετικοί τρόποι για να ορίσουμε τη σχέση των ανθρώπων με τα πράγματα. Στις σύγχρονες σχέσεις ιδιοκτησίας πραγμοποιούνται οι άνθρωποι και μιλάμε για «φετιχισμό του εμπορεύματος». Η μέθεξη είναι το αντίθετο της αλλοτρίωσης.
Κοινότητα. Τα κοινά, ιστορικά συνδέθηκαν με δομές κοινοτικού τύπου (Gemeinschaft) τις οποίες κατέστρεψαν οι περιφράξεις και η άνοδος του βιοπολιτικού κράτους που ακύρωσε τις προνεωτερικές αυτονομίες και ενέταξε τις ζωές των ανθρώπων στην κρατική τάξη. Δομές κοινοτικού τύπου είναι ως επί το πλείστον τα κοινά των υποτελών τάξεων σήμερα. Εδώ, όμως, με τη λέξη κοινότητα θέλουμε να αναφερθούμε επίσης και σε κάτι πολύ περισσότερο: καθώς περνάμε από τα κοινά στον κοινό κόσμο (από τα κοινά στο κοινό) σχηματίζεται μια κοινή γλώσσα μιμητική και τελεστική μαζί, που καλύπτει όλο το φάσμα της προσωπικής και δημόσιας ζωής, από τις δημόσιες τελετές έως την καθημερινότητα, και επιτρέπει την με προσωπικό τρόπο ένταξη στην κοινότητα. Αυτή η γλώσσα είναι το κοινό σε μια μικρών διαστάσεων δημοκρατική κοινότητα/κοινωνία.
Ηγεμονία. Σύμφωνα με τον Μπ. Άντερσον «κάθε κοινότητα που είναι μεγαλύτερη από ένα χωριό όπου οι άνθρωποι έχουν προσωπική επαφή (και ίσως ακόμη και σ’ αυτήν την περίπτωση) είναι φαντασιακή». Η συγκροτημένη σε κράτος κοινωνία, στο μέτρο που δεν στηρίζεται μόνο στη βία αλλά έστω και κατ’ ελάχιστον στη συγκατάθεση των υποτελών, αποτελεί συγχρόνως μια φαντασιακή κοινότητα η οποία διασώζει ορισμένα από τα χαρακτηριστικά της δημοκρατικής μικρών διαστάσεων κοινότητας (έστω σε έναν επουράνιο κόσμο). Αυτή η φαντασιακή κοινότητα είναι το αποτέλεσμα αλλά και το πλαίσιο των ταξικών συγκρούσεων, των συμβιβασμών, των παραχωρήσεων, της θεμελίωσης των δικαιωμάτων κ.λπ. Σε κάθε ταξική κοινωνία ο λόγος της κρατικής εξουσίας αποσπά τη συγκατάθεση των κυβερνωμένων, επικαλούμενος το (φαντασιακό) κοινό, αποτελώντας όντως και αναπαραγόμενος ως (φαντασιακό) κοινό. Στην αστική κοινωνία το έθνος είναι η φαντασιακή κοινότητα, το κοινό αγαθό που είναι μαζί πεδίο σύγκρουσης και διακύβευμα στον αγώνα για την ηγεμονία. Στην Κλασική Ελλάδα, τη Σουμερία και τη Μεσαιωνική Ιταλία το κοινό (αγαθό) ήταν η πόλη. Σε μια ελεύθερη ανθρωπότητα θα είναι οι δημοκρατίες των συνεταιρισμένων παραγωγών (πόλεις ή και ομοσπονδίες κοινοτήτων) – δεν θα υπάρχει πλέον ούτε κράτος ούτε αγώνας για την ηγεμονία.
Τα κοινά είναι οι λαϊκές αυτονομίες, τα κοινά που αντιστρατεύονται τη συσσώρευση του κεφαλαίου. Είναι, όμως, επίσης ο μεγάλος πλούτος μη αγοραίων και μη κυβερνητικών δραστηριοτήτων που δίνει στο αστικό κράτος το στρατηγικό του βάθος και κατά συνέπεια τη σταθερότητά του. Είναι «οι τοπικές ιστορίες και τα συγκεκριμένα πολιτισμικά πλαίσια ως κομβικά στοιχεία πίσω από… τη νέα επανοργάνωση των καπιταλιστικών σχέσεων» (S. Narotzky). Τα κοινά αποτελούν τον κοινωνικό ιστό ο οποίος ξεκινώντας από τα κατώφλια των σπιτιών συνδέει ιδιωτικούς και πολιτικούς θεσμούς, τους κάνει λειτουργικούς και δένει την κοινωνία σε ένα (αντιφατικό) όλο. Ο κόσμος των κοινών δεν είναι καθόλου ενιαίος. Υπάρχουν τα κοινά πολλών διαφορετικών κοινωνικών ομάδων τα οποία έρχονται σε ποικίλες -ανταγωνιστικές ή συμπληρωματικες- σχέσεις μεταξύ τους. Η ενότητα της συνολικής κοινωνικής θέσμισης την οποία συνοπτικά περιγράφει το κοινό αγαθό φέρει εκτεταμένες ρηγματώσεις στις οποίες και αρχίζει να σχηματίζεται η καινούργια κοινωνία. Υπάρχουν κοινά και κοινά (απλουστεύοντας: καπιταλιστικά/αντικαπιταλιστικά κοινά). Είναι σφάλμα να μένουμε απλώς στη διάκριση κοινά/κεφάλαιο. Μια μεγάλη αδυναμία για τα εν δυνάμει αντικαπιταλιστικά κοινά είναι η απουσία αντικαπιταλιστικού (αντιηγεμονικού) πολιτικού σχεδίου.
Τα κοινά, θεσμίζοντας τις οιονεί κομμουνιστικές σχέσεις οι οποίες γεννιούνται μέσα από τις καπιταλιστικές αντιφάσεις στην καθημερινότητα και το μοριακό επίπεδο, αποτελούν μαζί προτάγματα και ζωντανά παραδείγματα. Επανακτούν τις λαϊκές αυτονομίες, επαναφέρουν στο προσκήνιο τις παμπάλαιες ιδέες της κοινοκτημοσύνης, μιας παράδοσης τουλάχιστον 2.000 χρόνων, μας δίνουν την ευκαιρία να μιλήσουμε ξανά για τον κομμουνισμό και μάλιστα ερχόμενοι σε ρήξη με τον κρατισμό της Γ΄ Διεθνούς ή της σοσιαλδημοκρατίας. Από την άλλη πλευρά, όμως, το ενδιαφέρον για τα κοινά σήμερα συνδέεται επίσης με τις κοινωνικές διεργασίες μέσα από τις οποίες η παλιά Αριστερά (σοσιαλδημοκρατικής ή κομμουνιστικής αναφοράς) μετασχηματίζεται σε φιλελεύθερη Αριστερά.