του Μάρκου Δεληγιάννη
Λίγες μέρες πριν, με λαμπρότητα ξεχωριστή, δόθηκε η πρεμιέρα της μοντέρνας όπερας Ο Ανασχηματισμός. Βέβαια, το εν λόγω μελόδραμα εμπεριέχει και στοιχεία ιλαρότητας. Πολλές φορές ο κλαυσίγελος εγκαθίσταται στα χείλη του θεατή, αλλά όπως και να ’χει το πράγμα, το φιλοθεάμον κοινό καταγοητεύθηκε. Οι συνθέτες αυτού του μουσικού μεγαλουργήματος, Σαμαράς και Βενιζέλος, απαστράπτοντες από υπερηφάνεια και ικανοποίηση, απολάμβαναν το δημιούργημά τους. Πλαισίωσαν με αριστουργηματική μουσική το λιμπρέτο που συνέγραψε ο γνωστός Γερμανός συγγραφέας Σόιμπλε.
Στις πρώτες σειρές των θέσεων διέκρινε κανείς όλες εκείνες τις συνταρακτικές προσωπικότητες που τόσα έχουν προσφέρει στο θέαμα της ιλαροτραγωδίας. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τον ανεπανάληπτο θίασο, όταν ερμήνευε τη χαριτωμένη επιθεώρηση Χρηματιστήριο και Σοσιαλισμός. Τότε που χιλιάδες θεατές παρασυρμένοι απ’ του έργου τον ρεαλισμό, εναπόθεταν όλες τις οικονομίες τους στα διάφορα χρηματιστηριακά γραφεία που ξεφύτρωσαν σαν μανιτάρια μέσα στο απέραντο δάσος της μπουρδολογίας.
Αλλά ας επανέλθουμε στην παράσταση για την οποία η κοσμική Αθήνα θα μιλάει για πολύ καιρό ακόμη. Εντύπωση μεγάλη προξένησε το πρελούδιο, καθώς οι ροπαλοφόροι παρατάσσονταν με κινήσεις ρυθμικές γύρω απ’ των καθαριστριών τ’ αντίσκηνα και αμέσως μετά, η πρώτη άρια της όπερας, Το κυνήγι της απείθαρχης καθαρίστριας την οποία, ο άρτι προσληφθείς τενόρος, απέδωσε κατά τρόπον υποδειγματικό. Επίσης, ενθουσίασε το κοινό η σκηνή κατά την οποία μια ανύποπτη καθαρίστρια δέχεται χτύπημα με σιδερογροθιά από έναν ροπαλοφόρο και σωριάζεται λιπόθυμη. Με τι χάρη, με τι αίσθημα, με τι ρυθμό, ερμήνευσαν αυτό το δύσκολο κομμάτι! Σίγουρα, ο κριτικός του θεάτρου δεν θα παραλείψει την ευσυνειδησία των ροπαλοφόρων να εξάρει.
Ύστερα, στη δεύτερη πράξη, το ντουέτο βαρύτονου-τενόρου, Διαθεσιμότητα και Απολύσεις, απόσπασε τα γέλια της πλατείας καθώς, ο μεν βαρύτονος, καινούργιος κι αυτός, με πιρουέτες περίτεχνες, προσπαθούσε να πείσει τον τενόρο πως συμφωνεί μαζί του για τις ανθρωποθυσίες στο χώρο της εκπαίδευσης, αλλά για λόγους επικοινωνιακούς θα πρέπει κάποια φόρμουλα μαζί να βρούνε, τον κόσμο να ξεγελάσουνε, άλλωστε γι’ αυτό έγινε ο ανασχηματισμός. Ο δε τενόρος προσπαθούσε να παίξει τον αδέκαστο, τον δίκαιο, ενώ κι αυτός την ίδια άποψη είχε. Αργότερα, στην ίδια πράξη, και συγκεκριμένα στην περίφημη σκηνή Το ματαιωμένο ραδιόφωνο, όταν ο μαυροφορεμένος σεκιουριτάς με επιδέξιες κινήσεις που θύμιζαν το Ματωμένο γάμο, χτυπούσε με μαχαίρι τον εκπρόσωπο των εκδιωχθέντων δημοσιογράφων και τεχνικών της πολύπαθης ΕΡΤ, ενώ το κοινό δάκρυζε από συγκίνηση.
Στην τρίτη πράξη ξεδιπλώνεται όλη η πλεκτάνη που στήθηκε πίσω απ’ τις γέρικες πλάτες των συνταξιούχων. Η σύλληψη της ιδέας για την εξαφάνιση των συντάξεων, της κατεδάφισης του ασφαλιστικού συστήματος και τέλος η υλοποίηση ολόκληρου αυτού του μεγαλεπήβολου σχεδίου. Συγκλονιστική ήταν η στιγμή, όταν όλος ο θίασος -σολίστ και χορωδοί- σαράντα επτά τον αριθμό, τραγουδούσαν με πάθος, με δύναμη, με παλμό, το περίφημο χορωδιακό άσμα, Και τώρα θάνατος στις συντάξεις! Όρθιοι οι επίσημοι καλεσμένοι, παραληρούντες, κραυγάζανε: Μπράβο, μπιζ, μπράβο!
Και τέλος, το φινάλε, ανεπανάληπτο, ευρηματικό, καθώς, ο βαθύφωνος, καινούργιος κι αυτός στο θίασο, με τρόπο συγκινητικό τραγούδησε την άρια Τα νοσοκομεία, Μολ να γίνουνε, τα σχολεία φυλακές να είναι. Κι ύστερα, αμέσως μετά, το συναρπαστικό τέλος. Ο βαρύτονος, έκτακτη συμμετοχή κι αυτός, δανεικός απ’ την τραπεζική αγορά, απέδιδε τη μοναδική μονωδία, Οι δαντελένιες ακτές σε σας, ω εργολάβοι, ανήκουν. Πανζουρλισμός επακολούθησε. Έξαλλοι οι φρακοφορεμένοι επίσημοι ωρύονταν: Επιτέλους η χώρα να οδεύσει προς την ανάπτυξη. Έξω απ’ το θέατρο, στρατιές ζητιάνων εκλιπαρούσαν για έναν καφέ φραπέ.
Φίλε μου, ώς πότε θα σκύβεις το κεφάλι σου μπρος στις ατέλειωτες παράτες, στις φλυαρίες, στους διορισμένους ανθύπατους; Καιρός να νιώσεις το αίμα σου καυτό να κυλάει στις φλέβες σου. Όρθωσε το κορμί σου, πρόταξε αντίσταση. Βλέπεις το θάνατο που κοντοζυγώνει κι είσαι ατάραχος, απαθής, κλεισμένος μέσα στη μίζερη καθημερινότητα. Κουνάς συγκαταβατικά την κεφαλή σου, ελπίζοντας πως ο θάνατος εσένα δεν θα σε αγγίξει. Βλέπεις τα παιδιά σου να παίζουν στα φραγμένα μπαλκόνια, δίπλα στα βενζινάδικα ή στα γκαράζ, δίπλα στον μελλοθάνατο ναρκομανή. Καιρός, φίλε μου, ν’ ανοίξεις την πόρτα του τσιμεντένιου υπνωτηρίου σου, ν’ ακούσεις τον βόγγο του διπλανού σου, την αγωνία του γείτονα, την κραυγή του ανθρώπου που στοιβάζεται στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και να ενώσεις τη φωνή σου μαζί τους. Τότε ο ουρανός θα πλατύνει, τα σαθρά κτίσματα του ολοκληρωτισμού θα πέσουν και οι βραδιές όπερας θα ματαιωθούν.