Γιώργος Αλεξάτος, Το τραγούδι των ηττημένων. Κοινωνικές αντιθέσεις και λαϊκό τραγούδι στη μεταπολεμική Ελλάδα, Εκδόσεις Κουκκίδα 2014, σελ. 192
«…Διότι με χυδαία άσματα και ακόσμους χορούς γαλουχούνται σήμερον αι λαϊκαί τάξεις. Και το χειρότερον, θεωρούνται μοντέρνοι οι χοροί και τα άσματα αυτά και πας όστις τα κατηγορεί θεωρείται ως άνθρωπος οπισθοδρομικός και αντιπροοδευτικός». Οι γραμμές αυτές γράφονται πέντε μονάχα χρόνια μετά το οριστικό τέλος των μαχών του εμφυλίου πολέμου, το 1954, στο περιοδικό Αστυνομική Επιθεώρησις. Δεν αποτελεί παρά ένα μονάχα από τα παραδείγματα της ανασφάλειας που συνέχιζαν να νιώθουν οι «νικητές του Γράμμου» απέναντι στις «επικίνδυνες τάξεις» και σε ό,τι εξέφραζε την περιθωριοποιημένη και περιφρονημένη κουλτούρα τους.
Γι’ αυτό και αμέσως μετά διαβάζουμε: «Οφείλομεν όθεν να αντιμετωπίσωμεν με σύστημα και αποφασιστικότητα την φοβεράν αυτήν κατάστασιν». Σύστημα το οποίο δεν είναι άλλο από τη λογοκρισία, που εγκαινίασε η δικτατορία Μεταξά απέναντι στο ρεμπέτικο τραγούδι και συνεχίστηκε αδιάκοπα μέχρι περίπου το 1980, στοχεύοντας, με περισσότερη ή λιγότερη ένταση, το λαϊκό τραγούδι – ένα από τα τελευταία θύματα αυτής της (άλλοτε προληπτικής κι άλλοτε κατασταλτικής) πρακτικής υπήρξε, το 1978, το Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο, του Διονύση Σαββόπουλου…
Η αντιμετώπιση του τραγουδιού των υποτελών τάξεων (δημοτικού, ρεμπέτικου, λαϊκού και έντεχνου λαϊκού) τόσο μέσα από την κατασταλτική «ηθικοποίηση» όσο και μέσα από την «κάθαρσή» του από στοιχεία που δεν μπορούσαν να προσαρμοστούν στο εθνικιστικό αφήγημα της τρισχιλιετούς συνέχειας, υπήρξε διαρκής, τόσο εκ μέρους του κράτους και των οργανικών του διανοούμενων όσο και εκ μέρους της Aριστεράς.
Τα ρεμπέτικα, «χασικλίδικα» και «παρακμιακά», ήταν απαγορευμένη έκφραση για τις ομάδες συμβίωσης των φυλακισμένων μεσοπολεμικών κομμουνιστών, ενώ και το «μαύρο τραγούδι» των μετεμφυλιακών χρόνων, που σημάδεψε πάνω απ’ όλα η φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη, περιφρονούνταν από πολλούς από τους αριστερούς διανοούμενους της περιόδου.
Μονάχα η παρέμβαση του Μίκη Θεοδωράκη, το 1960, με τον Επιτάφιο και το πάντρεμα λαϊκής μουσικής και λόγιας ποίησης, μπόρεσε να ανοίξει, όχι χωρίς σφοδρές αντιρρήσεις, ένα διάλογο στο χώρο της Aριστεράς, μέσα από τον οποίο, σταδιακά, το λαϊκό τραγούδι αναγνωρίστηκε, τουλάχιστον στην «εξημερωμένη» μορφή του έντεχνου λαϊκού…
Την πορεία αυτή, από το περιθώριο στην αναγνώριση, αλλά και στην παρακμή, που συντελείται με ταχείς ρυθμούς την περίοδο της δικτατορίας, όταν η πολιτιστική «χαμένη άνοιξη» της δεκαετίας του 1960 θα σωριαστεί σε ερείπια, για να ξεπροβάλουν από μέσα τους τα «σκυλάδικα» και οι «πίστες» της παραλιακής, σκιαγραφεί ο Γιώργος Αλεξάτος, στα έντεκα κεφάλαια του βιβλίου του Το τραγούδι των ηττημένων, που κυκλοφορεί οκτώ χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση σε μια νέα, αναθεωρημένη εκδοχή, από τις Eκδόσεις Κουκκίδα.
Ο συγγραφέας του επιτυχημένου Ιστορικού λεξικού του ελληνικού εργατικού κινήματος, ατόφια λαϊκός και αυτοδίδακτος, επικεντρώνει την προσπάθειά του στην ανάδειξη, κυρίως, του «σκοτεινού» τραγουδιού της δεκαετίας του 1950, πρωταγωνιστής του οποίου είναι ο Στέλιος Καζαντζίδης, αλλά και πολλοί άλλοι, ΕΑΜικής προέλευσης δημιουργοί και ερμηνευτές, ως έκφρασης του πόνου, της κοινωνικής αδικίας, της φτώχειας και γενικότερα των συνθηκών ζωής των εργατικών στρωμάτων, εκείνων που βρέθηκαν με την πλευρά των ηττημένων του Εμφυλίου και αναγκάστηκαν «να ξαναρχίσουν απ’ την αρχή»…
Η μελέτη του, που δίνει μεγάλο βάρος σε ιστορικά και οικονομικά στοιχεία για τις συνθήκες ζωής της εργατικής τάξης της περιόδου, είναι κυρίως κειμενοκεντρική, προσεγγίζει δηλαδή τα ίδια τα στιχουργικά κείμενα, και εν μέρει τη μουσική τους, καθώς και τη γενικότερη πρόσληψή τους από την κριτική της εποχής τους.
Αν κάτι θα έπρεπε να συμπληρώσει την πανοραμική εικόνα που φιλοτεχνεί ο Γ. Αλεξάτος, αυτό θα ήταν, αφενός η πρόσληψή τους από τους ίδιους τους ακροατές στους οποίους απευθύνονταν και, αφετέρου, τα μέσα πρόσληψης και οι συνθήκες παραγωγής τους. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως, ανεξαρτήτως αν τα τραγούδια αυτά αποτελούσαν έκφραση των εργαζόμενων τάξεων της εποχής τους, παρέμεναν παράλληλα ένα βιομηχανικό προϊόν, η εργοστασιακή συνθήκη παραγωγής του οποίου επιδρούσε στις συνθήκες δημιουργίας του, όπως εξίσου επιδρούσαν και οι συνθήκες κατανάλωσής του (κέντρα διασκέδασης, αγορά μηχανημάτων αναπαραγωγής ήχου κ.λπ.) Η πρισματική μελέτη του κυκλώματος δημιουργίας, παραγωγής, κατανάλωσης θα επέτρεπε, πιστεύω, την πληρέστερη ερμηνεία της ραγδαίας παρακμής που γνώρισε το λαϊκό τραγούδι μέσα στην περίοδο της δικτατορίας, η οποία οδήγησε σε μια βιομηχανία διασκέδασης άφατου κιτς, τις μεταλλάξεις της οποίας βιώνουμε ακόμη και στις μέρες μας…
Στρατής Αρτεμισιώτης