του Γιάννη Καρλιάμπα*
Τις τελευταίες εβδομάδες η καθημερινότητα όλων μας κατακλύζεται από τις εικόνες των αρχαιολογικών ευρημάτων της Αμφίπολης. Το γεγονός προκαλεί σε όλους εμάς, που η «αρχαιολογία» είναι η καθημερινότητά μας, μια σχετική αμηχανία, καθώς –ειδικά για όσους δεν ζήσαμε «από μέσα» τις μέρες της αποκάλυψης των τάφων της Βεργίνας– αυτή είναι μια πρωτόγνωρη κατάσταση. Μέσα σε ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα και σχεδόν απροσδόκητα το αντικείμενο της δουλειάς μας βρέθηκε στο επίκεντρο του κοινού ενδιαφέροντος.
Όλος αυτός ο δημόσιος αρχαιολογικός λόγος και ο δημόσιος λόγος περί αρχαιολογίας που διατυπώνεται είναι προφανές ότι πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο ανάλυσης, αλλά αυτό δεν είναι το θέμα αυτού το σύντομου σημειώματος. Εδώ –ίσως και λόγω συντεχνιακής εμμονής– θα ασχοληθούμε μόνο με έναν από τους άξονες που διαμόρφωσαν αυτό το –ελπίζουμε όχι πρόσκαιρο– ενδιαφέρον για τα αρχαιολογικά πράγματα. Δεν γελιόμαστε. Όλοι είδαμε ότι το ενδιαφέρον του κοινού απογειώθηκε, όταν η πολιτική εξουσία αυτού του τόπου, μέσω του ανώτατου εκπροσώπου της, του πρωθυπουργού, «υιοθέτησε» το αρχαιολογικό εύρημα.
Η παρουσία και οι δηλώσεις του πρωθυπουργού έριξαν άπλετο φως στο εύρημα και το έντονο φως, όπως γνωρίζουμε, κάποια πράγματα τα τονίζει και κάποια τα ρίχνει σε βαθύτερη σκιά. Τι «φώτισε», λοιπόν, ο πρωθυπουργός μας με τη γλαφυρή ρητορεία του; Ο πρωθυπουργός ως νέος Παπαρρηγόπουλος επιβεβαίωσε για άλλη μια φορά τη συνέχεια του ελληνικού έθνους, ενώ ενέταξε εαυτόν στη μεγάλη χορεία των «εθνικών» ηγετών που ξεκινά από τον Φίλιππο Β’ για να καταλήξει σε αυτόν. Παράλληλα, για να μην έχουμε και αυταπάτες για το τι καθορίζει την κατεύθυνση της επιστημονικής έρευνας, διατύπωσε και το σημαντικό κατά τη γνώμη του ζήτημα που προκύπτει, «σε ποιον ανήκει ο τάφος», πυροδοτώντας ακόμη περισσότερο τις ανάλογες συζητήσεις οι οποίες επιεικώς θα λέγαμε ότι τις περισσότερες φορές μάλλον αποκλίνουν από την επιστημονική, ή έστω ακαδημαϊκή προσέγγιση. Τέλος, και για να μην ξεχνούμε ότι ο πρωθυπουργός είναι ένας σύγχρονος πολιτικός αναφέρθηκε και στην ανάπτυξη που θα φέρει το αρχαιολογικό εύρημα στην τοπική, αλλά και την εθνική οικονομία.
Και εδώ εισερχόμαστε στον κόσμο των σκιών, όπως στο εσωτερικό του τάφου. Η κατά τον πρωθυπουργό ανάπτυξη με βάση την πολιτιστική κληρονομιά φαίνεται να συντελείται στον κόσμο των ιδεών. Δεν συνδέεται με οργανωμένες δημόσιες υπηρεσίες, με τοπικές κοινωνίες, με ανθρώπους που εργάζονται και παράγουν. Ο –και υπουργός Πολιτισμού διατελέσας– πρωθυπουργός παραγνωρίζει επίσης το γεγονός ότι με την πολιτική ευθύνη της δικής του κυβέρνησης η αρχαιολογική υπηρεσία συνεχώς συρρικνώνεται και λόγω της οικονομικής δυσπραγίας και της υποστελέχωσης υπολειτουργεί, γιατί σε άλλη περίπτωση θα φρόντιζε προσωπικά να διασφαλίσει την εύρυθμη λειτουργία της και δεν θα προσπαθούσε απλώς να επωφεληθεί επικοινωνιακά από τα αποτελέσματα της δουλειάς του προσωπικού της.
Πίσω από τη βιτρίνα, λοιπόν, υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος, αρχαιολόγοι και άλλοι επιστήμονες, εργάτες και φύλακες, που εργάζονται για την αποκάλυψη, τη διατήρηση και την ανάδειξη των αρχαιολογικών «θησαυρών» και αυτή τη στιγμή αισθάνονται ότι βρίσκονται υπό διωγμό από μια πολιτική ηγεσία που πανηγυρίζει κάθε χρονιά όταν επιτυγχάνει τη λειτουργία των μουσείων με το διευρυμένο θερινό ωράριο.
Το εύρημα της Αμφίπολης έχει, αναμφισβήτητα, μεγάλη σημασία και θα εξακολουθήσει να έχει ακόμη και αν δεν εξακριβωθεί ποτέ η ταυτότητα του νεκρού (ή των νεκρών) ενοίκου, ακόμη και αν έχει συληθεί. Μπορεί, επίσης, να προσδώσει και μια δυναμική ανάπτυξης (οικονομικής και όχι μόνο) στην τοπική κοινωνία. Αυτό όμως δεν είναι δυνατό να συμβεί χωρίς σχεδιασμό, που να περιλαμβάνει όλους τους εμπλεκόμενους δημόσιους φορείς και τους πολίτες της περιοχής, και φυσικά δεν είναι δυνατό να συμβεί με μία υποβαθμισμένη υπηρεσία προστασίας και ανάδειξης της πολιτιστικής κληρονομιάς.
* Ο Γιάννης Καρλιάμπας είναι αρχαιολόγος
Από τη στήλη “Φυσάει βοριάς”