Πραγματικά το πιστεύαμε ότι με τη μουσική, μέσα από τη μουσική, δια της μουσικής, θα αλλάζαμε όχι μόνο τον εαυτό μας, αλλά και τον κόσμο γύρω μας και τον κόσμο ολόκληρο.

Τι όμορφη βεβαιότητα, ακόμα κι αν ήταν εντελώς ουτοπική, όπως θα διαπιστώναμε εν καιρώ. Αλλά εκείνα τα χρόνια ήτανε κινητήρια δύναμη για μας. Κι όταν λέω για μας, δεν εννοώ μόνο τους συντοπίτες μας, αλλά και όλους εκείνους, τους πολυπληθέστερους, ανά τον κόσμο, που φαινόταν ότι μοιράζονταν μαζί μας τις ίδιες ελπίδες, τις ίδιες βεβαιότητες και τις ίδιες ουτοπίες.
Στην Ελλάδα, στη δεκαετία του ’60, δεν έλειπε η καλή μουσική. Αντιθέτως, ήταν πλούσια και ποικιλόμορφη, ήταν γνήσια και αυθεντική, ήταν παραδοσιακή, σύγχρονη, δημοφιλής και ανατρεπτική. Ήτανε Τσιτσάνης και Χατζιδάκις, Παπασιδέρης και Καζαντζίδης, Βογιατζής και Γαβαλάς, Μούσχουρη και Πόλυ Πάνου, Αγγελόπουλος και Γούναρης, Χιώτης και Θεοδωράκης, Ζαμπέτας και Ξαρχάκος, ήτανε και τι δεν ήτανε!
Αλλά, έλα που γινότανε χαμός, την ίδια εποχή, και στο εξωτερικό! Κι εμείς, οι πιτσιρικάδες, που θέλαμε να ξεφύγουμε από το συντηρητικό μας περίγυρο, ρουφούσαμε τις λιγοστές ειδήσεις που έφταναν στην Ελλάδα, συχνά αποσπασματικά και κατακερματισμένα, αναζητώντας διεξόδους ελευθερίας και καινοτομίας που προτείνονταν από νέους επίσης, στο Λίβερπουλ ή το Σαν Φραντσίσκο. Ειδήσεις που έβγαιναν μέσα από τον κινηματογράφο και μέσα από τα τραγούδια και τις φωτογραφίες και τα κείμενα που τα συνόδευαν. Αλλά και από τις εφημερίδες και τα περιοδικά που παρουσίαζαν έστω με αρνητικό και απαξιωτικό τρόπο ό,τι για μας συμβόλιζε την απόδραση και την ελευθερία. Κι αυτό ενίσχυε ακόμα περισσότερο την πεποίθησή μας, γιατί η αποδοκιμασία τους επιβεβαίωνε τον αντικομφορμιστικό χαρακτήρα των επιλογών μας. Κι έτσι, η παραμικρή διαφοροποίηση από το καθιερωμένο και αποδεκτό αποκτούσε ένα τεράστιο συμβολισμό, γινόταν λάβαρο και αναγνωριστικό σήμα του εναλλακτικού, όπως οι φαβορίτες, οι καμπάνες, τα μακριά μαλλιά και η μίνι φούστα, αλλά κυρίως ο εκκωφαντικός ήχος της ντραμς, οι παραμορφώσεις της ηλεκτρικής κιθάρας και η σκηνική παρουσία του Jagger ή του Hendrix.

Ελληνικό ροκ
Στην Ελλάδα, το ρεύμα αντίστασης στην καθεστηκυία τάξη ήταν αξιοθαύμαστα ισχυρό, μαχητικό και δημιουργικό, παρά την ήττα που είχε υποστεί το δημοκρατικό αντιιμπεριαλιστικό κίνημα λίγα χρόνια πριν και παρά τους διωγμούς και τους αποκλεισμούς που εξακολουθούσαν να υφίστανται, με τις φυλακίσεις, τις εξορίες, το στιγματισμό, τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων και κάθε μέσο που χρησιμοποιούσε η πλευρά των νικητών για να κρατάει υπό περιορισμό και σε καταστολή το αγωνιστικό φρόνημα σημαντικής μερίδας της κοινωνίας. Αλλά αυτό το πολιτικό κίνημα δεν υιοθετούσε και δεν ενσωμάτωνε τα καινούργια νεανικά πολιτισμικά ρεύματα που εκδηλώνονταν και αναπτύσσονταν έξω από τα σύνορα της Ελλάδας. Μόνο κάποιοι τολμηροί πρωτοπόροι καλλιτέχνες και διανοούμενοι αφομοίωναν στοιχεία τους με έναν τρόπο δημιουργικό, αντιμετωπίζοντας συχνά την αποδοκιμασία των υπολοίπων.
Το πιο ευαισθητοποιημένο πολιτικά κοινωνικό σώμα ενώ αποδεχόταν τα προοδευτικά μηνύματα του εντόπιου κινήματος, για ψωμί, παιδεία και δημοκρατία, ήταν πολύ συντηρητικό ως προς τα άλλα στοιχεία, που έφερναν μαζί τους τα εισαγόμενα ρεύματα. Για παράδειγμα, ο τυπικός αριστερός ήταν από αδιάφορος και επιφυλακτικός έως κατηγορηματικά απορριπτικός για το ροκ εν ρολ, τα μακριά μαλλιά, το προγαμιαίο σεξ -ιδίως μεταξύ ανηλίκων, το μη συμβατικό ντύσιμο, τα κοινόβια, τη χορτοφαγία, τη χρήση ουσιών και πολύ εντονότερα αντίθετος στις ριζοσπαστικές εκφάνσεις της νέας Αριστεράς όπως αυτή εκφραζόταν μέσα από το αντιπολεμικό κίνημα, τους Μαύρους Πάνθηρες, τους μαοϊκούς, τις φεμινίστριες, τα κινήματα για τη σεξουαλική απελευθέρωση, τον αντικαταναλωτισμό, την κοινοκτημοσύνη, τη νέα αισθητική κ.λπ.
Η άποψη ότι η ποπ και ροκ μουσική είναι είτε ενοχλητικός θόρυβος που προκαλεί χορούς με σεξουαλικά υπονοούμενα είτε αποτελεί κατασκεύασμα του ιμπεριαλισμού, ήταν η επικρατούσα. Πέρασαν πολλά χρόνια, ακόμα και μετά την εκτόνωση και αποδυνάμωση των κινημάτων, για να χαλαρώσουν έως και να αντιστραφούν οι αντιδράσεις εκ δεξιών και εξ αριστερών.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, με τα συν και τα πλην τους, γεννήθηκε και διαδόθηκε το ελληνικό ροκ, πάντα με μια μικρή χρονοκαθυστέρηση σε σχέση με την πηγή προέλευσής του.
Ανάμεσα στους πρωταγωνιστές αυτού του ανοίγματος στον έξω κόσμο δια μέσου της μουσικής, ξεχωριστή θέση έχει ο Δημήτρης Πουλικάκος, που προχτές έκανε μαζί με φίλους μια πανηγυρική εμφάνιση με τον Δημήτρη Πολύτιμο για τα 50 χρόνια φιλίας, συνεργασίας και «ροκαρίσματος». Όταν τους γνώρισα ήμουν ακόμα μαθητής στο Η΄ Γυμνάσιο, στην Κολιάτσου, στη φάση της εγκατάλειψης των Beatles για χάρη των Rolling Stones και των Forminx για χάρη των MGC. Ήταν μια διαπλαστική διαπάλη στους κόλπους της «παρασυρμένης» νεολαίας που προκαλούσε έντονες αντιπαραθέσεις, παράλληλα με την άλλη σημαντική διαπάλη ανάμεσα στους υποστηρικτές της αγγλοφωνίας και τους υποστηρικτές της ελληνοφωνίας στην εντόπια ποπ-ροκ σκηνή.
Καταλυτικές σ’ αυτές τις διαμάχες ήταν οι παρεμβάσεις ορισμένων προσώπων, που ασκούσαν σημαντική επιρροή σε όσους ψάχνονταν, όπως ο Σαββόπουλος και ο Φαληρέας, εννοείται και ο Πουλικάκος. Ο πρώτος, που αποσπάστηκε από τα κυρίαρχα ρεύματα της τραγουδοποιίας της εποχής του, λαϊκού, έντεχνου και νέου κύματος, θεωρήθηκε ως ο θεμελιωτής του ελληνικού ροκ, αποδεικνύοντας ότι ο ελληνικός στίχος δεν είναι ασύμβατος με το ροκ. Ο δεύτερος επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι ο Dylan δεν είναι ασύμβατος με τον Βαμβακάρη. Και ο τρίτος πρωτοπόρος συμβολίζει το ελληνικό ροκ διαμέσου των δεκαετιών της ανόδου και της πτώσης, της ύφεσης, των απωλειών και του εκφυλισμού των πάντων. Και ίσως, να είναι κι ο μόνος που εξακολουθεί να πιστεύει ότι η μουσική μπορεί να αλλάξει τον κόσμο.

Στέλιος Ελληνιάδης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!