από τον Δημήτρη Ουλή
Ας μου επιτραπεί σήμερα να μιλήσω με την αυτοπεποίθηση ενός ανθρώπου που μελετά, συγγράφει και διδάσκει για το θρησκευτικό φαινόμενο τα τελευταία είκοσι χρόνια – και συνεπώς γνωρίζει από πρώτο χέρι τις μονοπωλιακές αξιώσεις της Δεξιάς επί της θρησκείας (καθώς βέβαια και επί της πατρίδας και της οικογένειας). Στη βάση των αξιώσεων αυτών, ο σκεπτικισμός της παράταξης των νοικοκυραίων θα πρέπει να θεωρηθεί αναμενόμενος: τι γυρεύει επιτέλους ένας «αριστερός» στον Άθωνα; Ποιο θα μπορούσε να συνιστά το πραγματικόαντικείμενο συζήτησης ανάμεσα σ’ έναν δεδηλωμένο άθεο και τον άγιο ποντίφικα;
Θα ήθελα να ξεκινήσω με την καταστατική παρατήρηση ότι το ερώτημα είναι επιπόλαιο και παραπλανητικό. Ελάχιστα μας ενδιαφέρουν οι θρησκευτικές πεποιθήσεις του Α ή του Β στελέχους ενός κομματικού σχηματισμού. Εκείνο που μας ενδιαφέρει είναι μάλλον η στάση του κομματικού σχηματισμού που το Α ή το Β στέλεχος εκπροσωπεί, απέναντι στη θεσμική θρησκεία. Ό,τι θα έπρεπε να αποτελεί για μας αντικείμενο προβληματισμού, με άλλα λόγια, δεν είναι το ερώτημα της «πίστης» ή της «απιστίας» του κυρίου Τσίπρα, αλλά η συνολική τοποθέτηση τού κομματικού σχηματισμού επί του οποίου αυτός προΐσταται, απέναντι στη θεσμική θρησκεία: Το ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο δηλαδή, μέσω του οποίου ο ΣΥΡΙΖΑ θα επιδιώξει να συνδιαλεχθεί και να συνυπάρξει με την Εκκλησία, ενόψει μάλιστα μιας επικείμενης αλλαγής του πολιτικού σκηνικού επί το κεντρο-αριστερότερον.
Πολλοί ήταν εκείνοι που βιάστηκαν να εκλάβουν τις επισκέψεις Τσίπρα ως επικοινωνιακούς, απλώς, αντιπερισπασμούς, έναντι των δυσάρεστων εντυπώσεων που προκάλεσε η δημόσια ομολογία της αθεΐας του. Μολονότι δεν βρίσκω καθόλου υπερβολική μια τέτοια άποψη, θα ήθελα εν τούτοις να πιστεύω ότι οι συγκεκριμένες επισκέψεις προσπάθησαν ταυτόχρονα να εξυπηρετήσουν ένα καθολικότερο πρόταγμα: Να πάψει να θεωρείται η θρησκεία αποκλειστική ιδιοκτησία της Δεξιάς, να τεθούν καινούργια κριτήρια και νέες δυνατότητες πολιτικής αυτοσυνειδησίας και έκφρασης της Εκκλησίας, να αναζητηθεί ένας κοινός παρονομαστής επιδιώξεων και σκοποθεσιών, κάτω από τον οποίο το Κράτος και η Εκκλησία θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να συστεγασθούν – πέρα από τις μπίζνες. Αλλά την ίδια στιγμή, να πεισθεί η κοινή γνώμη ότι παρά την επιμέρους αθεΐα συγκεκριμένων εκπροσώπων της, η Αριστερά ούτε κέρατα έχει ούτε παραπέμπει σε κάποιο είδος πολιτικού σατανισμού. Αντιθέτως, προσυπογράφει με κάθε παρρησία την τεράστια πολιτισμική κληρονομιά του Χριστιανισμού και είναι έτοιμη να αναγνωρίσει τη σημαίνουσα πολιτική του δυναμική.
Αν το σενάριο στο οποίο αναφέρομαι δεν συνιστά κάποια προσωπική μου ονειροφαντασία και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης επιθυμεί πράγματι να δημιουργήσει το πλαίσιο μιας διαφορετικής συνάρθρωσης του πολιτικού με το θρησκευτικό, τότε οι επισκέψεις του στον Άθωνα και το Βατικανό εκφράζουν ίσως κάτι πολύ περισσότερο από έναν επικοινωνιακό απλώς καιροσκοπισμό. Θα έλεγα ότι συνιστούν μάλλον το πρώτο επεισόδιο ενός τολμηρού, απαιτητικού και μακροχρόνιου εγχειρήματος, για την ευόδωση του οποίου είναι προφανές ότι απαιτείται επιτελική εργασία υψηλότατων ακαδημαϊκών προδιαγραφών. Αλλά τους όρους και τα κριτήρια μιας τέτοιας εργασίας θα διαπραγματευτούμε στο επόμενο φύλλο