Απαραίτητη η παιδική ψυχολογία, ώστε να μη δηλητηριάζεται η σχολική δραστηριότητα
Του Μιχαήλ Πάτση*
Ακόμα ως τις μέρες μας στην Ελλάδα διατηρείται το μέτρο της απόρριψης του μαθητή στη Μέση Εκπαίδευση, χωρίς να εξετάζονται οι ψυχολογικές και μαθησιακές επιπτώσεις που επιφέρει αυτό το μέτρο. Θεωρούμε, ακόμη, πως «αν το παιδί μείνει στην ίδια τάξη, θα τα μάθει καλύτερα». Και δεν είναι πως το πιστεύει αυτό ο απλός λαός, αλλά και αρκετοί εκπαιδευτικοί. Το μέτρο συνεχίζει να εφαρμόζεται, ξεχνώντας ότι υπάρχουν και άλλα μέσα αξιολόγησης των μαθητών ή χωρίς να κατανοοείται πως με την εφαρμογή ενός τιμωρητικού μέτρου ουδέποτε εκπληρώνονται παιδαγωγικοί στόχοι.
Η Ρόζα Ιμβριώτη σε άλλες εποχές, εκεί γύρω στη δεκαετία του 1970, είχε υποστηρίξει: «Να πάει στην ίδια τάξη! Εμείς το λέμε απλά, μα για το παιδί είναι καταλυτικό. Δεν είναι πια η τάξη του… Έτσι, ο μαθητής που απορρίφτηκε και μπαίνει σε μια τάξη που τα παιδιά είναι μικρότερα, αισθάνεται μειωμένος, ξένος, κάπως ξεταιρισμένος. Δεν ικανοποιείται καμιά προσδοκία του, ακούει με ακεφιά τα ίδια πράγματα, αναπτύσσει αντίδραση, αδιαφορεί. Αν τα Ελληνόπουλα όπως δείχνουν οι επιστημονικές έρευνες χαρακτηρίζονται «εξαιρετικά έξυπνα»,τότε διπλασιάζονται οι ευθύνες μας. Είναι ντροπή τόσο υψηλό ποσοστό απορρίψεων κι είναι μαζί και αγανάκτηση. Γονείς, δάσκαλοι, μαθητές όλοι οι πολίτες έχουμε χρέος να ξεσηκώσουμε καμπάνια ενάντια σε αυτό το Γολγοθά των παιδιών».
Αυτά σημείωνε η μεγάλη παιδαγωγός και αν στις μέρες μας το ποσοστό των απορριπτέων είναι αισθητά μειωμένο από τα παλαιότερα χρόνια, είναι σημαντικό και δηλητηριάζει την παιδαγωγική δραστηριότητα πολλές φορές. Στις μέρες μας οι μέθοδοι αξιολόγησης πολλές φορές δεν λαμβάνουν υπόψη την παιδική ψυχολογία. Είναι γνωστό σε όλους πως ο απορριπτόμενος μαθητής στα σχολεία μας συνήθως περιθωριοποιείται, βγαίνει από την ομαλή λειτουργία της σχολικής τάξης και της σχολικής κοινότητας, παρά τις πολλές και στοχευμένες προσπάθειες των εκπαιδευτικών. Άθελά του γίνεται πρόξενος πολλών προβλημάτων. Το υπουργείο θα μπορούσε να εξετάσει τα προβλήματα που δημιουργούνται λόγω της απόρριψης σε πολλούς τομείς: εκπαιδευτικούς, κοινωνικούς, σχολικής συμπεριφοράς εντός των σχολείων. Η παρατήρηση της Ιμβριώτη πως ο μαθητής «αναπτύσσει αντίδραση, αδιαφορεί» είναι ορθή και ταιριάζει σε μια ανθρωπιστική ελληνική παιδαγωγική παράδοση.
Το υπουργείο θα μπορούσε να διαθέσει εκπαιδευτικούς να βοηθήσουν τους υστερούντες στα μαθήματα ή αυτούς που απουσιάζουν και έχουν προβλήματα κατανόησης. Ο θεσμός της πρόσθετης διδακτικής θα πρέπει να αναπτυχθεί περισσότερο και οι εκπαιδευτικοί που ασχολούνται με αυτή να απασχολούνται σε κάθε ξεχωριστό σχολείο και να καλύπτουν τις βασικές ειδικότητες.
Σήμερα οι απορρίψεις μαθητών έχουν προσλάβει στην Α’ Λυκείου διαφορετικό περιεχόμενο. Συμβάλλουν έτσι ώστε να «ξεκαθαρίζεται» το Γενικό Λύκειο από μαθητές που δεν μπορούν να ακολουθήσουν το πρόγραμμα αυτού του σχολείου και να οδηγούνται στα ΕΠΑΛ, τα οποία κατά περίεργο τρόπο θεωρούνται πιο εύκολα.
Έχουμε τη γνώμη πως οι προαγωγικές εξετάσεις της Α’ Λυκείου δεν θα πρέπει να αποβαίνουν σε «κατατακτήριες» ενός άλλου ιδρύματος, των ΕΠΑΛ, και οι απορρίψεις μαθητών δεν μπορούν να αποτελούν το μέσο ή το όργανο για μια εκπαιδευτική πολιτική. Πρέπει πολλά να αλλάξουν και στην τεχνική εκπαίδευση.
Όμως στο Γυμνάσιο οι απορρίψεις μαθητών μας φαίνονται τελείως αδικαιολόγητες οι οποίες οδηγούν σε τραγικά συνήθως αποτελέσματα και συμβάλλουν στη δημιουργία βίαιης συμπεριφοράς. Για το λόγο αυτό θεωρούμε πως αυτό το μέτρο αξιολόγησης στο Γυμνάσιο τουλάχιστον θα πρέπει να καταργηθεί.
Ο Δρ. Μιχαήλ Πάτσης είναι εκπαιδευτικός