Οδός Πολυδούρη με την Ιωάννα Παππά

 

Το νήμα της ζωής της κόπηκε βίαια και νωρίς κι εκείνη έφυγε σαν διάττοντας αστέρας για τον κόσμο των αθανάτων. Κι, όμως, αυτός ο βραχύς βίος, ο γεμάτος πάθη και ξεχειλίζον ταλέντο, την εκτόξευσε απευθείας στη σφαίρα του λογοτεχνικού μύθου. Ο λόγος, φυσικά, για τη Μαρία Πολυδούρη που η ποιητική της διαδρομή έμελλε να ταυτιστεί απόλυτα με την πολυτάραχη ζωή της, τον μοιραίο έρωτά της για τον Κώστα Καρυωτάκη και το σκοτεινό φλερτ της με τον επικείμενο θάνατο.

Σε ηλικία 28 ετών πεθαίνει από φυματίωση και αφήνει πίσω της δύο συλλογές, τις «Τρίλλιες που Σβήνουν» (1928) και την «Ηχώ στο Χάος» (1929), αλλά και πολλά ανέκδοτα ποιήματα. Αφήνει, λοιπόν, πίσω της αυτή τη μικρή σχετικά πνευματική παρακαταθήκη, αλλά κι ένα «βιογραφικό» που μπορεί να αποτελέσει ανεξάντλητη έμπνευση για όσους ασχοληθούν με το «μύθο Πολυδούρη». Νέα, όμορφη, αυθεντική, μυστηριώδης, στα άκρα, καταραμένη… Μια persona που μπορεί επάξια να σταθεί σε ρόλο πρωταγωνιστικό στη λογοτεχνία, στον κινηματογράφο, στο θέατρο, χωρίς να προστεθεί καθόλου αλατοπίπερο στα πραγματικά γεγονότα. Άλλωστε, το ίδιο το σενάριο της ζωής της έχει απ’ όλα: Τον λυσσαλέο έρωτα, τη σπαταλημένη νεότητα, την πρόωρα χαμένη ομορφιά, την ποιητική φλέβα, τη ζωηρή ενατένιση της ζωής από τη θέση μιας γυναίκας που παλεύει για τη χειραφέτηση του φύλου της…

Η Ρούλα Γεωργακοπούλου βυθίζεται, λοιπόν, στη σαγήνη της Πολυδούρη και γράφει την Οδό Πολυδούρη, ένα θεατρικό μονόλογο, που σε καμία περίπτωση δεν φιλοδοξεί να γίνει η επί σκηνής βιογραφία της σημαντικής αυτής ποιήτριας. Και αυτό είναι το θετικό. Μια και πρόκειται για ένα θεατρικό έργο με έντονη ποιητικότητα, υπαινικτικότητα και σκηνική δράση με έναν μόνο… δράστη. Η ηρωίδα παλεύει κατάματα με τα φαντάσματά της και συνομιλεί με το κοινό της -υπαρκτό ή φανταστικό- σε όλη τη διάρκεια του έργου. Πρόκειται για έναν ανοιχτό διάλογο με τους υπαρξιακούς φόβους και τους ανθρώπους που σφράγισαν την Πολυδούρη, την περίοδο πριν από το μεγάλο της ζωής φινάλε, όταν διαγνώστηκε με φυματίωση και νοσηλεύτηκε σε αθηναϊκή κλινική.

Σαν λαβωμένη γάτα η ηρωίδα περιφέρεται στους χώρους του νοσοκομείου, σταχυολογώντας σημαντικά και ασήμαντα ψήγματα από τη ζωή της, που περιγράφουν με ξεφτισμένα χρώματα το πολύβουο πέρασμά της από τον μάταιο τούτο κόσμο. Και λέω ξεφτισμένα γιατί δεν γίνεται καμία προσπάθεια για πιστή και λεπτομερή καταγραφή των γεγονότων. Η έννοια της ποίησης σε λόγο και εικόνα κατακλύζουν την παράσταση. Εδώ, όμως, εντοπίζεται και η… άκανθος. Σε πολλά σημεία του έργου, αναπόφευκτα, χάνεσαι. Το στήσιμο της πλοκής (και ας πρόκειται για μονόλογο η πλοκή είναι αναπόσπαστο κομμάτι ενός θεατρικού έργου) είναι λίγο…. ασταθές. Εάν, δηλαδή, δεν είσαι φανατικά… Πολυδουρικός, ώστε να γνωρίζεις τα γεγονότα της ζωής της, δεν μπορείς να παρακολουθήσεις άνετα το έργο. Η συντροφιά μου συχνά-πυκνά με ρωτούσε «τι εννοεί εδώ;». Και ειλικρινά υπήρχαν σημεία που και για μένα, αν και κάπως είχα προετοιμαστεί επί του θέματος, τα έβρισκα ολίγον τι δυσνόητα. Στο όνομα, λοιπόν, της…. ποιητικής αδείας η έννοια της καθαρότητας, όσον αφορά την πλοκή, ήρθε σε δεύτερη μοίρα.

Τα της παράστασης

Οι όποιες ενστάσεις, βέβαια, σβήνουν χάριν της ερμηνείας. Της συγκινητικής ερμηνείας της Ιωάννας Παππά που αφήνει στην άκρη τα όποια κενά ή παραλείψεις του έργου. Μιας ερμηνεύτριας που έχει ξεκλειδώσει, με ωριμότητα και σπουδή, τις δυσκολίες του ρόλου της και που δεν επαφίεται στην ευκολία του ταλέντου της. Πάνω στη σκηνή βγήκε ο μόχθος, η ένταση και η αγωνία του ερμηνευτή που παλεύει και ο ίδιος με τον εαυτό του ανά πάσα στιγμή για να αποδώσει την απόγνωση και το σπάραγμα του ρόλου του.

Η σκηνοθεσία, επίσης, του Θοδωρή Γκόνη με σύμμαχο τους εξαιρετικούς φωτισμούς του Τάσου Παλαιορούτα ήταν ιδιαίτερα ατμοσφαιρική, ρίχνοντας, εκτός από το ερμηνευτικό κομμάτι, το βάρος και στην ποίηση της εικόνας.

Η μουσική του Αλέξανδρου Γκόνη, ένιωσα στιγμές πως κάλυπτε κάπως φλύαρα το όλον, ενώ τα σκηνικά-κοστούμια της Ελένης Στρούλια ήταν αναπόδραστα δεμένα με τη ροή του έργου. Δεν ξέρω αν το «κοστούμι» με τις χαρακτηριστικές πράσινες φόρμες νοσοκομείου μιας χρήσης που με μια κολλητική ταινία μεταμορφώθηκαν σε αέρινη κάπα πάνω στην πλάτη της τροφίμου Πολυδούρη ήταν ιδέα της σκηνογράφου ή κάποιου άλλου, πάντως ήταν από τις πιο ποιητικές στιγμές της παράστασης – αν μάλιστα γνώριζες πως η Μαρία Πολυδούρη σπούδασε και ραπτική στο Παρίσι…

 

Το tip του θεατή:

Εάν είστε βαθιά…. Πολυδουρική/ος θα το λατρέψετε. Αρκεί να σπεύσετε μέχρι την 1η Ιουνίου στο Θέατρο Βασιλάκου.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!