του Γιώργου Λιερού*
Με την παγκοσμιοποίηση οι πόλεις έχουν αποκτήσει μια καινούργια βαρύτητα, τόσο ως πεδία οργάνωσης της παραγωγής και της κατανάλωσης, όσο και ως βαθμίδες της κρατικής πολιτειακής εξουσίας. Φαίνεται ότι σήμερα οι πόλεις αναλαμβάνουν τις λειτουργίες που στη βιομηχανική κοινωνία είχε από τη μια το εργοστάσιο (όσον αφορά τον τρόπο παραγωγής) και από την άλλη το έθνος-κράτος (όσον αφορά στην αναπαραγωγή και τη συγκρότηση της κρατικής εξουσίας). Στις μέρες μας, στις σύγχρονες πόλεις ενοποιείται η παραγωγή με την αναπαραγωγή, μια ενοποίηση που αποτελεί ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά της λεγόμενης «μεταβιομηχανικής κοινωνίας». Ο Δ. Κωτσάκης γράφει: «Η πόλη και όχι το εργοστάσιο είναι ο τόπος ανάπτυξης και ανατροπής του νέου τρόπου της καπιταλιστικής παραγωγής… Η πόλη και όχι το εθνικό κράτος είναι ο τόπος ανάπτυξης και ανατροπής του νέου τρόπου της κρατικής εξουσίας».
Σήμερα, ζούμε πράγματι μια νέα «χανσεατική» φάση της παγκόσμιας οικονομίας, όπως είχε ισχυριστεί πριν από δύο δεκαετίες ο Ricardo Petrella, ο οποίος μίλησε για μια καινούριγα παγκόσμια τάξη που δεν βασίζεται πλέον στους ανταγωνισμούς των εθνικών κρατών αλλά σε ένα αρχιπέλαγος πλούσιων μεγαλουπόλεων (πόλεων-περιφερειών) μέσα στον ωκεανό μιας όλο και φτωχότερης ανθρωπότητας; Μια παγκόσμια τάξη που ανακαλεί την εικόνα της ομοσπονδίας των γερμανικών εμπορικών πόλεων του Μεσαίωνα, της χανσεατικής ομοσπονδίας;
Στην πραγματικότητα, το όλο πολιτικό και κοινωνικό σύστημα το οποίο αρθρώνεται στη βάση της παγκόσμιας αγοράς αποτελείται από έθνη-κράτη, μέγα-έθνη, περιφερειακές ολοκληρώσεις και διεθνείς οργανισμούς, ενώ διαπερνιέται εγκάρσια από διεθνικά δίκτυα πόλεων ή περιφερειών. Πόλεις ή περιφέρειες από διαφορετικά κράτη επικοινωνούν απευθείας μεταξύ τους και, διά της μεσολάβησης πολυεθνικών ή υπερεθνικών επιχειρήσεων, σχηματίζουν δίκτυα τα οποία αποκτούν όλο και πιο βαρύνοντα ρόλο στην οικονομία, την πολιτισμική δημιουργία και γενικότερα στη συγκρότηση του σημερινού παγκόσμιου τρόπου επικοινωνίας, δηλαδή της παγκοσμιοποίησης. Το έθνος-κράτος είναι πάντα εδώ αλλά αποδυναμώνεται διαρκώς και προς τα πάνω (προς το υπερεθνικό επίπεδο) και προς τα κάτω (προς το υποεθνικό επίπεδο). Μόνο μια δεκάδα μέγα-έθνη αποτελούν ακόμα πραγματικές πολιτικές κοινότητες, μπορούν δηλαδή να αποφασίζουν ελεύθερα για το φίλο και τον εχθρό. Παρακάμπτοντας του θεσμούς του έθνους-κράτους, το υπερεθνικό και το υποεθνικό επίπεδο συναντιούνται στη συνεργασία των πολυεθνικών επιχειρήσεων με τους πολιτικούς θεσμούς των μεγαλουπόλεων διά της οποίας συγκροτούνται υπερεθνικά ή παγκόσμια δίκτυα που παίζουν έναν ουσιαστικό πολιτικό ρόλο.
Μόνο που τα γιγαντιαία αστικά συγκροτήματα, των οποίων η δύναμη αυξάνεται υπέρμετρα κατά την εποχή της παγκοσμιοποίησης, δεν είναι ούτε οι πόλεις της ακμής του αστικού πολιτισμού ούτε οι μεταγενέστερες μητροπόλεις, αλλά οι μεγαπόλεις οι οποίες αποτελούν την ακύρωση του κάθε δικαιώματος στην πόλη, το θάνατο της αστικής ζωής και μαζί την πιο πλήρη περίληψη της παγκοσμιοποίησης.
Η μεγαπόλη σχηματίζεται μέσα από την παράθεση πολλών «πόλεων» που συνυπάρχουν η μία δίπλα στην άλλη. Το γιγαντιαίο οικιστικό σύνολο που προκύπτει αποτελεί μια ιεραρχημένη σειρά «πόλεων», η κάθε μία από τις οποίες περισσότερο επικοινωνεί οριζόντια με τα ομόλογά της αλλά μακρινά οικιστικά κέντρα τη πλανήτη -η Εκάλη με τη Νέα Υόρκη και το Λονδίνο, τα Πατήσια με το Λάγκος, η Νέα Ιωνία με το Gujrat του Πακιστάν- παρά με τις ανώτερες ή κατώτερές της βαθμίδες που μπορεί να βρίσκονται δίπλα στο φυσικό χώρο.
Η μεγαπόλη γεννιέται με τον κατατεμαχισμό της πόλης σε ζώνες. Η άλλη πλευρά αυτού του κατατεμαχισμού είναι ο κατατεμαχισμός σε ζώνες του εθνικού χώρου, οι πολλές παράλληλες κοινωνίες μέσα στην κοινωνία, το τέλος του ενωμένου πολιτικά λαού της εποχής του φορντιστικού παραδείγματος και του κράτους πρόνοιας. Στη μία άκρη του φάσματος βρίσκονται οι ιδιωτικές περιφραγμένες πόλεις, τα ακριβά εμπορικά κέντρα κ.ά. Στην άλλη άκρη οι ζώνες ανομίας, τα γκέτο που έχουν παραδοθεί στις συμμορίες και το οργανωμένο έγκλημα, ενώ οι ενδιάμεσες ζώνες είναι πολλές. Η μεγαπόλη αποτυπώνει στο χώρο την ιεραρχία των διαφορετικών επιπέδων της παγκόσμιας αγοράς. Η ιεραρχία της είναι ιεραρχία τάξεων και κοινωνικών στρωμάτων και επίσης ιεραρχία εθνοτήτων. Σήμερα, η παλιά αντίθεση ιμπεριαλισμός/αποικιοκρατούμενοι λαοί εκδηλώνεται πρώτα από όλα μέσα στην ίδια τη μεγαπόλη. Οι αποικίες και οι αποικιοκρατούμενοι δεν βρίσκονται πια στις μακρινές ηπείρους αλλά μέσα στις ίδιες της μητροπόλεις της παγκοσμιοποίσης και οι φραγμοί ανάμεσα στις μεγαπόλεις μπορεί να είναι το ίδιο αποφασιστικοί με εκείνους των συνόρων.
Με την «κατάτμηση σε ζώνες» χάνεται το κατεξοχήν χαρακτηριστικό της ζωής στην πόλη, η πύκνωση των συναντήσεων και ανταλλαγών και δεν μπορεί πια να γίνει λόγος τη δημόσια ζωή, τουλάχιστον όπως την ξέραμε μέχρι πριν λίγες δεκαετίες. Και καθώς η δημόσια ζωή βουλιάζει μέσα στην ιδιωτικότητα σήμερα, τόσο στις ιδιωτικές περιφραγμένες πόλεις των προνομιούχων, όσο και στις ζώνες ανομίας ή τα γκέτο, η ζωή των ιδιωτών ξαναγίνεται όπως πριν τη νεωτερικότητα, άμεσα πολιτική. Στα δύο άκρα του φάσματος έχουμε από τη μία τον κοσμοπολιτισμό των αποπάνω, από την άλλη τη «στενή εθνικότητα» του γκέτο στην οποία εγκλωβίζονται εξαθλιωμένοι ντόπιοι, νομάδες προλετάριοι, λογιών-λογιών αποκλεισμένοι, τα κομμάτια ενός κόσμου που αναδύεται μέσα από τα κύματα των προσφύγων και των ξεριζωμένων. Οι κυρίαρχοι από τις ιδιωτικές περιφραγμένες πόλεις τους με τη βοήθεια της πιο υψηλής τεχνολογίας, «πραγματικά υβρίδια ανθρώπου-μηχανής», απλώνουν τις δραστηριότητές τους σε κάθε γωνιά του πλανήτη προσπαθώντας να επιβάλουν παντού την εξουσία τους. Στην περίπτωσή τους οι ίδιες οι αγοραίες οικονομικές σχέσεις αποκτούν άμεσα πολιτικό χαρακτήρα και τείνουν -εν μέρει- να υποκαταστήσουν την πολιτική. Αντίθετα, στα υπόγεια της μεγαπόλης μαίνεται ένας πραγματικός εμφύλιος μεταξύ των αποκάτω. Άμεσα πολιτικές εδώ γίνονται οι εθνοτικές διαφορές και χρησιμοποιούνται ως μέσο προάσπισης ή βελτίωσης της θέσης στην κοινωνική ιεραρχία.
Στις «υποβαθμισμένες περιοχές» τα λαϊκά στρώματα δεν μπορούν να ενωθούν -και πολύ περισσότερο δεν μπορεί να σχηματιστεί μια ευρεία λαϊκή πλειοψηφία στην κοινωνία- παρά μόνο με την υπέρβαση της μερικότητας του καθένα μέσα από την πολιτική δράση, με την άρνηση της ιδιωτικότητάς του και την ύψωσή του στο επίπεδο της δημόσιας ζωής, με την ανάδειξη χώρων σύμπραξης και συνομιλίας, οι οποίοι, αν και μπορεί να ξεκινάνε από λιγότερο ή περισσότερο υποβαθμισμένες περιοχές, τείνουν να αγκαλιάσουν ολόκληρη των κοινωνία. Όμως, ένα τέτοιο εγχείρημα είναι προπάντων ένα εγχείρημα επανίδρυσης της πόλης ως τόπου της δημόσιας ζωής, τόπου πύκνωσης των συναντήσεων και των ανταλλαγών, καθώς και πεδίου σύνθεσης των διαφορών.
* Ο Γιώργος Λιερός είναι συγγραφέας