Ανθολόγος: Λουκάς Αξελός
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ (1911-1996)
Το Άξιον Εστί
ΣΤ΄
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ των νεφών και των κυμάτων κοιμάται μέσα μου!
Στη θήλη της θύελλας τα σκοτεινά του χείλη
και η ψυχή του πάντοτε με της θαλάσσης το λάχτισμα
πάνω στα πόδια του όρους!
Ξεριζώνει δρυς και δριμύς κατεβαίνει ο θρηΐκιος.
Μικρά καράβια στου κάβου το γύρισμα
ξάφνου μπατάρουν και χάνονται.
Και πάλι προβαίνουν ψηλά μες στα νέφη
απ’ την άλλη μεριά του βυθού.
Στις άγκυρες έχουν κολλήσει τα φύκια
στα γένια θλιμμένων αγίων.
Ωραίες αχτίδες γύρω στην όψη
την άλω του πόντου δονούν.
Νηστικοί κατά κει τ’ άδεια μάτια γυρίζουν οι γέροντες
Κι οι γυναίκες τη μαύρη σκιά τους επάνω
στον άχραντο ασβέστη φορούν.
Μαζί τους εγώ, το χέρι κινώ
Ποιητής των νεφών και των κυμάτων!
Στο σεμνό τενεκέ με το χρώμα βουτώ
τα πινέλα μαζί τους και βάφω:
Τα καινούρια σκαριά
τα χρυσά και τα μαύρα εικονίσματα!
Βοηθός και σκέπη μας Άη Κανάρη!
Βοηθός και σκέπη μας Άη Μιαούλη!
Βοηθός και σκέπη μας Αγιά Μαντώ!
Ζ΄
ΗΡΘΑΝ
ντυμένοι «φίλοι»
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
το παμπάλαιο χώμα πατώντας.
Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους.
Έφεραν
το Σοφό, τον Οικιστή και το Γεωμέτρη,
Βίβλους γραμμάτων και αριθμών,
την πάσα Υποταγή και Δύναμη,
το παμπάλαιο φως εξουσιάζοντας.
Και το φως δεν έδεσε ποτέ με τη σκέπη τους.
Ούτε μέλισσα καν δε γελάστηκε το χρυσό ν’αρχινίσει παιχνίδι.
ούτε ζέφυρος καν, τις λευκές να φουσκώσει ποδιές.
Έστησαν και θεμέλιωσαν
στις κορφές, στις κοιλάδες, στα πόρτα
πύργους κραταιούς κι επαύλεις
ξύλα και άλλα πλεούμενα,
τους Νόμους, τους θεσπίζοντας τα καλά και συμφέροντα,
στο παμπάλαιο μέτρο εφαρμόζοντας.
Και το μέτρο δεν έδεσε ποτέ με τη σκέψη τους.
Ούτε καν ένα χνάρι θεού στην ψυχή τους σημάδι δεν άφησε
ούτε καν ένα βλέμμα ξωθιάς τη μιλιά τους δεν είπε να πάρει.
Έφτασαν
ντυμένοι «φίλοι»
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου,
τα παμπάλαια δώρα προσφέροντας.
Και τα δώρα τους άλλα δεν ήτανε
παρά μόνο σίδερο και φωτιά.
Στ’ ανοιχτά που καρτέραγαν δάχτυλα
μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά.
Μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά.