Συνέντευξη στον Άγγελο Καλογερόπουλο
Η συζήτηση για τη μουσική και την ποίηση γίνεται περισσότερο ενδιαφέρουσα όταν απευθύνεσαι σε ανθρώπους οι οποίοι, χωρίς να επιδιώκουν το θόρυβο, υπηρετούν με συνέπεια την τέχνη τους, χωρίς να καθηλώνονται στην… πεπατημένη της ευκολίας.
Ο Κώστας Μπραβάκης είναι συνθέτης αλλά και εκτελεστής κλασικών και παραδοσιακών νυκτών μουσικών οργάνων. Ζει στη Θεσσαλονίκη και διδάσκει μουσική, ενώ έχει γράψει έργα οργανικής και φωνητικής μουσικής, αρκετά εκ των οποίων έχουν εκδοθεί σε δίσκους και βιβλία. Σύνθεση σπούδασε με τον συνθέτη και μαέστρο Θόδωρο Αντωνίου. Το ενδιαφέρον με τον Κώστα Μπραβάκη είναι ότι εκτός από τη μουσική διαγράφει την προσωπική του πορεία και στο χώρο της λογοτεχνίας. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 2006 με το μυθιστόρημα Pianissimo (Eκδ. Μπαρμπουνάκη). Ακολούθησαν οι ποιητικές συλλογές: Εικοσιτέσσερα πρελούδια, δώδεκα σπουδές κι εφτά πικρά τραγούδια (2009) και Εναέριες ρίζες (2010, Eκδ. Πανοπτικόν) και η συλλογή διηγημάτων με τίτλο: Η σωστή γωνία (Eκδ. Ars Poetica, 2014).
Πώς προσδιορίζετε τη σχέση ποίησης και μουσικής;
Η σχέση ποίησης και μουσικής δεν περιορίζεται μόνο στην επένδυση των στίχων με μουσικούς φθόγγους, υπάρχουν κι άλλες εκδοχές, όπως η μουσική ανάγνωση ενός ποιήματος, στη συνάντηση του ποιητή Μαλλαρμέ με τον συνθέτη Ντεμπισί για παράδειγμα ή η απλή ανάγνωσή του συνοδεία μουσικής. Η ποίηση έχει ένα σημαντικό μειονέκτημα έναντι της μουσικής: Για να φτάσει ο αναγνώστης στην ουσία του ποιήματος, διατρέχει μια διαδρομή εν μέσω συμβόλων, εικόνων και λέξεων, ώστε να αποκομίσει το ιδιαίτερο εκείνο συναίσθημα που ο ποιητής επιχειρεί να υποβάλει. Στη μουσική, η υποβολή είναι άμεση. Αρκούν μερικά μέτρα μουσικής σε μία κινηματογραφική σκηνή π.χ., για να διαμορφώσουν και να ενισχύσουν το συναισθηματικό περιβάλλον που επιθυμεί ο σκηνοθέτης. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και στην ανάγνωση στίχων μετά μουσικής. Η μουσική υφαρπάζει τα ηνία από τον λόγο, με κίνδυνο να κατευθύνει τον ακροατή σε άλλους ορίζοντες από εκείνους που θα επιθυμούσε ο ποιητής, εκτός αν οι δύο τέχνες κατορθώσουν να κινηθούν παράλληλα, να συμπορευτούν στην ανανέωση της μουσικής ποιητικής γλώσσας όπως στην περίπτωση των Ντεμπισί-Μαλλαρμέ, στο Απομεσήμερο ενός Φαύνου. Και οι δύο, ο καθένας ξεκινώντας από διαφορετική αφετηρία και πιθανόν με διαφορετικές προθέσεις, ήταν από τους πρώτους που άνοιξαν το δρόμο για τις νέες εξελίξεις, τόσο στη μουσική, όσο και στην ποίηση.
Τι σημαίνει για σας μελοποιημένη ποίηση;
Άλλη μια δύσκολη ερώτηση. Ας μου επιτραπεί να απαντήσω σε προσωπικό επίπεδο. Ως συνθέτης βρέθηκα, με τη σειρά μου, μπροστά σε ένα ποίημα, ελευθερόστιχο, διευκρινίζω, αντιμέτωπος με ακατανίκητες δυσκολίες, όπως οι παρατονισμοί, μελωδικοί και ρυθμικοί πλεονασμοί κ.λπ.
Είχα την αίσθηση ότι είχα λύσει τα βασικά προβλήματα, μέχρι τη ζωντανή εκτέλεση, τότε που αντιλήφθηκα ότι τα είχα κάνει θάλασσα. Στην πραγματικότητα, είχα γράψει ένα έργο για πιάνο, με τη φωνή της σοπράνο να αιωρείται μαζί με το ποίημα, σαν ένα φύλλο δέντρου που, ό,τι κι αν κάνει, δεν μπορεί να αποφύγει την πτώση στο έδαφος.
Δεν ήταν τίποτα άλλο από μια απόπειρα ενός συνθέτη, με την εγωιστική διάθεση να παραβιάσει το καλώς ασφαλισμένο περιβάλλον του ποιήματος. Σε μια άλλη ευκαιρία που μου δόθηκε, μια καντάτα, αποφάσισα να αφοσιωθώ αποκλειστικά σε ό,τι το κείμενο υπαγορεύει, με τη μουσική να συνοδεύει και ορισμένες φορές να υπογραμμίζει κάποια σημεία του κειμένου. Αλλά και πάλι, επιμένω, ότι η μελοποίηση είναι μια δύσκολη υπόθεση, εκτός κι αν πρόκειται για έμμετρο ποίημα, οπότε τα προβλήματα είναι λιγότερα.
Γιατί ο στίχος του τραγουδιού δεν είναι ποίηση; Ή είναι;
Θερμά υποστηρίζω ότι ένας καλός στιχουργός, είναι ταυτόχρονα ποιητής και τραγουδοποιός, έστω κι αν δεν γνωρίζει μουσική. Έχει το χάρισμα να παραδίδει ένα έτοιμο τραγούδι, με δομημένη φόρμα, τέτοια, που σχεδόν καθοδηγεί τον μουσικό στην ολοκλήρωσή του. Η ευθύνη του μουσικού έγκειται στο να αφουγκραστεί τις προθέσεις του ποιητή, ώστε να τις αποδώσει με τον πιο επιτυχημένο τρόπο. Ο μουσικός, ωστόσο, που είναι ταυτόχρονα και στιχουργός-ποιητής, έχει την ελευθερία αλλά και την κατάρα της καθολικής ευθύνης.
Πιστεύετε ότι έχει αξιοποιηθεί ικανοποιητικά η ποιητική και μουσική μας παράδοση;
Έχω την τύχη να γνωρίζω ότι, σε μερικά ακριτικά χωριά, εκείνα που τα καλύπτει η πινέζα στο χάρτη, γράφονται τραγούδια με τον τρόπο που γράφονταν πριν από εκατό χρόνια. Διαδίδονται, ακόμα, από στόμα σε στόμα και παρουσιάζονται σε γάμους και σε πανηγύρια. Η Ελλάδα, τηρουμένων των πληθυσμιακών αναλογιών, είναι στην κορυφή της πλουτοπαραγωγικής τραγουδοποιίας. Σε κάθε γωνιά της θα βρει κανείς ένθερμους δημιουργούς και τοποτηρητές της μουσικής μας παράδοσης. Στην έντεχνη μουσική, η ποίηση γνώρισε ένδοξες στιγμές στο πεντάγραμμο μεγάλων Ελλήνων συνθετών, με τραγούδια που πέρασαν από τα χείλη όλων μας και, βγαίνοντας από τα σύνορα, απόχτησαν διαστάσεις παγκοσμιότητας.
Έχετε κάποιο όραμα για το μέλλον της σχέσης ποίησης και μουσικής;
Αισθάνομαι ότι όλα έχουν ειπωθεί, έχουν γραφτεί και ότι ελάχιστα πράγματα περιμένουν να ανακαλυφθούν. Η ροή της Ιστορίας έχει σχεδόν ακινητοποιηθεί, μια γούρνα, ένα τέλμα που μαζεύει τα κατάλοιπα του παρελθόντος, ώσπου να φουσκώσει, να εκραγεί, κι ένας νέος Θερβάντες να φωτίσει το καινούργιο παρελθόν του μέλλοντός μας.
Μελοποιήσεις…
Αναρωτιέται κανείς αν η τάση των συνθετών μας -στις πρόσφατες παρελθούσες δεκαετίες- να μελοποιούν ποιητές με τρόπο τέτοιο ώστε να προσεγγίζουν το ευρύ κοινό, έφερε τελικά κάποια θετικά αποτελέσματα τόσο στη μουσική παραγωγή της χώρας μας όσο και στην εξοικείωση του κοινού με την ποίηση. Τα παιδιά στο σχολείο μαθαίνουν το Ένα το χελιδόνι και το Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ -τραγούδια που τα σιγομουρμούριζαν οι πατεράδες τους κάτω από τα μεγάφωνα των διαδηλώσεων της Μεταπολίτευσης- χωρίς να είναι καθόλου βέβαιο ότι έμαθαν κάτι περισσότερο για τον Ελύτη (ή, σε άλλη περίπτωση, για τον Ρίτσο ή τον Σεφέρη).
Μάλιστα, θα μπορούσε κανείς να πει ότι πολύ συχνά η γνώση του κοινού για την ποίηση των ποιητών που είχαν το προνόμιο της μελοποίησης περιορίστηκε στους λίγους στίχους που έγιναν γνωστοί από τη μελοποίηση. Βέβαια, άλλους τους αγνοεί το κοινό παντελώς, οπότε κι αυτή η μικρή και αποσπασματική επαφή και πάλι κέρδος είναι.
Ωστόσο, είναι γεγονός ότι η προσέγγιση της ποίησης έγινε σχεδόν αποκλειστικά μέσα από τη μορφή του τραγουδιού -και κυρίως του λαϊκόμορφου- με αποτέλεσμα η μουσική δημιουργία να υποστεί μια καθίζηση αφού επικράτησε η ευκολία μιας μανιέρας με, συνήθως, βαρετά αποτελέσματα. Και φυσικά, να επιβληθεί η μορφή του τραγουδιού ως η σχεδόν αποκλειστική φόρμα που μπορεί να έχει ενδιαφέρον.
Και στην περίπτωση της «συνομιλίας» ποίησης και μουσικής, επικράτησε στη χώρα μας ο κλειστός ορίζοντας που αδιαφορεί για το τι συνέβη ή συμβαίνει στη διεθνή μουσική σκηνή, αλλά και παραμελήθηκε η εις βάθος γνώση της γηγενούς παράδοσης που θα μπορούσε να εμπνεύσει νέους μουσικούς δρόμους. Για παράδειγμα, η επίδραση της εκκλησιαστικής μουσικής παράδοσης -όπου επιβιώνει η ταύτιση λόγου και μέλους- περιορίστηκε σε μερικούς γνωστούς ύμνους ενώ αγνοήθηκε ο πλούτος των υμνογραφημάτων που αποτελούν υπόδειγμα «μελοποίησης» ποιημάτων που δεν διακρίνονται για την ισοσυλλαβία των στίχων και που μοιάζουν περισσότερο με τα ελευθερόστιχα ποιήματα της νεωτερικής ποίησης, ενώ πολλές φορές γίνονται «εμμελή ποιήματα» ακόμα και αποσπάσματα πεζών πατερικών κειμένων.
Ο Λυκούργος Αγγελόπουλος, που πριν από λίγες μέρες έφυγε από κοντά μας, έχει αφήσει ένα σημαντικό έργο εκτελέσεων αυτής της μουσικής. Τον καλούσαν συχνά σε διεθνή φεστιβάλ – εδώ λίγοι ήξεραν πού θα μπορούσαν να απολαύσουν τη χορωδία του…
Το ζήτημα, επομένως, δεν είναι αν θα πρέπει να μελοποιούνται ή όχι τα ποιήματα. Το ζήτημα είναι αν, επιτέλους, η όποια δημιουργική μας προσπάθεια θα προχωρήσει βαθύτερα από την επιφάνεια και μακρύτερα από τη «λογική» της ευκολία, αναζητώντας χωρίς προκαταλήψεις τις πηγές που μπορούν να ανανεώσουν τα στάσιμα νερά του σημερινού πολιτισμού μας.
Α.Κ.
Γιώργος Σεφέρης
Ανάμεσα στα κόκαλα εδώ
Ανάμεσα στα κόκαλα
μια μουσική:
περνάει την άμμο,
περνάει τη θάλασσα.
Ανάμεσα στα κόκαλα
ήχος φλογέρας
ήχος τυμπάνου απόμακρος
κι ένα ψιλό κουδούνισμα,
περνάει τους κάμπους τους στεγνούς
περνάει τη θάλασσα με τα δελφίνια.
Ψηλά βουνά δεν μας ακούτε!
Βοήθεια! Βοήθεια!
Ψηλά βουνά θα λιώσουμε, νεκροί με
τους νεκρούς!