Στον δίσκο του Νίκου Ξυδάκη Κάιρο-Ναύπλιο-Χαρτούμ άκουσα για πρώτη φορά τραγούδια σε στίχους του Θοδωρή Γκόνη. Το ελληνικό τραγούδι είχε φορτωθεί με «μηνύματα» και λεκτικές ακροβασίες που επεδίωκαν να εντυπωσιάσουν τον ακροατή και η απλότητα, η λιτότητα και η ποιητική ευθυβολία των στίχων του Θ. Γκόνη έφερναν έναν καινούργιο άνεμο. Κι, ωστόσο, πατούσαν στέρεα πάνω στη γη της προσωπικής του πατρίδας, φωτίζοντας με ένα νέο φως την Άννα Καρένινα και το Ναύπλιο, τον «Μπακάκο» και τον «Τσαντίλη», την Ύβλα και τον Υμηττό. Ο Θοδωρής Γκόνης που δεν γράφει μόνο λόγια για τραγούδια, αλλά είναι σκηνοθέτης, ηθοποιός και συγγραφέας, δεν αρκέστηκε μόνο να απαντήσει στις ερωτήσεις μας. Συμπλήρωσε το λόγο του μ’ ένα όμορφο κείμενο που ευγενικά μας παραχώρησε και φιλοξενούμε σε διπλανή στήλη.

 

Ασχολείστε με τη γραφή αλλά και με το θέατρο, δηλαδή δεν περιορίζεστε σε μια συγκεκριμένη τέχνη. Να θεωρήσουμε δεδομένο ότι σας ενδιαφέρει η μίξη των τεχνών; Και μάλιστα καθώς έχετε μια δόκιμη παρουσία στο τραγούδι, πώς βλέπετε τη σχέση ποίησης και μουσικής, λόγου και μέλους;

Είναι σημαντικό όταν συνομιλούν οι τέχνες. Η συνάντηση πάντα έχει ενδιαφέρον. Έτσι κι αλλιώς η ποίηση ήταν ανέκαθεν η επίσημη αγαπημένη του θεάτρου. Απ’ αυτήν ξεκίνησε και σ’ αυτήν πάντοτε γυρνά. Το θέατρο είναι όλα αυτά, λόγος, μουσική, χρώματα, θαύματα, του Θεού τα πράγματα.

 

Έχει απασχολήσει πολλούς στο παρελθόν η συζήτηση για τη μελοποιημένη ποίηση. Ποια είναι η δική σας γνώμη;

Είναι σπουδαίο αυτό που έχει συμβεί και ειδικά στην πατρίδα μας. Πολλοί μεγάλοι ποιητές να μελοποιηθούν από σημαντικούς συνθέτες. Βεβαίως, έχουν συμβεί και αρκετά ατυχήματα, δεν πειράζει όμως. Η ζωή είναι δρόμος. Έχει και τις κλειστές στροφές της, τις απότομες.

 

Οι στίχοι των τραγουδιών είναι ποίηση ή όχι; Ως δημιουργός πώς διαφοροποιείστε απέναντι στο «ποίημα» ή τον «στίχο»;

Όχι οπωσδήποτε. Ένας καλός στίχος είναι καταδικασμένος να γίνει ποίημα. Ποίημα του δρόμου. Αυτό είναι το τραγούδι νομίζω.

Είτε είναι τα λόγια του Μάρκου Βαμβακάρη, είτε του Νίκου Γκάτσου. Φυσικά δεν ισχύει το αντίστροφο, ένα καλό ποίημα μπορεί να μη χρειάζεται, να μη θέλει να γίνει τραγούδι. Υπάρχουν ποιήματα που δεν έχουν ανάγκη τη μουσική, τη φέρουν, την κουβαλάνε πάνω τους, μέσα τους. Οπότε, καταλαβαίνετε πως εκεί τα πράγματα δυσκολεύουν. Το ζήτημα είναι πώς θα βρεις τον τρόπο να «ανοίξεις» αυτό το ποίημα.

 

Πιστεύετε ότι έχει αξιοποιηθεί η παράδοσή μας που συνδέει το μέλος και το λόγο (π.χ. δημοτικό τραγούδι, «βυζαντινή» υμνογραφία κ.ά.);

Φυσικά, είναι τόσο σπουδαία και δυνατή η μουσική μας παράδοση. Αιώνες τώρα από ’κει όλοι μας κλέβουμε τροφή.

Έχετε κάποιο όραμα για το μέλλον της σχέσης ποίησης και μουσικής;

Τις φαντάζομαι χέρι-χέρι να περπατούν στους αιώνας των αιώνων, συνεχίζοντας να μας παρηγορούν, να μας εγκαρδιώνουν και να μας δυναμώνουν.

 

Από ένα δανεικό πικάπ…

Από ένα δανεικό πικάπ, μικρό παιδάκι σε μια επαρχιακή πόλη μαζί με την παρέα μου, πρωτοάκουσα κάποιον νέο καλλιτέχνη που έλεγε με τα τραγούδια του παράξενα λόγια. Κι ενώ δεν τα πολυκαταλαβαίναμε, νιώθαμε ότι αυτός ο μυστήριος τραγουδιστής κάτι ωραίο λέει. Τον λέγανε Διονύση Σαββόπουλο.

Μεγαλώνοντας, ακούγαμε στον Μπάλο και στο Βρώμικο Ψωμί την πιο άρτια εκδοχή του ελληνικού ροκ, χωρίς την αφέλεια ή την οργισμένη ταραχή των υπολοίπων. Στην ενηλικίωσή μας βρήκαμε τον ιδανικό μας εκφραστή στη Ρεζέρβα. Οι στίχοι του αποτελούσαν θέσφατα, ενώ οι συνεντεύξεις του είχανε γίνει το προσφιλές μας ανάγνωσμα.

Ο Διονύσης Σαββόπουλος υπήρξε η πιο ιδιαίτερη φυσιογνωμία των τελευταίων δεκαετιών στο χώρο του τραγουδιού. Ο άνθρωπος που ένιωσε το τραγούδι ως την κατ’ εξοχήν ενότητα λόγου και μέλους, ενώ δεν έλειψε ποτέ από τις εμφανίσεις του και το θεατρικό στοιχείο. Είναι ο δημιουργός που ταυτόχρονα γεννάει το στίχο και τη μουσική ώστε να είναι αξεχώριστα. Και παρ’ όλο που κάποιοι υποστηρίζουν ότι οι στίχοι του δεν μπορούν να σταθούν χωρίς τη μουσική, άλλοι τον κατατάσσουν στους σπουδαιότερους ποιητές της γενιάς του. Κι ενώ άλλοι αμφισβητούν τις μουσικές του γνώσεις, αυτός δεν έπαψε ποτέ να αιφνιδιάζει το κοινό και να είναι μονίμως ο εισηγητής των νέων μουσικών ρευμάτων.

Ακολούθησαν τα χρόνια της… προδοσίας και της αμφισβήτησης. Τα Τραπεζάκια έξω τον απογείωσαν στο Ολυμπιακό Στάδιο ενώ το Κούρεμα τον προσγείωσε στην απαξίωση της συντηρητικής του στροφής.

Ο Σαββόπουλος υπήρξε πάντα ένας «πολιτικός» καλλιτέχνης από το Ήλιε, ήλιε αρχηγέ και το Βιετνάμ μέχρι τον Πολιτευτή και τους Εκδρομείς του ’60. Υπήρξε όμως και ο δημιουργός τραγουδιών ενός πρωτοφανέρωτου εσωτερικού βάθους από το Περιβόλι του τρελού μέχρι την Άσπα κι από το Καλοκαίρι μέχρι το Αηδόνι στην κερασιά. Ο Σαββόπουλος είναι ο τελευταίος μεγάλος μιας εξαιρετικά δημιουργικής αλυσίδας στην ελληνική πνευματική ζωή. Και είναι κρίμα που -σαν τον Παπαδιαμάντη και τον Πεντζίκη- κι αυτός δεν μεταφράζεται…

Α.Κ.

 

Το χέρι

Οδηγούσα, το ραδιόφωνο ανοιχτό έπαιζε ένα τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι. Η ψυχή μου πετάρισε, ήταν και τα λόγια του Νίκου Γκάτσου, οπότε καταλαβαίνετε.

Το χέρι μου όμως σηκώθηκε κι έκλεισε το ραδιόφωνο. Δεν συνειδητοποίησα αμέσως τι έγινε. Γιατί το έκανε αυτό το χέρι μου; Τι θέλει να πει, τι θέλει να μου πει.

Σταμάτησα κάπου δεξιά με τα alarm αναμμένα -ήτανε νύχτα- να το σκεφτώ καλύτερα. Τι έγινε;

Κουράστηκε το χέρι μου.

Κουράστηκε να βάζει δάφνες και στεφάνια στα αγάλματα.

Ζητά, διεκδικεί, απαιτεί κάτι καινούριο να περάσει για βέρα στο δάχτυλό του. Θέλει άλλες αγάπες, άλλους γάμους, άλλα παιδιά, πολλά παιδιά, της τσιγγάνας του δρόμου του τραγουδιού. Καλά κάνει. Είμαι υπέρ του.

Υπέρ του είναι τελικά και η ψυχή μου και όλοι αυτοί που κράτησαν χλωρό αυτό το χέρι με τις μουσικές και τα λόγια τους.

Κι αυτοί το θέλουν το αλλιώτικο, την ανάσα τους καινούρια, τον πλούτο. Θέλουν να δουν τους τόκους τους να ανθίζουν αλλού κι αλλιώς. Θέλουν να δουν, να βλέπουν την ανησυχία, το ενδιαφέρον μας, το νεύρο μας, τη διαθεσιμότητά μας. Ασφυκτιούν. Θα τους πεθάνουμε με το λιβάνι και τις δάφνες.

Ας τους πίνουν το αίμα όσοι δεν αγαπούν πραγματικά, όσοι δεν μπορούν να φτιάξουν, όσοι δεν μπορούν να ακούσουν.

Εμείς, ας ακολουθήσουμε το χέρι μας. Είναι της φυλής μας, της μοίρας μας ο τεντωμένος δείχτης. Ο ορίζοντας που δείχνει. Γι’ αυτό τελευταία δεν ακούω ελληνικά τραγούδια. Γιατί δεν με σηκώνουν. Παλιά αρκούσε να βγω στο δρόμο και με περνούσαν απέναντι. Σήκωνα το χέρι και πιανόμουν. Πιανόμουν από τον αέρα τους σα σε σίδερο. Και ανέβαινα. Με ανέβαζαν ψηλά.

Τώρα δεν μπορώ να περπατήσω μαζί τους με ρυθμό. Αισθάνομαι ότι θέλουν ζωντάνεμα, παρέα, ανταλλαγή. Κουράζονται μόνα τους, παλιώνουν. Θέλουνε νερό, θέλουνε τροφή. Θέλουν την παρέα τους. Θέλουν νέο αίμα.

Το ελληνικό τραγούδι, όχι, μ’ αρέσει, το αγαπάω. Μ’ αυτό μεγάλωσα. Μ’ αυτό περπάτησα τους πρώτους μεγάλους δρόμους στην πόλη μου. Μ’ αυτό βρήκα ρυθμό κι αγάπησα την πατούσα μου.

Θέλω ν’ ακούσω καινούργια ελληνικά τραγούδια. Να σηκωθεί το χέρι μου, να συναντήσει ο δείκτης τον αντίχειρα, να στρίψουνε δεξιά το αφτάκι του ραδιοφώνου, να το τραβήξουν κι ας πονέσει λιγουλάκι, δεν πειράζει, σαν το μικρό παιδί θέλει την πίεσή του, το χάδι, το χαστούκι του, γιατί όχι -εμείς δα πώς μεγαλώσαμε- να το γυρίσει το άναρθρο, το άσχετο, το άμουσο, το όχι, την αντίδραση στο πιο όμορφο τραγούδι: το δικό του.

Θέλει τράβηγμα το αφτί μας.

Τι είναι αυτά που το βάζουμε κι ακούει. Τι σκουλαρίκια του κρεμάσαμε, Θεέ μου, το κατατρυπήσαμε, το καταξεσκίσαμε. Φτάνει. Ας κάνουμε ένα διάλειμμα.

Ας ακούσουμε άλλες φωνές, άλλες γλώσσες, ας γεμίσουμε, ας πλημμυρίσουμε με πολλούς τρόπους, πολλούς ανθρώπους, διαφορετικές διαδρομές. Ας μπούμε σε άλλα σπίτια, άλλες αρχιτεκτονικές, άλλα κλίματα, άλλες θερμοκρασίες, άλλα υλικά, άλλες γεύσεις.

Ας σκύψουμε, ας γονατίσουμε σαν τον Ινδιάνο ν’ ακούσουμε από μακριά πώς έρχεται η βροχή, η μουσική, και τότε θ’ ανακαλύψουμε πόσα πολλά δεν είναι καθόλου ξένα. Αντίθετα, είναι πολύ δικά μας.

Θα ήθελα, κλείνοντας αυτό το σημείωμα, να μπορούσα σαν ένας παράφορος dj να σας βάλω ν’ ακούσουμε όλοι μαζί ένα τραγούδι του Nick Cave.

Είναι το Until the end of the world.

Μέχρι το τέλος του κόσμου.

Θα σ’ αγαπάω μέχρι το τέλος του κόσμου.

 

Θοδωρής Γκόνης

 

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!