Από την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) ανακοινώθηκαν τα στατιστικά στοιχεία που αποτυπώνουν την εξέλιξη των δημογραφικών μεγεθών στη Χώρα μας για το 2013. Πηγή των στοιχείων αυτών είναι τα Ληξιαρχεία όλων των Δήμων στα οποία δηλώνονται οι γεννήσεις, οι θάνατοι, οι γάμοι και τα σύμφωνα συμβίωσης που καταγράφονται στην Ελλάδα.
Από την ανάλυση των στοιχείων για τη φυσική μεταβολή του πληθυσμού δηλαδή της μεταβολής που οφείλεται μόνον στη διαφορά γεννήσεων- θανάτων χωρίς συνυπολογισμό της μετανάστευσης, προκύπτουν τα ακόλουθα:
1. Από τον πρώτο χρόνο της κρίσης (2009) οι γεννήσεις μειώνονται σταδιακά, ενώ αυξάνονται οι θάνατοι (με εξαίρεση το έτος 2013). Το 2013 ο αριθμός των γεννήσεων μειώθηκε κατά 19,8% σε σύγκριση με το 2009 και για πρώτη φορά μετά το 1930 ήταν κάτω από 100.000. Αντίστοιχα, ο αριθμός των θανάτων αυξήθηκε κατά 3,2%.
2. Σε σύγκριση με το 2009, καταγράφεται μεγαλύτερη ποσοστιαία μείωση του αριθμού των γεννήσεων από αλλοδαπές μητέρες (-40,8%) σε σύγκριση με τις Ελληνίδες (-15,4%). Η μεγαλύτερη μείωση εξηγείται κυρίως από τη μείωση του αριθμού των μεταναστών (κυρίως αλβανικής εθνικότητας) στη χώρα μας μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης.
3. Την περίοδο 2009-2013, η «μέση ηλικία αντρών κατά τον θάνατο» αυξήθηκε οριακά από 73,84 έτη σε 75,26 έτη και η αντίστοιχη των γυναικών από 79,90 έτη σε 80,85 έτη.
4. Από τα στοιχεία για τη δημογραφική εξέλιξη (ισοζύγιο γεννήσεων-θανάτων) στις γειτονικές και ευρωμεσογειακές χώρες, προκύπτει ότι θετικό ισοζύγιο καταγράφεται σε Τουρκία, Αλβανία, ΠΓΔΜ και Ισπανία (στις οποίες καταγράφονται οι υψηλότεροι δείκτες γεννητικότητας και οι χαμηλότεροι δείκτες θνησιμότητας) και αρνητικό ισοζύγιο σε Ελλάδα, Ιταλία, Βουλγαρία και Πορτογαλία. Από τα παραπάνω στοιχεία προκύπτει το συμπέρασμα ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει μια σημαντική δημογραφική πρόκληση: μείωση της γεννητικότητας και αύξηση της γήρανσης του πληθυσμού. Αυτή η διπλή γήρανση του πληθυσμού, που παρατηρείται στη μεγάλη πλειοψηφία των δυτικών χωρών, επιδεινώνεται λόγω των δυσμενών επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης. Σύμφωνα με εκτεταμένες έρευνες του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), το 1983, 1997, 1999 και 2004, «οι λόγοι της μειωμένης γονιμότητας των γυναικών, πάντα με τη δημογραφική έννοια του όρου, συνοψίζονται στο χαμηλό οικογενειακό εισόδημα και στο ισχνό, ελλειμματικό και πλέον ανύπαρκτο κράτος πρόνοιας»¹.
Στο ίδιο άρθρο αναφέρεται επίσης ότι «οι δείκτες γονιμότητας είναι οι πρώτοι που αντιδρούν στη χειροτέρευση του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού στις ”αναπτυγμένες” χώρες» με χαρακτηριστικό παράδειγμα την αρνητική μεταβολή αυτών των δεικτών στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» μετά το 1989. Η γήρανση του πληθυσμού στη χώρα μας επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο από τη νεανική μετανάστευση που στερεί την οικονομία από τα πλέον γόνιμα και δυναμικά τμήματα του εργατικού δυναμικού, ικανού να συμβάλλει στη διάχυση καινοτομιών, τη χρήση νέων τεχνολογιών αλλά και τη στήριξη των «χρεοκοπημένων» ασφαλιστικών ταμείων.
Η γήρανση του πληθυσμού αποτελεί μείζον και διαχρονικό πρόβλημα, η επιτυχής αντιμετώπιση του οποίου είναι ενδεχομένως η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες κοινωνίες και οικονομίες. Ιδιαίτερα στη χώρα μας, η επιτακτική ανάγκη άμεσης ανατροπής της εφαρμοζόμενης καταστρεπτικής πολιτικής πρέπει να συνδεθεί και με την ουσιαστική αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος με προτάσεις για ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα δημοσιογραφικής πολιτικής με άξονες την εισοδηματική ενίσχυση και φορολογική ελάφρυνση των οικογενειών, ανάλογα με τον αριθμό των τέκνων και την ενίσχυση των κρατικών δομών στήριξης της οικογένειας.
Ερανιστής: Γιώργος Τοζίδης
¹ Χάρις Συμεωνίδου,
«Η κρίση σκοτώνει και τις γεννήσεις», Αυγή 21.07.2013.