του Ηρακλή Λογοθέτη

 

Κοινωνίες που φθίνουν και αδυνατούν να υψώσουν ένα σύγχρονο μνημείο για τον καιρό τους είναι φυσικό να στρέφονται με ιδεοληπτική προσήλωση σε τάφους. Εκεί προσδοκούν να ανακαλύψουν το χρυσό παρελθόν του γένους, να βρουν περίτεχνα στεφάνια και κτερίσματα βασιλικά, να θεμελιώσουν όπως-όπως το φθισικό παρόν στο πλούσιο παρελθόν. Πώς να φορέσεις όμως τέτοια στεφάνια σε σκυμμένο κεφάλι; Πώς να δεξιωθείς τα φαντάσματα του παλατιού σε μιαν ετοιμόρροπη καλύβα; Είναι κατανοητό, βέβαια, το ότι οι ταπεινωμένοι έλληνες βρίσκουν κάποια παρηγοριά στο ρόλο του κληρονόμου αρχαίων μεγαλείων. Μόνο που η κληρονομιά δεν είναι αυτεπίδοτη. Χρειάζονται χέρια να τη σηκώσουν. Και τα δικά μας χέρια είναι κομμένα πάνω απ’ τους αγκώνες, όπως των αρχαίων αγαλμάτων. Με μία διαφορά: εκείνα, τα χέρια των αγαλμάτων, σακατεύτηκαν από τον χρόνο ενώ τα δικά μας από την έλλειψη χρονισμού με τον καιρό μας. Επιπλέον: ανάπηρα αγάλματα μπορούν να βαστάξουν οι αρτιμελείς επίγονοι και ο δικός μας επιγονισμός μόνο αρτιμελής δε είναι. Το βλέπει κανείς, άμα μπορεί να το δει, στην αδαή πόζα των αρμοδίων για τον πολιτισμό, στην κούφια ρητορεία τους, στα φουσκωμένα λόγια που θέλουν να είναι ολόκληρα και μεγάλα αλλά βγαίνουν κουτσά και μισαδάκια.

Κατανοητό και το γεγονός πως το εθνικό φαντασιακό, που δεν έχει ούτε περισσότερα ούτε λιγότερα δικαιώματα από κάθε άλλο φαντασιακό, χρειάζεται μύθους για να τραφεί. Και οι μύθοι χτίζονται επί των ερειπίων, μια κοινόχρηστη αλήθεια είναι κι αυτή. Μόνο που οι μύθοι για να λειτουργήσουν χρειάζονται άρδευση δημιουργική και πνεύμα καινοτόμο – και αυτά λείπουν από την σύγχρονη Ελλάδα. Οι ταχυδακτυλουργοί ξέρουν καλά πως τα παλιά καπέλα μπορούν να βγάλουν νέα και άτακτα λαγουδάκια. Οι πολιτικοί μας το ξεχνούν και νομίζουν, οι καημένοι, πως με κάποιες σκόρπιες κι άνοστες αναφορές θα υποκινήσουν καθολικό νόστο. Κάθε μυθολογία όμως, και η εθνική ανάμεσά τους, μπορεί να αναζωογονηθεί, αρκεί να παραμείνει ζωντανή, σε επαφή με το πνεύμα του σήμερα και τους ανέμους των δικών μας καιρών. Αλλιώς καταντά σκευοφυλάκιο για γράμματα κλειστά και σύμβολα νεκρά. Κόκαλα και χρυσάφια ανεξόφλητα. Ματαίως αδημονούν λοιπόν οι Έλληνες, όσοι αδημονούν, για το μυστήριο του ταφικού μνημείου της Αμφιπόλεως, για το τι κρύβεται χτισμένο στους αρχαίους λίθους, τι είναι σκεπασμένο με τα παλιά τα χώματα. Δυο αιώνες τώρα ζούμε στη δική μας Αμφίπολη: με το ένα μάτι στην πλατωνική πολιτεία και με το άλλο στη βυζαντινή αυλή. Με το ένα πόδι στην ιδεώδη αρχαία ελληνική πόλη και με το άλλο στο αυθαίρετο βαλκανικό Νεοχώριο που δεν τα καταφέρνουμε ούτε θέλουμε να γκρεμίσουμε. Γι’ αυτό και δεν έχει μεγάλη σημασία τι θα βγει από τον τάφο αλλά πότε θα βγούμε εμείς από τον τάφο. Διότι και κάτι θαυμαστό να βγει, έτσι που είμαστε αμπαρωμένοι στο ζοφερό παρόν, με τις μνησικακίες και τους φθόνους μας, δεν θα μπορέσουμε να το αξιοποιήσουμε συνειδησιακά ούτε να του προσδώσουμε αξία πνευματική και συνέχεια διανοητική. Μάλλον τοτέμ θα το κάνουμε και θα το προσκυνάμε, σαν απόπληκτοι ιθαγενείς, όπως κάνουμε άλλωστε και με τα υπόλοιπα λαμπρά μνημεία του παρελθόντος μας.

 

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!