Εξαπλώνεται η ακραία φτώχεια– Η Διοίκηση Κλίντον και η κρίση του 2008, καθοριστικές στην επέκταση της δυστυχίας
Των Dady Chery και Gilbert Mercier*
Με 2 δολάρια την ημέρα (ή και λιγότερο) ζει ένας όλο και αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων στις ΗΠΑ που περιλαμβάνει και νοικοκυριά με παιδιά. Αυτή η σοκαριστική πραγματικότητα σε μία πλούσια χώρα όπως οι ΗΠΑ χαρακτηρίζεται επίσημα «ακραία φτώχεια» από τους δείκτες της Παγκόσμιας Τράπεζας που καταμετρούν τη φτώχεια «με βάση τις προδιαγραφές που ισχύουν στις πιο φτωχές χώρες του κόσμου». Δεδομένου, όμως, ότι οι φτωχοί Αμερικανοί ζουν σε μία πλούσια χώρα, εξαιρούνται παραδοσιακά από αυτή την επίσημη καταμέτρηση της ακραίας φτώχειας στον πλανήτη.
Σε μελέτη για λογαριασμό του National Poverty Center, ο H. Luke Shaefer από το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν και η Kathrin Edin του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, εφάρμοσαν το σύστημα υπολογισμού της Παγκόσμιας Τράπεζας για πρώτη φορά στις ΗΠΑ, προκειμένου να δείξουν ότι στα μέσα του 2011 και με βάση το εισόδημα σε μετρητά, περί τα 1,65 εκατομμύρια νοικοκυριά, που περιλαμβάνουν 3,5 εκατομμύρια παιδιά, ζούσαν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας. Εφόσον το επίσημο όριο της φτώχειας τοποθετείται στα 17 δολάρια ανά άτομο την ημέρα, αυτή η κλίμακα ακραίας φτώχειας σημαίνει ότι εκατομμύρια Αμερικανοί επιβιώνουν με λιγότερο από το 12% του εισοδήματος που ταυτίζεται με το όριο της φτώχειας. Αντίθετα με την κρατούσα εντύπωση, οι συγγραφείς της μελέτης διαπίστωσαν, επίσης, ότι οι μισοί περίπου των ακραία φτωχών επικεφαλής νοικοκυριών ήταν λευκοί και έγγαμοι. Τα μεγάλα θύματα όμως είναι τα παιδιά: μεταξύ του 1996 και του 2011, τα παιδιά που ζούσαν σε ακραία φτώχεια αυξήθηκαν κατά 156%.
Με ποιο τρόπο συρρικνώθηκε το δίκτυ κοινωνικής προστασίας των ΗΠΑ, ώστε να επιτρέψει μία τέτοια καταστροφή; Οι συγγραφείς της μελέτης ξεχωρίζουν δύο κύριους παράγοντες: Τη μεταρρύθμιση στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας της διακυβέρνησης Κλίντον του 1996 σε συνδυασμό με τη Μεγάλη Ύφεση του 2008. Η μεταρρύθμιση του 1996 έβαλε την ταφόπλακα στο μοναδικό πρόγραμμα επιδομάτων σε μετρητά για φτωχές οικογένειες με παιδιά και το αντικατέστησε με ένα πρόγραμμα που παρέχει προσωρινή μόνο κάλυψη, με την προϋπόθεση ότι οι «ικανοί προς εργασία» αποδέκτες θα ενταχθούν σύντομα στο εργατικό δυναμικό. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι αποδέκτες βοηθημάτων μειώθηκαν από 12 εκατομμύρια οικογένειες τον μήνα το 1996, σε 4,5 εκατομμύρια οικογένειες τον Δεκέμβριο του 2011.
Στο μεταξύ, η κρίση που ξέσπασε το 2008 έκανε την κυβέρνηση να επεκτείνει το Πρόγραμμα Συμπληρωματικής Ενίσχυσης για Διατροφή από 25 εκατομμύρια αποδέκτες τον μήνα το 1996 σε 47 εκατομμύρια τον Οκτώβριο του 2012. Στην πράξη αυτό που έγινε ήταν ότι οι φτωχοί που είχαν εργασία έλαβαν κάποια βοήθεια, ενώ εκείνοι που ήταν μακροχρόνια άνεργοι και απελπισμένοι αφέθηκαν στη μοίρα τους. Είναι συγκλονιστικό ότι, σήμερα, περί τα 50 εκατομμύρια Αμερικανοί, κυρίως παιδιά, στηρίζονται στα κουπόνια τροφίμων για να επιβιώσουν.
Συγκεντρωμένος ο πλούτος, εκτεταμένη η φτώχεια
Η καταστροφική παγκόσμια κυριαρχία των επιχειρήσεων έχει καταδικάσει πολλά κράτη σε επαίτες, αλλά την ίδια ώρα μία τριτοκοσμική χώρα μεγαλώνει με ραγδαίους ρυθμούς μέσα στην καρδιά της αυτοκρατορίας. Πώς μπορεί ένα κράτος να λειτουργεί με τον πλούτο να είναι τόσο συγκεντρωμένος και την δυστυχία τόσο εκτεταμένη; Για πόσο ακόμα θα αφήνουμε τους πλούσιους να σκουληκιάζουν το εσωτερικό της χώρας και την ίδια στιγμή να παρουσιάζουν αυτή τη χώρα προς τα έξω σαν λαχταριστό κόκκινο μήλο;
* Εκδότες του News Junkie Post. Το άρθρο είναι αναδημοσίευση από το Counterpunch
Μετάφραση: Ελεάννα Ροζάκη
Η διαχρονική βορειοαμερικάνικη ανισότητα του πλούτου
Η ανισότητα του πλούτου είναι από παλιά κομμάτι του αμερικανικού τρόπου ζωής, αλλά ποτέ δεν υπήρξε τόσο αβυσσαλέα όσο σήμερα. Στον 18ο και 19ο αιώνα η ανισότητα του πλούτου διευρύνθηκε, με το μεγαλύτερο άλμα να συντελείται την περίοδο γέννησης του καπιταλισμού στα μέσα του 19ου αιώνα και της δυναμικής βιομηχανικής επανάστασης στις αρχές του 20ού αιώνα. Η συγκέντρωση του πλούτου κλιμακώθηκε απότομα στο διάστημα πριν το κραχ του 1929 και την έλευση της Μεγάλης Ύφεσης. Έκτοτε, η ανισότητα του πλούτου υποχώρησε σταδιακά μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970, αλλά πήρε πάλι την ανιούσα στη δεκαετία του 1980. Η πιο αισθητή αύξηση της ανισότητας συνέβη ανάμεσα στο 2001 και το 2007, όταν το πλουσιότερο 1% έφθασε να κατέχει το ιλιγγιώδες 43% του συνολικού πλούτου της χώρας. Το 2013 στο 80% του πληθυσμού ανήκει μόλις του 7% του συνολικού πλούτου. Η μεσαία τάξη έχει φτωχοποιηθεί και οι φτωχοί είναι πλέον σε άθλια κατάσταση.
Σήμερα, στις ΗΠΑ, οι συνθήκες είναι χειρότερες απ’ ό,τι αμέσως πριν από τη Μεγάλη Ύφεση, ενώ έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί οι ημέρες του Φράνκλιν Ντ. Ρούζβελτ, όταν ένας Αμερικανός πρόεδρος δεν ήταν απλά ένας αχυράνθρωπος των επιχειρηματικών συμφερόντων και είχε την πυγμή να πείσει τη δική του τάξη να βάλει φρένο στις ακρότητες, ώστε να αποτραπεί μία εξέγερση.