Οι προθέσεις του Ιδρύματος Νιάρχος, οι σκέψεις της κυβέρνησης, οι πιθανοί εκβιασμοί. Του Κώστα Ζαχάρου
Σε μια περίοδο που αναγγέλλεται η επίσπευση των διαδικασιών για την εκποίηση του χώρου του πρώην Αεροδρομίου στο Ελληνικό, ο προβληματισμός για τη διαχείριση των δημόσιων χώρων και του παραλιακού μετώπου στο Σαρωνικό, επανέρχεται εκβιαστικά.
Εδώ θα αναφερθούμε στον «ορφανό» από Ολυμπιακές εγκαταστάσεις χώρο του πρώην Ιπποδρόμου, που μαζί με το χώρο του πρώην Αεροδρομίου, το παραλιακό μέτωπο του Φαληρικού Όρμου και την παραλία του Σαρωνικού, αποτέλεσαν θέματα αιχμής για τα κινήματα της περιοχής την περίοδο σχεδιασμού των Ολυμπιακών εγκαταστάσεων.
Σήμερα, ο χώρος του πρώην Ιπποδρόμου έχει μετατραπεί σε εργοτάξιο και με εντατικούς ρυθμούς προχωρά η ανέγερση των τεράστιων κτισμάτων της Βιβλιοθήκης και Λυρικής Σκηνής. Μάλιστα, ο χρηματοδότης του έργου, το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, επιχειρώντας να διασφαλίσει ευρύτερες συναινέσεις, αλλά και να προβάλει την αδιαμφισβήτητη πρόθεσή του να ηγεμονεύσει στα πολιτιστικά πράγματα της χώρας, πρόταξε το «εθνική» στην ονομασία των δύο πολιτιστικών χώρων. Έτσι, λοιπόν, για αποφυγή κάθε παρεξήγησης, το Ίδρυμα Νιάρχου μας φτιάχνει την Εθνική Βιβλιοθήκη και την Εθνική Λυρική Σκηνή.
Πρωταρχικά ερωτήματα
Το καλοστημένο επικοινωνιακό επιτελείο του Ιδρύματος με εκδηλώσεις, καταχωρίσεις στον Τύπο και αναρτήσεις στις ιστοσελίδες του, επιχειρεί να πείσει για την αναγκαιότητα του έργου, την πολιτιστική του αξία, την ανατροπή του δυσμενούς περιβαλλοντικού ισοζυγίου στην περιοχή και την ανάδειξή της, ξανά, ως χώρο καλλι-θέας, απ’ όπου και το όνομά της.
Επίσης, η προβολή των οικονομικών μεγεθών, σε μια περίοδο ανύπαρκτης επενδυτικής δραστηριότητας και διογκούμενης ανεργίας, λειτουργεί αποτρεπτικά σε κάθε προσπάθεια διατύπωσης αμφισβήτησης ή κριτικής. Τέλος, ενισχυτικά της επιβολής μιας μονοδιάστατης θεώρησης είναι η προβολή των μεγεθών των δύο πολιτιστικών χώρων, καθώς και η εμβέλεια των εμπλεκόμενων στην κατασκευή ειδικών.
Επιχειρώντας να αξιολογήσουμε την πρόταση που υλοποιείται στον Ιππόδρομο οφείλουμε, για λόγους συνεννόησης, να διαμορφώσουμε ένα βασικό πλαίσιο παραδοχών:
Αρχικά, η υλοποίηση των αρχιτεκτονικών ιδεών ως κατεξοχήν κοινωνική πρακτική, οφείλει να προσμετρά πολιτισμικές, ιστορικές και περιβαλλοντικές παραμέτρους. Με άλλα λόγια, οφείλει να συνδιαλέγεται με την κοινωνία στην οποία απευθύνεται και τις ανάγκες της, όπως αυτές διατυπώνονται στο δημόσιο λόγο. Να έχει συναίσθηση της ιστορίας της ιδιαίτερης περιοχής και της πορείας διαμόρφωσης του συγκεκριμένου αστικού τοπίου, τουλάχιστον κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Με τον τρόπο αυτό η σύγκριση του «πριν» με το «μετά» αποκτάει, ίσως, νόημα και δίνει στο δημόσιο διάλογο ουσιαστικό περιεχόμενο. Ένα βασικό ερώτημα που χρήζει απάντησης είναι αν οι εγκαταστάσεις στον Ιππόδρομο αποκαθιστούν την ενότητα του αστικού χώρου με το παραλιακό μέτωπο.
Το τείχος των 32 μέτρων που δημιουργεί η απόληξη της Λυρικής Σκηνής και τα 10 πρόσθετα μέτρα των εγκαταστάσεων της οροφής με τα φωτοβολταϊκά, αποστερούν από τους κατοίκους της περιοχής, ιδιαίτερα αυτούς που γειτνιάζουν με τον Ιππόδρομο, κάθε οπτική επαφή με τη θάλασσα. Συνεπώς, το τεχνητό κανάλι που προβλέπεται κατά μήκος της εισόδου της Βιβλιοθήκης και της Λυρικής, ως σύμβολο και υποκατάστατο του χαμένου υγρού στοιχείου, μόνο ως πρόκληση προς τους κατοίκους μπορεί να εκληφθεί. Επιπρόσθετα, είναι βέβαιο ότι ο τεράστιος τεχνητός όγκος που επικάθισε στο χώρο του Ιπποδρόμου, θα λειτουργεί ανασχετικά στην κυκλοφορία των ανέμων, αλλοιώνοντας οριστικά το μικροκλίμα της περιοχής.
Όμως, μήπως το προηγούμενο έλλειμμα, σε μια «πραγματιστική» αποτύπωση θετικών-αρνητικών, ισοσκελίζεται από την πολιτιστική συνεισφορά των δύο χώρων; Ίσως, αλλά μένει να δούμε τη λειτουργία τους και την προσβασιμότητα των κατοίκων του λεκανοπεδίου σ’ αυτούς. Γιατί, γνωρίζουμε ότι η δυσκολία πρόσβασης σε χώρους πολιτισμού, ιδιαίτερα στις μεγάλες αίθουσες μουσικής, οφείλεται κύρια στην έλλειψη σχετικής παιδείας και στα ακριβά και δυσεύρετα εισιτήρια, που προορίζονται συνήθως για λίγες χιλιάδες μεγαλόσχημων που μονοπωλούν τη δημόσια ζωή.
Συνεπώς, κύριο θέμα συζήτησης δεν μπορεί να είναι η αρχιτεκτονική πρόταση του Ρέντζο Πιάνο και αν αυτή αποτελεί την καλύτερη δυνατή λύση στο πλαίσιο που τέθηκε από το Ίδρυμα Στ. Νιάρχος, αλλά η ίδια η αποδοχή του συγκεκριμένου πλαισίου.
Η επόμενη μέρα
Σήμερα, καλούμαστε να διαχειριστούμε μια δρομολογημένη κατάσταση και συνεπώς «πρέπει να λογαριάσουμε κατά πού προχωρούμε».
Ο λόγος των εκπροσώπων του Ιδρύματος Στ. Νιάρχος, παρά την αρχική τους δέσμευση για παράδοση του χώρου στο Ελληνικό Δημόσιο όταν τα έργα ολοκληρωθούν, διακρίνεται από αμφισημία. Για παράδειγμα, δεν διευκρινίζεται με σαφήνεια ο ρόλος του Ιδρύματος στη στελέχωση του Οργανισμού της Βιβλιοθήκης και της Λυρικής Σκηνής και γενικότερα ο ρόλος του στη διαχείριση του συνολικού χώρου.
Η πρόσφατη δήλωση του υπουργού Πολιτισμού (17/12/2013) για σκέψεις μεταφοράς της υπάρχουσας Λυρικής Σκηνής στο Φάληρο, όταν τα έργα ολοκληρωθούν, μοιάζει μάλλον ως προσπάθεια οριοθέτησης ρόλων σε έναν διαφαινόμενο διαγκωνισμό για τη μελλοντική διαχείριση της Λυρικής Σκηνής.
Συνεπώς, η διασφάλιση του δημόσιου χαρακτήρα στη λειτουργία και τη διαχείριση των δύο πολιτιστικών κέντρων οφείλει να βρίσκεται στο κέντρο των ενδιαφερόντων μας. Παράλληλα, η δυνατότητα πρόσβασης σ’ αυτούς δεν μπορεί να συναρτάται από οικονομικές παραμέτρους.
Η συντήρηση κτιρίων τέτοιου μεγέθους, καθώς και η συντήρηση του πάρκου που θα επικαλύπτει τις εγκαταστάσεις, από ένα χρεοκοπημένο κράτος, φοβούμαστε ότι θα λειτουργεί εκβιαστικά για προσφυγή σε εκμετάλλευση μέρους ή όλου του χώρου.
Να μην ξεχνάμε και την πρόταση του Ρέντζο Πιάνο (Βήμα, 30/3/2011) για ανέγερση στο παραλιακό μέτωπο πολυτελούς ξενοδοχείου που θα στηρίζει οικονομικά τη λειτουργία του πολιτιστικού κέντρου. Από την άλλη, η δήλωση εκπροσώπων του Ιδρύματος ότι δεν θα αφήσουν το δημιούργημά τους αβοήθητο, ενισχύει τις ανησυχίες μας για επιθυμία μόνιμης εμπλοκής τους.
Ένα επόμενο, λοιπόν, σημείο εστίασης της προσοχής οφείλει να είναι η διασφάλιση πόρων για τη συντήρηση του πάρκου, αλλά και των δύο χώρων πολιτισμού. Επίσης, η οριοθέτηση των σχέσεων της Πολιτείας από προσπάθειες παραγόντων που, με πρόσχημα την οικονομική συνεισφορά, επιθυμούν να ηγεμονεύσουν στην πολιτιστική ζωή.
Κρίνουμε ότι η συζήτηση για τα θέματα πολιτισμού, διαχείρισης και συντήρησης του πολιτιστικού κέντρου στον Ιππόδρομο, καθώς και η προσβασιμότητα των πολιτών σ’ αυτούς, οφείλει να ανοίξει με την ευρύτερη δυνατή συμμετοχή κατοίκων και ενδιαφερόμενων πολιτιστικών φορέων και να σχηματοποιηθεί σε συγκεκριμένα αιτήματα.
Η επίκληση στο σημείωμα αυτό της ιστορίας της πόλης δεν έχει πρόθεση να μας παρασύρει σε μια νοσταλγία που μας αγκιστρώνει στο παρελθόν και μας βυθίζει σε μια αδιέξοδη ακινησία, αλλά για να δώσει σταθερές και μέτρα αξιολόγησης της πορείας μας.
Μια αντιπαράθεση που κρατάει χρόνια
Ήδη από την εποχή σχεδιασμού των oλυμπιακών εγκαταστάσεων, το μέλλον του Ιπποδρόμου αποτέλεσε αντικείμενο έντονης αντιπαράθεσης με πρωταγωνιστές τα κινήματα της περιόδου, όπως η Πρωτοβουλία Πολιτών Καλλιθέας, η Επιτροπή για τη Διάσωση της Παραλίας του Σαρωνικού κ.ά.
Σήμερα, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι οι αγώνες εκείνης της περιόδου απέτρεψαν την εγκατάσταση στο χώρο του Ιπποδρόμου 4 γηπέδων («pavilions») που προοριζόταν για τους Ολυμπιακούς αγώνες, καθώς και σχεδιασμούς για εντατική τουριστική εκμετάλλευση της περιοχής με ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις, συνεδριακά κέντρα, λιμάνια ελλιμενισμού κρουαζιερόπλοιων, ακόμη και τη δυνατότητα… προσθαλάσσωσης υδροπλάνων!
Βέβαια, η ύπαρξη στην Καλλιθέα μιας Δημοτικής Αρχής υποτακτικής στις εκάστοτε κυβερνητικές επιλογές και τα μεγάλα συμφέροντα που εποφθαλμιούσαν την περιοχή, υπέσκαψε τους αγώνες των κατοίκων για μετατροπή του Ιπποδρόμου σε μητροπολιτικό πάρκο με ήπιες εγκαταστάσεις αθλητισμού και αναψυχής, όπως προέβλεπε και το Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας (Ν. 1515/85).