Έρχονται στιγμές που είναι τέτοιας κρισιμότητας ώστε θέτουν σε δοκιμασία εντελώς ουσιαστικά πράγματα, όπως μπορεί να είναι ένα γενικό υποστασιακό ζήτημα. Υποστασιακό ζήτημα ως προς ποιον και τι περιλαμβάνει; Δεν χρειάζονται υπεκφυγές: Μιλάμε για την υπόσταση της ίδια της χώρας και τη θέση της στον ευρύτερο χώρο, την υπόσταση της κοινωνίας στο εσωτερικό και τη συνοχή της, το τι είδους δυνάμεις θα αναδειχθούν μέσα από τις καταιγίδες που ίσως έρθουν. Γιατί έχουν ήδη ανακοινωθεί έκτακτα δελτία θυέλλης, άσχετα αν αυτά δεν μεταδίδονται με την συχνότητα των διαφημίσεων ή των αποχαυνωτικών τηλεοπτικών επαναλήψεων…
Τι είναι αυτό που έρχεται;
Η γεωπολιτική ανακατανομή ισχύος που προκαλείται από τις μεγάλες δυνάμεις και τους ανταγωνισμούς που τροφοδοτούνται, ιδιαίτερα στην περιοχή που εκτείνεται από τα Βαλκάνια έως την Μέση Ανατολή, σηματοδοτεί μεγάλες αλλαγές, επιθετικότητα και επεκτατισμούς.
Στην παγκόσμια σκακιέρα, ολόκληρη η περιοχή που περιγράφουμε είναι θέατρο πολλαπλών κινήσεων με οικονομικές, πολιτικές, στρατιωτικές και πολιτιστικές παραμέτρους. Πολεμικές συγκρούσεις και αλλαγές συνόρων, αποσχίσεις και προβοκάτσιες, μεταναστευτικές ροές, συμμαχίες και τροποποίησή τους, ρευστοποίηση χωρών, απειλές και εκβιασμοί, είναι μερικές από τις δοκιμασμένες μεθόδους και τις διαδικασίες που εξελίσσονται.
Η ενδιάμεση θέση της Ελλάδας και οι γεωγραφικές της ιδιομορφίες, την εκθέτουν σε όλους αυτούς τους γενικούς και ειδικούς κινδύνους. Με τρόπο τέτοιο που απαγορεύεται οποιοσδήποτε εφησυχασμός.
Προς στιγμήν, ο μεγαλύτερος κίνδυνος –αυτού του είδους– για τη χώρα μας, προέρχεται από τις απειλές της Τουρκίας και την κλιμάκωση της επιθετικότητάς της. Πρόκειται για φαινόμενο όχι εντελώς νέο, αλλά που η διαμορφούμενη συγκυρία προσδίδει σε αυτό εντελώς επείγοντα χαρακτήρα, ενώ προδιαγράφει με σαφήνεια και τη λογική του συνέπεια, δηλαδή μια σύγκρουση.
Η λογική των πραγμάτων δεν οδηγεί στην άνθιση μιας ελληνοτουρκικής φιλίας και συνεργασίας στην περιοχή, αλλά στην ένταση των σχέσεων, την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης, την όξυνση όλων αντιθέσεων.
Στην πράξη, ο τούρκικος επεκτατισμός (ενιαίος όσο αφορά τη στάση απέναντι στην Ελλάδα, δεν παρατηρούνται ουσιώδεις διαφορές ανάμεσα σε Ερντογανικούς και Κεμαλιστές στο ζήτημα αυτό) έχει περάσει από τα λόγια σε συγκεκριμένες ενέργειες που φέρνουν πιο κοντά τη σύγκρουση. Ας παραθέσουμε τις πιο πρόσφατες και γνωστές:
– Διεμβολισμός πλοίου του Λιμενικού στα Ίμια.
– Ανοικτή διακήρυξη ότι τα Ίμια είναι τουρκικά και υποστήριξη δια των όπλων της διακήρυξης αυτής.
– Σύλληψη και αιχμαλωσία δύο Ελλήνων στρατιωτικών στον Έβρο.
– Αλλαγές στο στρατιωτικό δόγμα της Τουρκίας με στόχο την προετοιμασία για 2,5 πολέμους (ένας στον νότο – Συρία, ένας προς τα δυτικά – Ελλάδα, Μεσόγειος, και μισός στο εσωτερικό ενάντια στην «τρομοκρατία»).
– Θεώρηση του Καστελλόριζου ως τουρκικού, μόλις πρόσφατα.
– Κινητοποίηση ενάντια στην κυπριακή ΑΟΖ και κατοχύρωση επί των υδρογονανθράκων της Δημοκρατίας της Κύπρου.
Πρόκειται για συγκεκριμένες ενέργειες και όχι για εκδηλώσεις μιας ρητορικής του Ερντογάν προς εσωτερική ή προεκλογική χρήση. Ούτε για προϊόν «νευρικότητας». Είναι στοιχεία ενταγμένα στην τουρκική στρατηγική.
Αποκλείεται να συμβεί…
Ενώ όμως τα στοιχεία από όσα συμβαίνουν, όσο και η πρόσφατη ιστορία, επιβεβαιώνουν τις απειλές και τον κίνδυνο που φέρνει ο τούρκικος επεκτατισμός, η σύγχρονη Ελλάδα μοιάζει σαν να μην θέλει να δει ολόκληρη την πραγματικότητα.
Η παραδοσιακή ιστορική μειοδοσία του πολιτικού κόσμου και των ελίτ στη χώρα μας, δεν δίνει καμιά εγγύηση μπροστά στις απειλές που μας περικυκλώνουν
Το γεγονός αυτό, οδηγεί στην κατασκευή πλήθους ιδεολογικών σχημάτων που τάχα απομακρύνουν τον κίνδυνο. Τα σχήματα αυτά εμφανίζουν την Τουρκία αντιμέτωπη με πολλές δυσκολίες και αδύναμη να διεξάγει κι άλλο πόλεμο και τον Ερντογάν σαν έναν εξασθενημένο και απομονωμένο πολιτικό που απλά απειλεί και εκβιάζει, αλλά δεν πρόκειται να προχωρήσει παραπέρα. Υπάρχουν κι άλλα, όπως εκείνο που θεωρεί ότι έχουμε αναβαθμισμένο «διπλωματικό κεφάλαιο», πως όλοι οι «σύμμαχοι» (ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, Ε.Ε.) έχουν ταχθεί εναντίον της Τουρκίας κ.λπ.
Σαν να μην περνά από το μυαλό ότι η Τουρκία είναι μια μεγάλη περιφερειακή δύναμη, που όλοι υπολογίζουν πολύ περισσότερο από την Ελλάδα (την οποία άλλωστε θεωρούν του χεριού τους). Σαν να μην περνά από τον νου ότι, όπως πολλές φορές στο παρελθόν οι ξένοι έκαναν τα στραβά μάτια σε ξεριζωμούς ελληνικού πληθυσμού (Κωνσταντινούπολη – 1953, εισβολή και κατοχή της Κύπρου – 1974 κ.λπ.), έτσι και τώρα, αν μια «αντιπαροχή» προς την Τουρκία σε Αιγαίο, «οικόπεδα», Θράκη, την κρατούσε (με ή χωρίς Ερντογάν) προσδεμένη στο δυτικό στρατόπεδο, αυτό θα γίνονταν και πάλι χωρίς δυσκολίες. Οι αμφισβητήσεις της Λωζάννης, δεν είναι ρητορικές κραυγές ή προεκλογικά συνθήματα.
Πολλοί Ελλαδίτες θέλουν να ξεχνούν άλλο ένα ιστορικό γεγονός: Συχνά, οικονομικές κρίσεις και καταστροφές συνοδεύονταν και από μία εθνική τραγωδία. Μπορεί η ιστορία να μην επαναλαμβάνεται γενικά, αλλά μην νομίσουμε ότι κάθε επανάληψη μοιάζει απλώς με φάρσα.
Τι χρειάζεται περισσότερο;
Να συνειδητοποιηθεί η απειλή και ο κίνδυνος. Αυτή είναι η αρχή κάθε αναγκαίας προετοιμασίας. Οποιοσδήποτε σχεδιασμός μιας γενικότερης κοινωνικής αναγέννησης, δεν μπορεί παρά να αναμετρηθεί με αυτό το πρόβλημα. Δεν μπορεί να νοηθεί μια εξέλιξη που θα λογαριάσει μονάχα π.χ. την αντιμετώπιση της ευρωκρατίας και της δυτικής επιδιαιτησίας στη χώρα, και θα λησμονήσει τους γεωπολιτικούς κινδύνους και ιδιαίτερα την έκθεση απέναντι στον τουρκικό επεκτατισμό.
Τα περί «ψυχραιμίας» και «αποφασιστικότητας», ιδιαίτερα από τα χείλη μιας συριζικής κυβέρνησης, μόνο περισσότερη ανησυχία μπορούν να προκαλέσουν. Όπως και η επιμονή ολόκληρου σχεδόν του πολιτικού κόσμου στη δυτική «ομπρέλα προστασίας». Η παραδοσιακή ιστορική μειοδοσία του πολιτικού κόσμου και των ελίτ στη χώρα μας, δεν δίνει καμιά εγγύηση μπροστά στις απειλές που μας περικυκλώνουν. Η δε γενικόλογη αντικαπιταλιστική φλυαρία και η λεκτική κατατρόπωση του ιμπεριαλισμού και του ΝΑΤΟ, με παράλληλη άρνηση να ειδωθεί η τουρκική απειλή, οδηγούν σε πλήρη ανικανότητα προσανατολισμού.
Τα ερωτήματα θα τεθούν με επίμονο, ρεαλιστικό και καταιγιστικό τρόπο, ιδιαίτερα αν τα πράγματα οξυνθούν ακόμη περισσότερο. Το πώς υπερασπίζεται κανείς την εδαφική ακεραιτότητα, την εθνική και λαϊκή κυριαρχία, πώς καταπολεμά τον τουρκικό επεκτατισμό κάθε μέρα και σε όλο το φάσμα της αντιπαράθεσης, από τον Έβρο έως το Καστελλόριζο και την Κύπρο, δεν είναι ένα μακρινό καθήκον, αλλά αποκτά επείγοντα και ιδιαίτερα κρίσιμο χαρακτήρα.
Η συνολική ανάταξη που είναι αναγκαία, εδώ και τώρα, οφείλει να συνδυάσει τα καθήκοντα της υπεράσπισης της χώρας και της ακεραιότητάς της με το ζήτημα μιας γενικής κοινωνικής προοπτικής. Όποιος αδιαφορήσει απέναντι στις απειλές και τον επεκτατισμό, όποιος υποτιμήσει αυτή την πάλη, θα εξοστρακιστεί από τον πολιτικό και ηθικό στίβο. Η γενική «αποαριστεροποίηση», δεν είναι διόλου άσχετη και με τη γενικευμένη υποτίμηση των εθνικών ζητημάτων και απειλών.