Ο Αλ. Τσίπρας, σε συζητήσεις με συνεργάτες του πριν το 2015, ισχυριζόταν ότι φοβάται περισσότερο τα εμπόδια που θα του έβαζε ο Α. Σαμαράς παρά η Ευρωκρατία, την οποία υποτιμούσε (για να την υπηρετήσει βεβαίως μετά από λίγους μήνες). Αργότερα, θεωρούσε «δώρο» να έχει στην αντιπολίτευση τον Κ. Μητσοτάκη, νομίζοντας πως «τον έχει». Τελικά, του άνοιξε τον δρόμο για να φτάσει στην αυτοδυναμία, έχοντας υποτιμήσει κάτι ακόμα: τη σημασία του εθνικού θέματος και τις συνέπειες της Συμφωνίας των Πρεσπών (γα την οποία, ακόμα περηφανεύεται). Ο Μητσοτάκης κέρδισε το κόμμα και μια αυτοδυναμία. Προσπάθησε να κινηθεί δείχνοντας πως «αναλώσιμος, ξε-αναλώσιμος, είμαι ο πρωθυπουργός της χώρας» παρά τις αντιδράσεις και μέσα στο δικό του στρατόπεδο.
Ο Κ. Μητσοτάκης με τη σειρά του, υποτίμησε την ακολουθία προσφυγικό – τουρκικά τετελεσμένα – πανδημία. Η κούραση της κοινωνίας σε συνδυασμό με την παντελή έλλειψη αντιπολίτευσης, δεν αφήνουν να αποτυπωθεί ακόμα καθαρά η κάμψη την οποία έχει και η οποία θα φανεί περισσότερο σε λίγο καιρό. Άλλωστε, δημοσκοπικές εταιρείες και ΜΜΕ είναι «μπουκωμένα» από το σύστημα Μητσοτάκη και δίνουν μια αισιόδοξη εικόνα…
Το πολιτικό προσωπικό έχει αρκετή πείρα στη διαχείριση και διευθέτηση του καθεστώτος υποτέλειας και «εκσυγχρονισμού» σύμφωνα με τις απαιτήσεις των καιρών και των στροφών. Εντούτοις, πλήττει και το ίδιο το πολιτικό σύστημα η απομάκρυνσή του από την κοινωνία και η εκτεταμένη δυσπιστία της απέναντί του. Αντιδρά προσπαθώντας να διαμορφώσει έναν διπολισμό, με δύο στρατόπεδα στηριγμένα σε ιδεολογικά σχήματα του παρελθόντος. Με τον τρόπο αυτό, επιχειρεί να εγκλωβίσει τη δυσαρέσκεια και να διαιωνίσει την κυριαρχία του. Είδαμε μια γενική πρόβα τις μέρες του Πολυτεχνείου.
Κι όμως, υπάρχει ένα κομβικό ερώτημα: Υποτιμούν την κοινωνία; Υποτιμούν τον λαό; Υποτιμούν τη χώρα και τις δυνατότητές της; Η απάντηση είναι απλή: Δεν τους ενδιαφέρει αυτή η πλευρά, δεν νοιάζονται για την κοινωνία και τον λαό, σκέφτονται μόνο το πολιτικό κόστος. Πολλές φορές μάλιστα, προκειμένου να εξυπηρετήσουν Αμερικανούς και Γερμανούς αφέντες, δεν τους νοιάζει καν το πολιτικό κόστος.
Υπάρχει βέβαια μια αντίφαση. Τα μνημόνια, τα ξεπουλήματα στα εθνικά, και τώρα η διαχείριση της πανδημίας και η οικονομική δυσπραγία, επενεργούν στη λαϊκή συνείδηση. Όσο, όμως, αυτό μένει σε εξατομικευμένο επίπεδο, δεν το υπολογίζουν και το υποτιμούν. Εκείνο που τους τρομάζει είναι η πιθανότητα ανεξέλεγκτων αντιδράσεων και ξεσπασμάτων. Γνωρίζουν ότι η κουτάλα ανακατεύεται και αναζητούνται «λύσεις» συγκυβέρνησης σε περίπτωση που μπλοκαριστούν ή επιταχυνθούν οι εξελίξεις.
Ο λαϊκός παράγοντας είναι αδυνατισμένος, εξασθενημένος, κουρασμένος, σε σύγχυση, και βαθιά απογοητευμένος. Είναι αποσυρμένος, κάνει ότι μπορεί σε ατομικό επίπεδο μήπως και περάσει η μπόρα, αλλά και σε επίπεδο κοινωνικής αλληλεγγύης –οικογενειακών και φιλικών δεσμών–, χωρίς να περιμένει τίποτα στο πολιτικό. Δεν είναι εποχή δράσης, παρέμβασης και μεγάλων γεγονότων.
Άρα, υπάρχει μια παράξενη κατάσταση. Οι κυρίαρχες δυνάμεις και το πολιτικό σύστημα δεν έχουν ρεύμα και στήριξη. Οι δε δυνάμεις που υπομένουν, οι κυριαρχούμενες ας πούμε, δεν είναι –για πολλούς λόγους– σε θέση να αντιτάξουν μια εναλλακτική ρεαλιστική αντιπρόταση και αυτή να γίνει πολιτική δύναμη, να αποκτήσει ισχύ.
Αν έχουν έτσι τα πράγματα σε γενικές γραμμές, υπάρχει κάτι αναγκαίο ετούτη τη στιγμή; Βέβαια. Η αναγνώριση της κατάστασης και ο αγώνας για ζωή και επιβίωση της κοινωνίας και της χώρας. Αυτός ο αγώνας έχει ανάγκες σε ανθρώπους, σε μυαλά και χέρια, που θα ακολουθούν ορισμένες προτεραιότητες, περιεχόμενα και μορφές. Οικοδόμηση ενός πνευματικού-πρακτικού περιεκτικού προτάγματος και σχεδίου για τη διέξοδο της χώρας. Μοιάζει απίθανο να γίνει κάτι τέτοιο αλλά, όπως είπαμε κι άλλες φορές, το απίθανο γίνεται συχνά πιθανό…